Εμφανίζει 16948 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Εφορία Καπνού Ελέγχου Κατασκευής Αξιών Δημοσίου

  • Νομικό Πρόσωπο

Με το νόμο ΑΥΚ 12/4/1887 επιβλήθηκε κρατικό μονοπώλιο στην εισαγωγή, κατασκευή, κατοχή και πώληση σιγαροχάρτου με σκοπό την προστασία του φόρου κατανάλωσης καπνού. Με τον νόμο 1567 της 19/24 Δεκ. 1918 "Περί καπνεργοστασίων του Κράτους" τα δημόσια καπνεργοστάσια διακρίνονταν στα της εσωτερικής καταναλώσεως και τα της διαμετακομίσεως, και διαιρούνταν σε τρεις τάξεις.

Η σύσταση των Εφοριών Καπνού πραγματοποιήθηκε με τον Α.Ν. 667 της 29 Απρ./5 Μαΐου 1937 (ΦΕΚ Α΄ 163) "Περί τροποποιήσεως ενίων διατάξεων αφορωσών το Υπουργείον των Οικονομικών προς επίτευξιν οικονομιών". Με αυτόν τον νόμο τα Καπνεργοστάσια και τα Γραφεία Φορολογίας Καπνού μετονομάζονταν σε «Εφορίες Καπνού», και το προσωπικό τους σε «προσωπικόν Εφοριών Καπνού». Με τον ίδιο νόμο μετανομαζόταν ο Γενικός Επιθεωρητής Καπνεργοστασίων σε Γενικό Επιθεωρητή Εφοριών Καπνού και οι Επιθεωρητές Καπνεργοστασίων σε Επιθεωρητές Εφοριών Καπνού (άρθρο 12 παρ. 1). Οι Εφορίες Καπνού διαιρούνταν σε τρεις τάξεις. Η προαγωγή ή ο υποβιβασμός σε τάξεις καθορίζονταν από διάφορα κατά καιρούς νομοθετήματα.

Αρμοδιότητα των Εφοριών Καπνού ήταν η παρακολούθηση των εργασιών στα δημόσια καπνεργοστάσια και η είσπραξη των καταβαλλομένων από τους καπνοβιομήχανους δαπανών λειτουργίας των δημόσιων καπνεργοστασίων.

Το 1957 με το Β.Δ. της 16 Απρ./17 Μαΐου 1957 (ΦΕΚ Α΄ 88) "Περί συστάσεως Εφορίας Διώξεως Λαθρεμπορίου Καπνού και Σιγαροχάρτου" συστάθηκε στην Αθήνα Διεύθυνσις Εφορίας Καπνού (Α΄) τάξεως με τίτλο «Εφορία Διώξεως Λαθρεμπορίου Καπνού και Σιγαροχάρτου». Αρμοδιότητά της ήταν η δίωξη του οικονομικού εγκλήματος που σχετιζόταν με την παράνομη κυκλοφορία καπνικών προϊόντων και σιγαροχάρτου με χωρική δικαιοδοσία στην περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και σε περίπτωση ανάγκης και στις άλλες περιφέρειες των Εφοριών Καπνού.

Οι εφορίες καπνού καταργήθηκαν με το Π.Δ. 386 της 23/25 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 136) "Κατάργηση Εφοριών Καπνού, συγχώνευση αυτών με αντίστοιχες Οικονομικές Εφορίες και μεταφορά Προσωπικού". Σύμφωνα με το Π.Δ. καταργήθηκαν οι Εφορίες Καπνού Δίωξης Λαθρεμπορίου Αθηνών και Β΄ Θεσσαλονίκης ενώ οι εφορίες καπνού σε διάφορες πόλεις συγχωνεύτηκαν με τις κατά τόπους Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η Εφορία Καπνού Αθηνών (Δημόσιο Καπνεργοστάσιο) συγχωνεύτηκε με την Οικονομική Εφορία Φορολογίας Ανωνύμων Βιομηχανικών Εταιρειών Αθηνών (Ο.Α.Β.Ε.), η Εφορία Καπνού Α΄ Θεσσαλονίκης με την Α΄ Οικονομική Εφορία Θεσσαλονίκης και οι Εφορίες Καπνού Α΄, Β΄ και Γ΄ Πειραιά συγχωνεύτηκαν με την Οικονομική Εφορία Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών Πειραιά. Με το ίδιο Διάταγμα προβλεπόταν ότι τα αρχεία των Εφοριών Καπνού που καταργούνταν θα μεταφέρονταν στις αντίστοιχες Δ.Ο.Υ. ή άλλες υπηρεσίες στις οποίες μεταβιβάζονταν οι αρμοδιότητες.

Η Υπηρεσία Ελέγχου Κατασκευής Αξιών του Δημοσίου συστάθηκε με το Β.Δ. της 7/27 Ιουν. 1957 με αντικείμενο την εποπτεία και τον έλεγχο των εργασιών κατασκευής αξιών του Δημοσίου. Με το Διάταγμα η Υπηρεσία εντάχθηκε στον Καπνεργατικό Κλάδο του Υπουργείου Οικονομικών ενώ μεταγενέστερα υπάχθηκε στην Γ΄ Εφορία Καπνού Αθηνών. Σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Αριθ. Κ. 11010 της 13 Ιουν./20 Οκτ. 1958 (ΦΕΚ Β΄ 280) "Περί κανονισμού εποπτείας και ελέγχου ιδιωτικών εργοστασίων κατασκευής Αξιών του Δημοσίου και ορίων δικαιοδοσίας της Υπηρεσίας Ελέγχου Κατασκευής Αξιών Δημοσίου" αντικείμενο της Υπηρεσίας ήταν η εποπτεία και ο έλεγχος εντός της περιφέρειας της Τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης των εργασιών κατασκευής αξιών του Δημοσίου (σφραγιστού χάρτου, κινητών επισημάτων, ενσήμων, ταινιών φορολογίας καπνού, παιγνιοχάρτων, γραμματοσήμων, λαχείων κλπ.) από ιδιωτικά εργοστάσια εγκατεστημένα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Διατάγματος σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα από τις συμβάσεις που θα υπογράφονταν. Το Διάταγμα καθόριζε τη διαδικασία.

Με άλλο Διάταγμα μετονομάστηκε η Εφορία Καπνού σε Εφορία Καπνού Ελέγχου Κατασκευής Αξιών του Δημοσίου η οποία το 1973 υπαγόταν στη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. την κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών παρά τω Πρωθυπουργώ και Οικονομικών Αριθ. Δ.3820 της 31 Μαΐου/21 Ιουν. 1973 (ΦΕΚ Β΄ 689) "Περί κατανομής συσταθεισών παρά τη Γενική Διευθύνσει Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών θέσεων".

Τέλος, με το Π.Δ. 284 της 14/14 Ιουν. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 128) (Διόρθ. Σφάλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 165/5 Αυγ. 1988) "Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών" η Εφορία Καπνού Ελέγχου Κατασκευής Αξιών Δημοσίου (Ε.Κ.Ε.Κ.Α.Δ.), μαζί με άλλες συναφείς υπηρεσίες, καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταφέρθηκαν στις Υπηρεσίες Εντύπων και Αξιών του Δημοσίου και οι οποίες συνεργάζονταν με την Διεύθυνση Οργάνωσης της Κ.Υ. του Υπουργείου, μέσω της οποίας εποπτεύονταν από τον Υπουργό των Οικονομικών.

Ιωαννίδης, Εμμανουήλ

  • Φυσικό Πρόσωπο

Φιλόλογος από την Αμοργό. Σπούδασε στην Αθήνα και έζησε χρόνια στο Βουκουρέστι και την Κων/πολη, όπου δίδαξε στην Πατριαρχική Σχολή της Χάλκης. Ασχολήθηκε με τη συλλογή αρχαιολογικού, ιστορικού και λαογραφικού υλικού στο νησί του, αλλά το βιβλίο του «Αμοργιακά» δεν εκδόθηκε ποτέ.

Καούρης, Επαμεινώνδας

  • Φυσικό Πρόσωπο

Δημοσιογράφος και μεταφραστής με λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Από το αρχείο του προκύπτει ότι έζησε περίπου μεταξύ 1915-1995, ότι ήταν στρατιώτης το 1940 στη Λαμία και μετά στη Φλώρινα όπου τον βρήκε ο πόλεμος, ότι κατοικούσε στην Καλλιθέα και ότι ήταν γνωστός του ποιητή Σωτήρη Σκίπη.

Μιστριώτης, Γεώργιος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1840-1916

Καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από την Τρίπολη και σφοδρός πολέμιος της δημοτικής γλώσσας. Διετέλεσε πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, της Εταιρείας των φίλων του λαού, της Εταιρείας προς διδασκαλίαν των Αρχαίων Ελληνικών Δραμάτων και της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Σκουλάς, Νικόλαος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1878-1968

Ο Νικόλαος Σκουλάς γεννήθηκε το 1878 στους Λάκκους Κυδωνίας στα Χανιά της Κρήτης. Υπήρξε Δήμαρχος και Νομάρχης Χανίων. Είναι απόγονος του Κόκκου Σκουλή και πρωτότοκος γιος του Ιωάννου Σκουλά. Το 1897, κατατάχτηκε στο Επαναστατικό Σώμα του πατέρα του και πήρε μέρος στην Επανάσταση της Κρήτης του 1897. Το 1899 κατατάχτηκε στη Χωροφυλακή της Κρητικής Πολιτείας και κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε στη Μακεδονία. Το 1917, προσχώρησε στην Επανάσταση της Θεσσαλονίκης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις 13/12/1917, προήχθη ως Μοίραρχος και προσελήφθη από τον Υποστράτηγο Αρχηγό Χωροφυλακής Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη ως υπασπιστής αυτού το 1918. Διετέλεσε Αστυνομικός Διευθυντής Κεφαλληνίας και το 1928 παραιτήθηκε από τις τάξεις της Χωροφυλακής ως Αντισυνταγματάρχης. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε Δημοτικός Σύμβουλος και κατά τις περιόδους 1937-39, 19141-42, 1951-54 και 1959-63 διετέλεσε Δήμαρχος Χανίων. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, συγκρότησε μαζί με άλλους, την Εθνική Οργάνωση Κρήτης (Ε.Ο.Κ.) και διετέλεσε Πρόεδρος του Τμήματος Χανίων, μέχρι την απελευθέρωση της Κρήτης και τη διάλυση της οργάνωσης, οπότε και ανάλαβε τα καθήκοντα του πρώτου Νομάρχη Χανίων.

Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1833 - 1848

Η Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών & της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως ήταν η τέταρτη από τις επτά Γραμματείες του κράτους (υπουργεία) που ιδρύθηκαν με το διάταγμα «περί σχηματισμού των Γραμματειών» (Die Bildung der Ministerien betr.) της 3ης /15ης Απριλίου 1833, άρθρο 1. Οι προϊστάμενοι των υπουργείων, Γραμματείς της Επικρατείας σύμφωνα με τον καθιερωμένο όρο κατά τη διάρκεια της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα. , οι αρμοδιότητες και η θέση τους στην ιεραρχία (ισόβαθμοι), ο τρόπος διεύθυνσης των Γραμματειών, καθώς και η συγκρότηση, οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου καθορίζονται στα υπόλοιπα δώδεκα άρθρα του διατάγματος.

Ιδιαίτερο διάταγμα (ιδρυτικό), με ημερομηνία 3/15 Απριλίου 1833, «περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εκκλησιαστικών & Δημοσίου εκπαιδεύσεως Γραμματείας» (Die Formation und den Wirkungskreis des Ministeriums des Kirchen und Schulwescns betreffend) ορίζει τα σχετικά με τις αρμοδιότητες, δηλαδή την «επιτήρησιν και διεύθυνσιν» των σχετικών με την εκκλησία και την εκπαίδευση υποθέσεων, καθώς και το προσωπικό της Γραμματείας. Ρητή διαίρεση της εσωτερικής υπηρεσίας της Γραμματείας σε τμήματα δεν αναφέρεται στο διάταγμα. Σε σχέδιο, ωστόσο, ενημερωτικού εγγράφου που αποστέλλεται στη Γραμματεία επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών (No 1710, Ναύπλιον 28 Φεβρ./12 Μαρτ. 1833) η ευθύνη της διαχείρισης των καθορισμένων με το διάταγμα αντικειμένων φαίνεται ότι ανήκει σε δύο «κλάδους», ισοδύναμους με οργανικά τμήματα: Α΄: Εκκλησιαστικών, Β΄: Δημοσίου Εκπαιδεύσεως. Στην αρμοδιότητα του Α΄ κλάδου – σύμφωνα με το διάταγμα - ανήκουν: (1) Η ακριβής τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις πολιτικές και αστικές σχέσεις των διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων• (2) η διατήρηση των νομίμων ορίων μεταξύ της πολιτικής Αρχής και των θρησκευτικών Αρχών και η διαφύλαξη των δικαιωμάτων του δημοσίου σε διενέξεις που αφορούν εκκλησιαστικά κτήματα και καταστήματα• (3) η εξέταση όλων των διαταγμάτων των εκκλησιαστικών Αρχών, κυρίως των αυτογράφων, βουλών (Bulles) και πιτακίων του Πάπα της Ρώμης, και η εξασφάλιση βασιλικής αδείας πριν αυτά δημοσιοποιηθούν• (4) ο διορισμός των συνοδικών Αρχών, η επιτήρηση των πράξεών τους και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων• (5) η επιτήρηση της θείας λατρείας και ο περιορισμός ή η ακύρωση μη ουσιωδών εκκλησιαστικών πανηγύρεων και σχετικών εορτών• (6) η εξασφάλιση του βασιλικού δικαιώματος στον διορισμό σε εκκλησιαστικά υπουργήματα και στην άδεια χειροτονίας ιερέων και διακόνων• (7) η άδεια σύστασης θρησκευτικών εταιρειών και καταστημάτων και η καθαίρεση αυτών, αν υπάρχουν εύλογες αιτίες• (8) η σύσταση και ανακαίνιση ιερατικών καταστημάτων για την εκπαίδευση, τη συντήρηση και βελτίωση του κλήρου, καθώς και οι εξετάσεις των υποψηφίων για θέσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας• (9) η διαίρεση των επαρχιών των διαφόρων εκκλησιαστικών Αρχών• (10) η φροντίδα για την ανέγερση και διατήρηση των αναγκαίων για εκκλησίες και κατοικία των εφημερίων οικοδομημάτων• (11) η επιτήρηση στη διοίκηση και διαχείριση της αφιερωμένης σε θρησκευτικές ανάγκες περιουσίας.

Στον Β΄ κλάδο, εξάλλου, ανήκουν τα εξής καθήκοντα: (1) Η επιτήρηση και διεύθυνση ζητημάτων που αφορούν τα σχολεία και την εκπαίδευση εν γένει, η φροντίδα για σύσταση αρμόδιου για τη στοιχειώδη εκπαίδευση οργανισμού, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας των επιστημών• (2) η φροντίδα για εξοπλισμό σχολείων και διδακτικών καταστημάτων και η επιτήρηση στη διοίκηση της σχολικής περιουσίας• (3) η φροντίδα για μόρφωση αξίων δασκάλων και καθηγητών και η ανέγερση των απαιτουμένων καταστημάτων• (4) η εξασφάλιση υποτροφιών για μαθητές εξαιρετικής ευφυίας• (5) η σύσταση και επιτήρηση δημοσίων βιβλιοθηκών, Αστεροσκοπείου και άλλων σχετικών καταστημάτων• (6) η διεύθυνση της Βασιλικής Τυπογραφίας και η επίσπευση της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα των πλέον αξιόλογων ξένων συγγραμμάτων• (7) η ενίσχυση της προόδου των τεχνών, η σύσταση «τεχνοδιδακτικών» σχολείων και συλλογών, η ανέγερση Ακαδημίας των «πλασματογραφικών» τεχνών, η ενίσχυση της ανασκαφής και ανακάλυψης των απολεσθέντων καλλιτεχνικών αριστουργημάτων, η φροντίδα για τη διαφύλαξη των ήδη υπαρχόντων και η επαγρύπνηση ώστε να μην εξάγονται εκτός του κράτους• (8) η εμψύχωση της επιστημονικής έρευνας και η δημοσίευση των χειρογράφων των μοναστηριών, με σκοπό την επέκταση των ανθρωπίνων γνώσεων και την πρόοδο των επιστημών• (9) προτάσεις για την κατάληψη όλων των διδακτικών θέσεων και των θέσεων σε δημόσια καταστήματα που έχουν σχέση με τις επιστήμες και τις τέχνες. Ο Γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως έχει την ευθύνη για τη διατήρηση της πειθαρχίας του υπό την εποπτεία του προσωπικού, καθώς και για την επιβολή πειθαρχικών ποινών• (10) η επιτήρηση στη διοίκηση και διαχείριση περιουσίας και δημοσίων εισοδημάτων αφιερωμένων στην εκπαίδευση και η φροντίδα για την ανέγερση και διατήρηση δημοσίων διδακτικών καταστημάτων για την εκπαίδευση του λαού και την ανάπτυξη των τεχνών.

Κρίσιμο ήταν το ζήτημα των αρμοδιοτήτων και της ευθύνης των Γραμματειών (και Γραμματέων) της Επικρατείας. Σύμφωνα με το διάταγμα «Περί σχηματισμού των Γραμματειών» (άρθρα 8-13), ο ρόλος που ανατίθεται σε κάθε Γραμματέα της Επικρατείας είναι αυτός του άμεσου οργάνου του βασιλέως για την εκτέλεση όλων των κυβερνητικών πράξεων και του ανώτατου διευθυντή των υποθέσεων της Γραμματείας που διοικεί. Προσυπογράφει αποφάσεις, διατάγματα και νόμους και εισηγείται σχετικά με τη θέσπιση νέων ή τη βελτίωση των υπαρχόντων• διατάζει τα δέοντα για την εκτέλεση και επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση νόμων και διαταγμάτων• είναι προσωπικώς υπεύθυνος για την ακριβή τήρηση του προϋπολογισμού και τη διάθεση των προσδιορισμένων από τον ετήσιο οικονομικό νόμο ποσοτήτων• προσέχει την ηθική και επαγγελματική διαγωγή των υπαλλήλων της Γραμματείας και ασκεί την προβλεπόμενη πειθαρχική εξουσία απέναντί τους. Ωστόσο, η εξουσία του σε ζητήματα διορισμού, προαγωγής, μετάθεσης και απόλυσης μελών του προσωπικού της Γραμματείας περιοριζόταν στην απλή υποβολή προτάσεων, καθώς η βασιλική έγκριση ήταν απαραίτητη για τη λήψη σχετικών αποφάσεων. Νέο διάταγμα «Αφορών την υπηρεσίαν εις τας Γραμματείας της Επικρατείας», το οποίο εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία με το προηγούμενο, διέκρινε τις τρέχουσες υποθέσεις που αποτελούσαν αντικείμενο χειρισμού του Γραμματέως της Επικρατείας από αυτές που απαιτούσαν απόφαση του βασιλέως. Στην πράξη, η διάκριση αυτή φαίνεται ότι δεν λειτούργησε. Έτσι, το διάταγμα της 11ης/23ης Μαρτίου 1837 «Περί της αρμοδιότητος των Γραμματειών» έδινε μεγαλύτερη αυτονομία ενεργειών στους Γραμματείς της Επικρατείας και καθιστούσε περιττές αιτήσεις εγκρίσεως και αναφορές σχετικά με ζητήματα για τα οποία η αποκλειστική αρμοδιότητα χειρισμού και λήψης αποφάσεων ανήκε στους ίδιους. Τέτοια ήταν η διαχείριση του προϋπολογισμού της Γραμματείας, η χορήγηση αδειών απουσίας μέχρι τριών μηνών σε υπαλλήλους, ο διορισμός, η μετάθεση και η απόλυση των κλητήρων των γραμματειών, του Πανεπιστημίου και των γυμνασίων. Το νομοθέτημα, πάντως, φαίνεται ότι δεν εξάλειψε την ασάφεια που περιέκλειε η έννοια των αρμοδιοτήτων και της ευθύνης των Γραμματέων της Επικρατείας στην τρέχουσα διοικητική πράξη, γεγονός που προκάλεσε την έκδοση νεότερης διαταγής (αρ. 2403, 1/13-9-1841) με στόχο τη διευκρίνιση του σχετικού ζητήματος. Η εκτέλεση της διαταγής από την επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματεία αφορούσε τη λεπτομερή καταγραφή υποθέσεων τριών κατηγοριών: (1) Υποθέσεων που απαιτούσαν βασιλική έγκριση για τη λήψη σχετικών αποφάσεων• (2) υποθέσεων των οποίων ο χειρισμός προϋπέθετε αυτονομία ενεργειών της Γραμματείας• (3) υποθέσεων των οποίων ο χειρισμός απαιτούσε σύμπραξη με την επί των Εσωτερικών Γραμματεία.
Εξίσου σοβαρό ήταν και το ζήτημα της υπαλληλίας των υπουργείων, ο ορθός χειρισμός του οποίου μπορούσε να εξασφαλίσει επαρκή αντιμετώπιση των γραφειοκρατικών αναγκών, αλλά και ισορροπία στον προϋπολογισμό του κράτους. Καταρχήν, το διάταγμα «Περί σχηματισμού των Γραμματειών» προέβλεπε τον διορισμό του απαιτούμενου προσωπικού σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε Γραμματείας, ενώ οι σχετικές λεπτομέρειες περιέχονταν στα ιδιαίτερα ιδρυτικά διατάγματα. Έτσι, το προσωπικό της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη του διατάγματος του 1833, «Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας», καθορίσθηκε σε δύο συμβούλους, τρεις γραμματείς, δύο γραφείς και έναν κλητήρα (άρθρο 1). Με ιδιαίτερα διατάγματα ρυθμίσθηκε η οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και υπηρεσιακά ζητήματα των υπαλλήλων. Το 1836 στην υπαλληλία του υπουργείου προστέθηκαν δύο πάρεδροι Α΄και Β΄τάξεως και δύο υπουργικοί γραμματείς Β΄τάξεως. Λόγω της διάλυσης της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου το 1838 (διάταγμα της 1ης /13ης Ιουλίου 1838), το προσωπικό αυξήθηκε κατά έναν γραμματέα Β΄τάξεως και έναν γραφέα, ενώ με τη μεταβίβαση της διαχείρισης των εκκλησιαστικών κτημάτων στην επί των Οικονομικών Γραμματεία το 1843 (Νόμος της 29ης Απριλίου 1843) μειώθηκε κατά έναν υπουργικό γραμματέα. Η αύξηση, πάντως, του προσωπικού των υπουργείων, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τις προβλέψεις των σχετικών διαταγμάτων, προκάλεσε την παρέμβαση του βασιλέως. Σύμφωνα με τη διαταγή της 31ης Μαρτίου/12ης Απριλίου 1842, οι Γραμματείς της Επικρατείας ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν προς συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο σχέδιο διατάγματος σχετικό με την οργάνωση της υπηρεσίας των υπουργείων, η οποία έπρεπε να στελεχωθεί με ανώτερο και κατώτερο προσωπικό περιορισμένο «εις τα στενά όρια της αποδεδειγμένης ανάγκης και της αυστηράς οικονομίας». Έτσι, μετά το 1843 το σύνολο των υπαλλήλων περιορίσθηκε σε δύο υπουργικούς συμβούλους, δύο παρέδρους Α΄και Β΄τάξεως, δύο γραμματείς Α΄τάξεως, τρεις γραμματείς Β΄τάξεως και τρεις γραφείς Α΄τάξεως. Στο προσωπικό του υπουργείου ανήκαν, επίσης, έκτακτοι αντιγραφείς, ο ένας από τους οποίους παρείχε υπηρεσία βοηθού στο Λογιστικό Γραφείο.

Επικεφαλής του Α΄τμήματος ήταν, από το 1836, ο υπουργικός σύμβουλος Ανδρέας Μάμουκας. Στο Β΄τμήμα, την ευθύνη υποθέσεων της Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως είχε ο υπουργικός σύμβουλος Ι. Ν. Λειβαδεύς, ενώ μετα το 1855 ο Δ. Μαυροκορδάτος. Την ευθύνη υποθέσεων της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως είχε ο διευθυντής του Βασιλικού Διδασκαλείου Ιωάννης Κοκκώνης. Εισηγητής επί των αρχαιολογικών υποθέσεων ήταν, εξάλλου, ο γενικός έφορος Aρχαιοτήτων Ludwig Ross. Οι δύο τελευταίοι εργάζονταν στη Γραμματεία – αντί προσθέτων ανωτέρων υπαλλήλων – με βαθμό και μισθό υπουργικού συμβούλου, εισηγούμενοι απευθείας στον Γραμματέα επί των Εκκλησιαστικών & της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως (υπουργό) τα σχέδια αναφορών και διαταγμάτων. Μετά την παραίτηση του Ross το 1843, οι αρχαιολογικές υποθέσεις περιήλθαν για κάποιο διάστημα στην αρμοδιότητα του υπευθύνου για την ανώτερη εκπαίδευση υπουργικού συμβούλου, μέχρι την ανάληψη των ίδιων καθηκόντων από τον νέο έφορο Αρχαιοτήτων, Κυριάκο Πιττάκη. Από το 1852, εισηγητής επί ζητημάτων δημοτικής εκπαίδευσης ήταν ο Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, διευθυντής του επί των Δημοτικών Σχολείων Διευθυντηρίου, αντί του Ιωάννη Κοκκώνη.

Ως αποτέλεσμα της πολιτειακής μεταβολής του 1844, η Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών & της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως μετονομάσθηκε σε Υπουργείο, σύμφωνα με τον νόμο ΛΓ΄της 4ης Ιουνίου 1846 «Περί διοργανισμού των Υπουργείων». Ο νόμος ερχόταν να καλύψει την ανάγκη νέας οργάνωσης των υπουργείων, ελάττωσης του υφιστάμενου προσωπικού. και στελέχωσης της γραφειοκρατίας με υπαλλήλους «αποδεδειγμένης ικανότητος και ζήλου διά την υπηρεσίαν». Ο αριθμός των υπουργείων παρέμεινε ο ίδιος, καθώς και η τάξη αυτών, όπως ίσχυε στην προηγούμενη περίοδο, ενώ οι αντιβαίνουσες διατάξεις προηγούμενων διαταγμάτων καταργούνταν. Ο νόμος καθιέρωνε, επίσης, για πρώτη φορά τη διαίρεση της εσωτερικής υπηρεσίας των υπουργείων σε τμήματα, εισήγαγε τον θεσμό του γενικού γραμματέα και προέβλεπε τη σύσταση του προσωπικού κάθε υπουργείου. Ειδικότερα, το άρθρο 11 του νόμου καθόριζε το προσωπικό του Υπουργείου Εκκλησιαστικών & Δημοσίου Εκπαιδεύσεως σε δύο τμηματάρχες, τρεις γραμματείς Α΄ και Β΄ τάξεως, τρεις γραφείς Α΄, Β΄και Γ΄τάξεως και δύο κλητήρες. Έξι χρόνια αργότερα, στην υπηρεσία του υπουργείου προστέθηκαν δύο γραμματείς και ένας γραφέας Α΄τάξεως, επειδή το υπάρχον προσωπικό ήταν δυσανάλογο προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (Νόμος ΣΙΕ΄της 16ης Δεκεμβρίου 1852). Για τον ίδιο λόγο, το προσωπικό του υπουργείου αυξήθηκε κατά έναν γραμματέα Α΄τάξεως το 1856 (Νόμος ΤΟΣΤ΄της 12ης Οκτωβρίου 1856).

Εφαρμογή της πρόβλεψης του νόμου ΛΓ΄σχετικά με τη διαίρεση της εσωτερικής υπηρεσίας των υπουργείων και τα καθήκοντα των υπαλλήλων (άρθρο 17) αποτέλεσε το διάταγμα της 17ης Φεβρουαρίου 1855 «Περί διοργανισμού της εσωτερικής υπηρεσίας του επί των Εκκλησιαστικών κτλ Υπουργείου και των χρεών του παρ’αυτώ Γενικού Γραμματέως». Σύμφωνα με το διάταγμα, η εσωτερική υπηρεσία του υπουργείου διαιρείται σε δύο τμήματα: Α΄: Εκκλησιαστικόν, Β΄: Εκπαιδευτικόν. Σε αυτά ανήκουν οι υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του υπουργείου υποθέσεις, οι οποίες περιγράφονται στο διάταγμα της 3ης /15ης Απριλίου 1833: Στο Α΄ οι σχετικές με την εκκλησία και τον κλήρο, ενώ στο Β΄οι σχετικές με την εκπαίδευση υποθέσεις. Το Β΄τμήμα διαιρείται σε τρία γραφεία: Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Προβλέπεται, επίσης, η λειτουργία τριών επιπλέον γραφείων: Πρωτοκόλλου & Διεκπεραιώσεως, Καταχωρίσεως και Λογιστικόν. Η εποπτεία του Α΄τμήματος και η διενέργεια των υπαγομένων σε αυτό υποθέσεων ανατίθεται σε τμηματάρχη• η διεύθυνση του Β΄τμήματος ανατίθεται στον γενικό γραμματέα, ο οποίος αναλαμβάνει και τη διενέργεια των υποθέσεων του Γραφείου της Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως. Ο διευθυντής του Διδασκαλείου & των Δημοτικών Σχολείων και ο γενικός έφορος των Αρχαιοτήτων προβλέπεται να διεξάγουν τις σχετικές με τη δημοτική εκπαίδευση και τις αρχαιότητες υποθέσεις εργαζόμενοι στο υπουργείο ως επικουρικοί εισηγητές στους σχετικούς τομείς. Προϊστάμενοι των υπολοίπων γραφείων ορίζονται γραμματείς Α΄ή Β΄τάξεως υπό την εποπτεία του γενικού γραμματέα. Ο τελευταίος προπαρασκευάζει νομοσχέδια, σχέδια γενικών διαταγμάτων και οδηγιών σε συνεργασία με τους αρμόδιους τμηματάρχες και εισηγητές και προσυπογράφει κάθε σχέδιο εγγράφου πριν υποβληθεί στην έγκριση του υπουργού. Επιπροσθέτως, έχει δικαίωμα υπογραφής εγγράφων «κατ’εντολήν του υπουργού». Στα καθήκοντά του ανήκουν, επίσης, η επίβλεψη της διεκπεραίωσης των διαφόρων υποθέσεων τμημάτων και γραφείων, καθώς και της κατά τον νόμο προσέλευσης και εργασίας των υπαλλήλων στο υπουργείο.

Με το διάταγμα της 24ης Αυγούστου 1859 ο Ανδρέας Μάμουκας προβιβάσθηκε σε γενικό γραμματέα του υπουργείου. Επειδή, όμως, από τη θέση του επί είκοσι τρία έτη προϊσταμένου του Α΄τμήματος είχε αποκτήσει αξιόλογη εμπειρία στη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων, θεωρήθηκε σκόπιμο να συνεχίσει να διευθύνει το Α΄και όχι το Β΄τμήμα, όπως όριζε το διάταγμα της 17ης Φεβρουαρίου 1855. Έτσι, με σχετική τροπολογία (διάταγμα της 12ης Οκτωβρίου 1859) ο Ανδρέας Μάμουκας ως γενικός γραμματέας διατήρησε τη διεύθυνση του Α΄τμήματος, ενώ η διεύθυνση του Β΄τμήματος ανατέθηκε σε τμηματάρχη με ιδιαίτερη ευθύνη επί των υποθέσεων του Γραφείου Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως.

Με υπουργική διαταγή της 15ης Οκτωβρίου 1859 η εσωτερική υπηρεσία του υπουργείου καθορίσθηκε ως εξής: (1) Πέτρος Κλάδος, γραμματέας Α΄τάξεως: Μετατίθεται από το Γραφείον Αρχειοφυλακείου στο Α΄τμήμα ως βοηθός του γενικού γραμματέα• (2) Αλέξανδρος Βλάχος, γραμματέας Α΄τάξεως: Διατηρείται στη θέση του βοηθού του Β΄τμήματος• (3) Δημήτριος Πανταζής, διδάσκαλος των Ελληνικών: Βοηθός του Β΄τμήματος με υποχρέωση διόρθωσης των δοκιμίων βασιλικών διαταγμάτων και υπουργικών εγκυκλίων• (4) Μιχαήλ Καλλιφρονάς, γραμματέας Α΄τάξεως στο Γραφείον Διεκπεραιώσεως με υποχρέωση καταχώρισης στο πρωτόκολλο των εισερχομένων στο υπουργείο εγγράφων και παράδοσής τους στον επί του αρχείου γραμματέα, ο οποίος τα σημειώνει στο ευρετήριο αυθημερόν και τα διανέμει στους αρμόδιους εισηγητές• (5) Άγγελος Κυπριάδης, γραμματέας Α΄τάξεως επί του Λογιστικού: Αρμόδιος για τη διεύθυνση του Ειδικού Λογιστηρίου του υπουργείου, με επιπλέον υποχρέωση να επιτηρεί τις λογιστικές εργασίες του Αποθετικού Ταμείου των δημοδιδασκάλων, την εγγραφή στα αρμόδια βιβλία όλων των σχετικών με τα κληροδοτήματα πράξεων και την εξέλεγξη των λογαριασμών του υπουργείου με την Εθνική Τράπεζα• (6) Νικόλαος Μπάρμπανος, γραμματέας Β΄τάξεως: Μετατίθεται από το Γραφείον Λογιστηρίου στο Γραφείον Καταχωρίσεως (Αρχειοφυλακείον) • (7) Ανδρέας Μερτρούδ, γραφέας Β΄τάξεως: Αναλαμβάνει έργο βοηθού στο Γραφείον Λογιστηρίου• (8) Φ. Λιανοσταφίδας, λογιστής του Αποθετικού Ταμείου των δημοδιδασκάλων: Αναλαμβάνει έργο βοηθού στο Γραφείον Λογιστηρίου• (9) Παναγιώτης Παρθένιος, γραφέας Γ΄τάξεως: Επιφορτίζεται με την καθημερινή καταχώριση των εξερχομένων εγγράφων του υπουργείου στο πρωτόκολλο, με επιπλέον υποχρέωση να συνεπικουρεί τον επί της καταχωρίσεως γραμματέα και την αντιγραφή των εγγράφων• (10) Κωνσταντίνος Φρειδερίκος, γραφέας Β΄τάξεως (βοηθός του Διευθυντηρίου των Δημοτικών Σχολείων): Επιφορτίζεται με την αντιγραφή των προς τον βασιλέα εκθέσεων και προσαρτημένων σχεδίων διαταγμάτων, νομοσχεδίων και εκθέσεων προς τις Βουλές• (11) Γεώργιος Καρυτινός, γραφέας Γ΄τάξεως στο Γραφείον Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (βοηθός του εισηγητού επί των Αρχαιοτήτων): Επιφορτίζεται με τις αντιγραφές του Γραφείου Διεκπεραιώσεως• (12) Ιάκωβος Δραγάτσης: Γραφέας Α΄τάξεως• (13) Ιωάννης Κάλκος: Γραφέας Α΄τάξεως• (14) Δημήτριος Μουρούζης, κλητήρας Α΄τάξεως: Επιφορτίζεται με την αυθημερόν διανομή όλων των εξερχομένων εγγράφων• (15) Γ. Γεωργακόπουλος, κλητήρας Β΄τάξεως: Επιφορτίζεται με υπηρεσία στο γραφείο του υπουργού και επιτήρηση της υπηρεσίας όλων των γραφείων• (16) Αναστάσιος Αγγελής και Αθανάσιος Τσιμαγκόπουλος, απόμαχοι: Επιφορτίζονται με τον καθαρισμό του καταστήματος του υπουργείου.

Μετά την έξωση του Όθωνα και κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Μεσοβασιλείας», μέχρι την άφιξη του Γεωργίου Α΄στην Ελλάδα, το υπουργείο λειτούργησε διαιρεμένο σε δύο διακεκριμένα υπουργεία: Α΄των Εκκλησιαστικών και Β΄της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με το ψήφισμα αρ. 5/ 11 Οκτωβρίου 1862 της Προσωρινής Κυβερνήσεως. Με δύο επιπλέον ψηφίσματα σχετικά με το προσωπικό των υπουργείων, το πρώτο της 23ης Οκτωβρίου και το δεύτερο της 15ης Δεκεμβρίου 1862, προστέθηκαν δύο γραφείς Α΄και Β΄τάξεως στο επί των Εκκλησιαστικών και ένας γραμματέας Α΄τάξεως στο επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως υπουργείο, αντιστοίχως. Η ενότητα του υπουργείου αποκαταστάθηκε με το ψήφισμα ΜΖ΄της 21ης Ιουνίου 1863, «Περί σχηματισμού νέου Υπουργείου», σύμφωνα με το οποίο το έκτο υπουργείο της νέας κυβέρνησης αποτελεί εκ νέου το Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.

Κορωναίος, Πάνος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1808-1899

Στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1808 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς κυθηραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία και σε ηλικία 17 περίπου χρονών κατατάχθηκε εθε­λοντικά στον τακτικό στρατό υπό τον Φαβιέρο στο Ναύπλιο και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και στην άτυχη απόπειρα του τελευταίου να καταλάβει τη Χίο (1827). To επόμενο έτος τέθηκε υπό τις διαταγές του στρατηγού Μαιζόν και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις κατά του Ιμπραήμ.
Ο Κορωναίος, έχοντας αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία καθώς και πολλά τραύματα από τις μάχες, εισήλθε ως υπότροφος στη νεοϊδρυθείσα Σχολή Ευελπίδων με εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Το 1831 ήταν μόλις 23 ετών όταν αποφοίτησε ανάμεσα στους οκτώ πρώτους της σχολής, με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού. Την 1η Δεκεμβρίου 1833 προήχθη σε υπολοχαγό και τοποθετήθηκε Υπασπιστής του Πυροβολικού Σώματος. Το 1837 έγινε λοχαγός και τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο. Στην επανάσταση του 1843 τάχθηκε υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών της Ελλάδας. Σύντομα εναντιώθηκε στο καθεστώς του Όθωνα και ετέθη από το Βασιλιά σε αργία δια απολύσεως από το 1853 έως το 1859. Έφυγε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με στρατιωτικές μελέτες.
Το 1854 κατατάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και ορίστηκε αρχηγός του εθελοντικού σώματος Επτανησίων Ελλήνων. Συμμετείχε στον πόλεμο της Κριμαίας 1853 – 1856 με τους Ρώσους ενάντια στους Τούρκους. Με τη μαχητικότητά του και τις επιδόσεις του στην ιστορική διάβαση του Δουνάβεως και άλλες νικηφόρες μάχες του απονεμήθηκε παράσημο από τη Ρωσία.
Το 1860 πολέμησε με το γαλλικό στρατό στην εκστρατεία της Συρίας. Παρασημοφορήθηκε επίσης από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Υπήρξε οργανωτής της Ναυπλιακής Επανάστασης το Φεβρουάριου του 1862 και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης που κατέληξε στην εκθρόνισή του Όθωνα (Ο­κτώβριος του ίδιου χρόνου). Στους μήνες της Μεσοβασιλείας (1862–63) αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος της παράταξης των Ορεινών (του Κωνσταντίνου Κανάρη) και – ως υπουργός Στρατιωτικών – αντιμετώπισε τις εμ­φύλιες συγκρούσεις του Ιουνίου 1863 («Ιουνιανά»).
Μετά την άνοδο του Γεωργίου Α’ στο θρόνο (Οκτώβριος 1863), ο Κορω­ναίος ανέλαβε διάφορα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα και το 1866 συμμετείχε στην εξέγερση της Κρήτης. Κατά την περίοδο που ακολούθησε αναδείχτηκε σε σημαίνου­σα πολιτική φυσιογνωμία της χώρας (το 1868 εξελέγη βουλευτής Αττικής, το 1875, 1879 και 1885 βουλευτής Κυθήρων), ασκώντας παράλληλα και τα στρα­τιωτικά του καθήκοντα. Αποστρα­τεύτηκε το 1880 με το βαθμό του αντιστράτηγου του πυροβολικού και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του πρωταγωνίστησε στην ίδρυση και δραστηριοποίηση πατριωτικών σωματείων και οργανώσεων.
Είχε συγγράψει στρατιωτικές με­λέτες, καθώς και το "Έλεγχος των δημοσιευθέντων εντός και εκτός της Ελλάδος εγγράφων περί των συμβάντων του Ιουνίου" (1863).
Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1899 στην Αθήνα.

[Πηγή: argolikivivliothiki.gr]

Μάτσας, Αλέξανδρος

  • Φυσικό Πρόσωπο

Ο Αλέξανδρος Μάτσας υπήρξε Έλληνας διπλωμάτης και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε από το τμήμα Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του κολλεγίου Christ Church του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η μακρά διπλωματική καριέρα του ξεκίνησε το 1934. Υπηρέτησε ως πρέσβης της Ελλάδας στην Άγκυρα (1959-1962) και την Washington (1962-1967). Παραιτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1967 και επέστρεψε στην Ελλάδα. Τα λογοτεχνικά έργα του περιλαμβάνουν διάφορες εκδεδομένες ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα.

Herriot, Edouard

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1872-1957

Γάλλος πολιτικός, διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Γαλλίας και για μεγάλο διάστημα πρόεδρος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ενώ ήταν και δήμαρχος της Λυών. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/%C3%89douard_Herriot [τελευταία επίσκεψη: 18/5/2020].

Μαυρής, Νικόλαος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1899-1978

Ο Νικόλαος Μαυρής γεννήθηκε το 1899 στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του, ερχόμενοι από την Κάσο. Ο πατέρας του Γεώργιος Μαυρής, γιατρός στο επάγγελμα, υπήρξε
δραστήριο μέλος της ελληνικής κοινότητας του Ζαγαζίκ και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διατήρηση των σχέσεων με την Ελλάδα και τη γενέτειρά του Κάσο. Ο Ν. Μαυρής ακολουθώντας το πρότυπο του πατέρα του, ήλθε στην Αθήνα το 1918, όπου σπούδασε έως το 1923 στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιστρέφοντας στην Αίγυπτο εξάσκησε το επάγγελμα του παθολόγου για δύο χρόνια και το 1925 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην Οφθαλμολογία. Παράλληλα παρακολούθησε και μαθήματα Φιλολογίας και Νομικής στη Σορβόννη.

Οι σπουδές του Ν. Μαυρή στην Αθήνα τον έφεραν σε επαφή με Δωδεκανησιακούς κύκλους, γεγονός που τον ευαισθητοποίησε σχετικά με την ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων από το 1912 και το αίτημα της ενσωμάτωσής τους με την Ελλάδα. Με την επιστροφή του στην Αίγυπτο κινήθηκε δραστήρια προς την κατεύθυνση του συντονισμού των Δωδεκανησίων της Αιγύπτου, ως ένας από τους ιδρυτές της «Κεντρικής Επιτροπής Δωδεκανησίων Αιγύπτου». Δεν αρκέστηκε όμως μόνο στη συλλογική προσπάθεια. Παράλληλα ξεκίνησε τον προσωπικό του αγώνα για την επίλυση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, με τη δημοσίευση άρθρων, με επιστολές σε διπλωματικούς κύκλους, με τη συγκέντρωση υλικού (αρχειακού,βιλιογραφικού, λαογραφικού) για την τεκμηρίωση του αγώνα.

Το 1935 παντρεύτηκε την κόρη του Κάσιου εφοπλιστή Γ. Νικολάου, Ιουλία, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το 1936 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως οφθαλμίατρος, ενώ ξεκίνησε τη συνεργασία του με τις Ελληνικές Εγκυκλοπαίδειες Ελευθερουδάκη και Δρανδάκη, για θέματα σχετικά με τα Δωδεκάνησα, τη Βιβλιογραφία, τον Πνευματισμό. Η επίλυση του Δωδεκανησιακού ζητήματος παρέμεινε και σε αυτή την περίοδο της ζωής του Ν. Μαυρή το βασικό του μέλημα. Υπήρξε πρόεδρος του «Κεντρικού Συλλόγου Δωδεκανησίων Αθηνών» ενώ η έρευνα σχετικά με την ιστορία των Δωδεκανήσων και ειδικά της Κάσου, τον οδήγησε το 1937 στο Παρίσι, όπου μελέτησε υλικό στα Εθνικά Αρχεία της Γαλλίας. Τα έτη 1937- 1938 εξέδωσε το τρίτομο έργο «Ιστορικόν Αρχείον Κάσου», το οποίο συνέβαλε σημαντικά στην έρευνα για την ιστορία της Κάσου.

Το 1940, με την εγκατάσταση του Ν. Μαυρή στη Νέα Υόρκη παρατηρείται μία εντυπωσιακή διεύρυνση σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων του. Οι επαφές του με Έλληνες της Αμερικής, όπως τον καρκινολόγο Γεώργιο Παπανικολάου, αλλά και φίλους της Ελλάδας από τον επιστημονικό, πολιτικό και επιχειρηματικό κόσμο φαίνεται να βοήθησαν πολύ το Ν. Μαυρή στην ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών. Ανέλαβε σειρά διαλέξεων στο Hofstra College και στο Πανεπιστήμιο του Wyoming (1945) σχετικά με ζητήματα Διεθνούς Δικαίου, αναγορεύτηκε καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας στο αμερικανικό τμήμα της Ecole Libre des Hautes Etudes (1945) και έκανε σειρά μαθημάτων Νεοελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Columbia (1947). Με τη συνεργασία των ελληνιστών Henri Gregoire και Ernest Honigmann ίδρυσε το περιοδικό Βυζαντινά- Μεταβυζαντινά, από το οποίο εκδόθηκαν δυστυχώς μόνο δύο τόμοι. Το 1940 συνεταιρίσθηκε με το Β. Βλαβιανό στην αγορά της εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ της Αμερικής, με την οποία ήδη συνεργαζόταν από το 1936.

Η τύχη των Δωδεκανήσων υπήρξε η βασική ενασχόληση του Ν. Μαυρή και κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αμερική. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 είχε ιδρυθεί εκεί η Δωδεκανησιακή Νεολαία Αμερικής (Dodecanesian League of America) στην οποία εξελέγη πρόεδρος. Στο πρότυπο της ένωσης αυτής ο Ν. Μαυρής ίδρυσε το 1940 το Εθνικό Δωδεκανησιακό Συμβούλιο (National Dodecanesian Council), που σκοπό του είχε να ενώσει όλα τα σωματεία δωδεκανησίων της Αμερικής στον κοινό αγώνα για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων από την ιταλική κατοχή. Από τους συντονιστές αυτού του αγώνα δόθηκε μεγάλη σημασία στην ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης με την έκδοση ενημερωτικών εντύπων και άρθρων, π.χ.“The Dodecanese Islands. Two articles by American Experts”και «Why not solve the Dodecanese Question now?”, συλλογικών δημοσιεύσεων και βιβλίων του Ν. Μαυρή, όπως τα“The Greek Dodecanese, A Symposium by Prominent Americans” και “Sforza vs. Sforza”. Μεγάλη βοήθεια στον αγώνα του Ε.Δ.Σ. προσέφερε και η προβολή του Δωδεκανησιακού ζητήματος από ραδιοφωνικές εκπομπές και τον αμερικανικό Τύπο, όπως και από την κινητοποίηση φίλων της Ελλάδας . Ο Ν. Μαυρής υπήρξε επίσης ο εμπνευστής της προσπάθειας να προβληθεί το αίτημα των Δωδεκανησίων στο αμερικανικό Υπουργείο των Εξωτερικών καθώς και σε πρεσβείες ευρωπαϊκών χωρών, έτσι ώστε να δημιουργηθεί θετικό κλίμα που θα οδηγούσε το ζήτημα σε ευνοϊκή έκβαση μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το 1941 ιδρύεται η Εθνική Επιτροπή προς Αποκατάσταση του Ελληνικού Δικαίου (National Committee for the Restoration of Greece), στην οποία ο Ν. Μαυρής εργάζεται ως γραμματέας. Στην επιτροπή αυτή αναπτύσσεται παράλληλα με το Ε.Δ.Σ. δράση για όλα τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα. Η έντονη αυτή κινητοποίηση σε όλα τα επίπεδα έφερε το Δωδεκανησιακό ζήτημα αλλά και την υπόθεση της Ελλάδας στη διεθνή τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Η βρετανική και η αμερικανική Κυβέρνηση υποσχέθηκαν ότι η τύχη της Δωδεκανήσου θα κριθεί σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Ο ιταλός κόμης Sforza παραδέχθηκε δημόσια την ελληνικότητα των Δωδεκανήσων και στη Νέα Υόρκη συγκαλείται Πανδωδεκανησιακό Συνέδριο (1943), σε ψήφισμα του οποίου κηρύσσεται η Ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα.

Μετά από την αποχώρηση των Ιταλών τα Δωδεκάνησα (1943) πέρασαν στη γερμανική κατοχή και το 1945 παραδόθηκαν προσωρινά σε βρετανική στρατιωτική κατοχή έως τις 31 Μαρτίου 1947, οπότε παραδόθηκαν στην ελληνική στρατιωτική διοίκηση. Τέλος στις αρχές του 1948, σύμφωνα με νόμο, τα Δωδεκάνησα αποτέλεσαν Γενική Διοίκηση με έδρα τη Ρόδο και πρώτο Γενικό Διοικητή το Ν. Μαυρή. Η θητεία του Ν. Μαυρή στη Γενική Διοίκηση χωρίζεται σε δύο περιόδους: 1948-1950 και 1953-1954 με μία διακοπή τριών χρόνων, κατά την οποία ο Ν. Μαυρής πολιτεύθηκε ως υποψήφιος βουλευτής Δωδεκανήσων, θέση στην οποία εξελέγη το 1953. Μετά την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων τα προβλήματα του τόπου ήταν πολύ μεγάλα σε όλους τους τομείς (βιοτικό επίπεδο, διοίκηση, εκπαίδευση, γεωργία, δημόσια έργα). Ο Ν. Μαυρής έδειξε απεριόριστο ενδιαφέρον για την πρόοδο των νησιών και υπήρξε εντυπωσιακή η ικανότητά του να ασχολείται παράλληλα και με τα ατομικά προβλήματα των πολιτών. Επίσης ενδιαφερόταν για τα προβλήματα κάθε νησιού ξεχωριστά και σε μια προσπάθεια να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κάθε τόπου αποτελεσματικότερα, περιόδευσε σε κάθε τμήμα του νησιωτικού συμπλέγματος.Το έργο του Ν. Μαυρή στη Γενική Διοίκηση υπήρξε πολύ σημαντικό για την πορεία των Δωδεκανήσων γιατί έθεσε τις βάσεις για την ανάκαμψη ενός τόπου που είχε υποστεί δραματικές επεμβάσεις στη ζωή του από την ιταλική κατοχή.

Το 1956 τα Δωδεκάνησα μετατράπηκαν από Γενική Διοίκηση σε Νομαρχία και ο Ν. Μαυρής εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου αφοσιώθηκε σε ενασχολήσεις πλησιέστερες στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα. Βέβαια το ενδιαφέρον του για τα Δωδεκάνησα και την ιδιαίτερη πατρίδα του Κάσο δεν σταμάτησε ποτέ. Ίδρυσε το «Σύλλογο Κασίων» και με δική του δαπάνη ανέγειρε Ιστορικό Αρχείο και Βιβλιοθήκη στην Κάσο. Υπήρξε πρόεδρος της «Δωδεκανησιακής Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας» στη δημιουργία της οποίας είχε πάρει μέρος το 1936.

Η κύρια ενασχόληση του Ν. Μαυρή μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, υπήρξε η Βιβλιογραφία. Εξέδωσε δύο από τους τρεις τόμους της «Δωδεκανησιακής Βιβλιογραφίας» και την «Ελληνική Βιβλιογραφία, 1864-1900», έργα για τα οποία τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών δύο φορές (1957 και 1969) και η συμβολή τους στον τομέα της βιβλιογραφίας παραμένει αξεπέραστη. Η αγάπη του Ν. Μαυρή για τη βιβλιογραφία φαίνεται και από την προσπάθειά του για την ίδρυση Βιβλιογραφικής Εταιρείας, η οποία θα αναλάμβανε τη διδασκαλία του μαθήματος της βιβλιογραφίας όχι μόνο σε ανώτερα ιδρύματα αλλά και στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Το 1967 με πρωτοβουλία του Ν. Μαυρή και του Γ. Κουρνούτου ιδρύθηκε η Βιβλιογραφική Εταιρεία της Ελλάδος στην οποία ανατέθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού η σύνταξη και η έκδοση της εθνικής «Ελληνικής Βιβλιογραφίας». Ο Ν. Μαυρής πέθανε στην Αθήνα το 1978.

For an English biographical note, see ASCSA Newsletter Winter 1984, p.10.

Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσολεοντίσσης (Αίγινα, Αττική)

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1600 (;) -

Ιδρύθηκε γύρω στο 1600, για να στεγάσει την εικόνα της Παναγίας Χρυσολεόντισσας. Η εικόνα μέχρι τότε βρισκόταν στην παραθαλάσσια μονή του Αγίου Λεοντίου κοντά στο χωριό Λεόντι, η οποία είχε επανειλημμένα καταστραφεί από πειρατές, γι’ αυτό οι μοναχοί της κατέφυγαν στην πιο προστατευμένη αυτή περιοχή μακριά από τη θάλασσα. Η ίδρυση της νέας μονής έγινε την περίοδο 1600-1614. Από τότε είναι γνωστή η ιστορία της, όπως και τα ονόματα σχεδόν όλων των ηγουμένων της.
Ήταν σταυροπηγιακή με μεγάλη περιουσία και είχε στην κατοχή της σχεδόν ολόκληρη την Αίγινα, αλλά και το νησάκι που χαρακτηριστικά λέγεται Μονή, απέναντι από την Πέρδικα. Στην επανάσταση του 1821 είχε σημαντική δράση και μετά την απελευθέρωση ήταν από τις μονές που διατηρήθηκαν, μάλιστα σε αυτή προσαρτήθηκε ως μετόχι η διαλυμένη μονή Φανερωμένης της Σαλαμίνας. Η ιστορία της έχει συνδεθεί με την προσωπικότητα του Αγίου Νεκταρίου, που την επισκεπτόταν συχνά. Το 1935 μετατράπηκε σε γυναικεία.

Το συγκρότημα έχει διατηρήσει τη φρουριακή όψη που είχε ήδη από τον 17ο αιώνα. Έχει τετράγωνη κάτοψη και περιβάλλεται από ψηλά κτήρια κελλιών, με πυργίσκους, πολεμίστρες και μικρά παράθυρα τοποθετημένα ψηλά. Στο κέντρο του υψώνεται ο τριώροφος οχυρός πύργος που χρονολογείται στο 1610 ενώ δίπλα του, στο ψηλότερο επίπεδο, είναι κτισμένο το καθολικό, που χρονολογείται στο 1808 και έχει κτιστεί στη θέση παλαιότερου, που καταστράφηκε από σεισμό και πυρκαγιά. Είναι τρίκλιτη βασιλική, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στον Άγιο Διονύσιο και στον Άγιο Χαράλαμπο. Στο εσωτερικό του εντυπωσιάζουν το όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1814, και η επαργυρωμένη εικόνα της Χρυσολεόντισσας, που λέγεται ότι χρονολογείται στον 15ο ή 16ο αιώνα. Πηγή: http://www.religiousgreece.gr/athens-attica/-/asset_publisher/lpcrESlL5iOO/content/iera-mone-koimeseos-theotokou-chrysoleontisses [τελευταία επίσκεψη: 18/5/2020]

Μελά, Έυη

  • 1930-2010

Η Εύη Μελά ήταν ανταποκρίτρια των γερμανικών εφημερίδων Die Welt, Mϋncher Merkur, Stuttgarter Zeitung κατά την περίοδο 1959-1967. Μετά την πτώση της ελληνικής στρατιωτικής χούντας το 1974, εργάστηκε για τους Sϋddeutsche Zeitung, RIAS Berlin, Christ und Welt, Merian κ.ά. Μεταξύ των ετών 1969-1990 έγραψε, δημοσίευσε και μετάφρασε μεταξύ άλλων έργων, εννέα οδηγούς για την Ελλάδα και την ιστορία της ελληνικής τέχνης, καθώς επίσης και έναν οδηγό για τη Ρουμανία. Αυτά τα βιβλία μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και επανεκδόθηκαν πολλές φορές. Το πιο γνωστό βιβλίο της ίσως είναι το Temples and Sanctuaries of Ancient Greece: A Companion Guide (1973). Ήταν μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI).

Μητρόπουλος, Δημήτρης

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1896 - 1960

Ο Δημήτρης Μητρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου του 1896. Το 1910 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών όπου σπούδασε πιάνο με τον Ludwig von Wassenhoven και σύνθεση με τον Armand Marsick. Πολύ νωρίς και πριν ακόμη πάρει το δίπλωμα του έγραφε τραγούδια και συνέθετε κομμάτια για πιάνο. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του σε συναυλία έγινε στις 22 Μαρτίου 1913, στο πρόγραμμα της οποίας περιλαμβανόταν και η σύνθεση του Μητρόπουλου Un morceau de concert. Το 1915 σε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, ο Δημήτης Μητρόπουλος διηύθυνε ένα δικό του έργο την Ταφή. Σε ηλικία 22 χρονών έγραψε μιά όπερα Soeur Beatrice, σε κείμενο του M. Maeterlinck, που παίχτηκε το 1920 στο τότε Δημοτικό Θέατρο με την Κατίνα Παξινού στον πρώτο ρόλο. Ως το 1937 συνέθετε διάφορα έργα για πιάνο, ορχήστρα, έγραφε μουσική δωματίου, τραγούδια και έκανε διάφορες διασκευές. Από το 1938 αφιερώθηκε αποκλειστικά στην διεύθυνση ορχήστρας.

Το 1920, με υποτροφία του Ωδείου Αθηνών, παρέμεινε για ένα χρόνο στις Βρυξέλες και μετά στο Βερολίνο, όπου έζησε τρία χρόνια. Το 1924 ήρθε στην Αθήνα όπου και αποφάσισε να μείνει οριστικά. Το 1925-1927 διηύθυνε την Ορχήστρα του Συλλόγου Συναυλιών, ενώ την περίοδο 1927-1937 υπήρξε αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Παράλληλα, στα χρόνια αυτά διηύθυνε ορχήστρες, σε έκτατες εμφανίσεις, και σε άλλες ευρωπαικές πόλεις.
Το 1936 διηύθυνε με μεγάλη επιτυχία τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, ενώ το 1937 και πάλι τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης όπως και της Μιννεάπολης. Το 1938 διορίστηκε μόνιμος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης, θέση που διατήρησε ως το 1949, ενώ παράλληλα διηύθυνε μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1949-1950 προσελήφθη ως συνδιευθυντής, μαζί με τον Leopold Stokowsky, της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Τον επόμενο χρόνο ο Stokowsky αποσύρθηκε και ως εκ τούτου ο Μητρόπουλος παρέμεινε μόνος ως το 1958. Τον ίδιο χρόνο παραιτήθηκε από καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και τη θέση του κατέλαβε ο Leonard Bernstein, ενώ ο Μητρόπουλος παρέμεινε ως έκτακτος μαέστρος, διευθύνοντας παράλληλα και τη Μητροπολιτική Όπερα.

Το 1953 υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, ενώ το 1959 το δεύτερο και σοβαρότερο. Στις 2 Νοεμβρίου του 1960, ενώ διηύθυνε μια δοκιμή της Τρίτης Συμφωνίας του Mahler, υπέστη μία ακόμη καρδιακή προσβολή, οπότε και πέθανε με τη μπαγκέτα στο χέρι. Όσο ζούσε, αλλά και στη διαθήκη του, είχε εκφράσει την επιθυμία η σορός του να καεί και η τέφρα του να διακομισθεί στην Ελλάδα. Η καύση έγινε στο Lugano και η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Υστερα από μια επίσημη αλλά και συγκινητική τελετή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, η τέφρα του Δημήτρη Μητρόπουλου έμεινε για κάποιο διάστημα στο Ωδείο Αθηνών και έπειτα μεταφέρθηκε στο Α’ Νεκροταφείο, σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων κατασκευασμένο από το γλύπτη Γιάννη Παππά.

[Το παρόν βιογραφικό σημείωμα βασίζεται σε κείμενο το οποίο συνέγραψαν η Χριστίνα Βάρδα και η Σόφη Παπαγεωργίου, για τον κατάλογο της έκθεσης για τον Δημήτρη Μητρόπουλο, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, το έτος 1993]

Morier, David Richard

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1784-1877

Ο David Richard Morier ήταν Άγγλος διπλωμάτης που υπηρέτησε στην Αίγυπτο, τα Δαρδανέλλια και την Κωνσταντινούπολη. Επίσης, συνέγραψε το "Photo the Suliot, a Tale of Modern Greece," 1857.

Μουσούρος, Κωνσταντίνος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1807-1891

Ο Κωνσταντίνος Μουσούρος – Πασάς (1807-1891) ή Κωστάκης Μουσούρος (Kostaki Musurus) ήταν διπλωμάτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη με καταγωγή από τη γνωστή Φαναριώτικη οικογένεια των Μουσούρων . Οι γονείς του ήταν ο Στέφανος και η Κασσάνδρα Μουσούρου. Διετέλεσε πρέσβης της Υψηλής Πύλης στην Ελλάδα από το 1834 έως το 1848. Από το 1848 έως το 1851 υπηρέτησε ως πρέσβης της Υψηλής Πύλης στη Βιέννη και εν συνεχεία στο Λονδίνο από όπου έφυγε το 1879. Ο Κωνσταντίνος Μουσούρος, που διακρινόταν για τη μόρφωση και τη γλωσσομάθειά του, μετέφρασε τη Θεία Κωμωδία του Δάντη σε δωδεκασύλλαβους στίχους στην αρχαία ελληνική και τη δημοσίευσε στο Λονδίνο το 1890. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1891, σε ηλικία 84 ετών. Ο γιος του Στέφανος Μουσούρος (1841-1907) υπηρέτησε κι αυτός στη διπλωματική υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διετέλεσε Ηγεμόνας της Σάμου (1896-1899).

Μυλωνάς, Παύλος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1915-2005

Ο Παύλος Μυλωνάς ήταν αρχιτέκτονας, καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1956-1982), και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Οικονόμου, Κωνσταντίνος (1780-1857)

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1780-1857

Ιερέας και διδάσκαλος, ένας απο τους πιο γνωστούς Έλληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς και ιεροκήρυκες. Γεννήθηκε στη Τσαριτσάνη της Ελασσόνας στις 27 Αυγούστου 1780, το όνομα του ιερέα πατέρα του ήταν Κυριάκος και της μητέρας του Ανθία. Μετά το πέρας των εκκλησιαστικών σπουδών του διδάχθηκε τη γαλλική γλώσσα. Σε ηλικία εικοσιπέντε ετών άρχισε να περιοδεύει σε χωριά και πόλεις της Θεσσαλίας με σκοπό τη διάδοση του λόγου του Θεού, προσπαθώντας να εμφυτεύσει στον κόσμο την αγάπη προς τα γράμματα και τη μάθηση. Το 1806 φυλακίστηκε με διαταγή του Αλή Πασά εξαιτίας της επαναστατικής δραστηριότητας του. Το 1809 ο Οικονόμος προσκλήθηκε στη Σμύρνη να διδάξει στο νεοσύστατο Φιλολογικό Γυμνάσιο της πόλης. Παρέμεινε στη Σμύρνη μέχρι το 1819 ως διδάσκων στην αρχή και ση συνέχεια ως Διευθυντής του σχολείου. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ και η Ιερά Σύνοδος τον προσκάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και μετά απο πρόσκλησή του ο Οικονόμος μετέβει στην Αγία Πετρούπολη. Συνέχισε εκεί το συγγραφικό του έργο και εκλέχθηκε μέλος της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Πετρούπολης. Το 1831 ο Οικονόμος επέστρεψε στην Ελλάδα, στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους το Ναύπλιο. ‘Εκτοτε ο Οικονόμος συνέδεσε το όνομα του με θέματα που απασχολούσαν την Ελληνική Εκκλησία, η οποία είχε πλέον κηρυχθεί αυτοκέφαλη και εργάστηκε με στόχο τις καλές σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1837 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πέθανε το Μάρτιο του 1857. Μερικά από τα πιο γνωστά του έργα είναι: Η Επιστολιμαία διατριβή περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών, Αυτοσχέδιος περί Σμύρνης Διατριβή.

Ραγκαβής, Κλέων Ρίζος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1842-1917

Ο Κλέων Ραγκαβής γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του λογοτέχνη και διπλωμάτη Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Χαϊδελβέργης. Στο τελευταίο αναγορεύτηκε διδάκτωρ και μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εργάστηκε ως υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου πραγματοποίησε διπλωματική καριέρα. Διετέλεσε γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στην Washington, τη Βιέννη και την Πετρούπολη, πολιτικός πράκτωρ στην Αλεξάνδρεια και πρεσβευτής στην Πετρούπολη, τη Σόφια και το Βερολίνο. Στη λογοτεχνία θεωρείται ως ο τελευταίος εκπρόσωπος της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής με κυρίαρχες ρομαντικές και νεοκλασικιστικές επιρροές στο έργο του. Το 1893 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Άλγη, ενώ έγραψε επίσης πολλά θεατρικά έργα. Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=549 [τελευταία επίσκεψη: 19/5/1920].

Pesaro, Giovanni

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1589-1659

Ο 103ος Δόγης της Βενετίας.

Εφημερίδα "Ο Φίλος του νόμου"

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1824 - 1827

Εφημερίδα που εκδίδοταν επί τρία χρόνια ( 10 Μαρτίου 1824- 27 Μαΐου 1827) στην Ύδρα από τον Ιταλό φιλέλληνα Ιωσήφ Κιάπε (Giuseppe Chiappe). Η εφημερίδα εξέδωσε συνολικά 296 φύλλα. Ήταν η μακροβιότερη εφημερίδα της Ελληνικής Επανάστασης.

Εφημερίδα "Απόλλων"

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1831

Ο Απόλλων (11 Μαρτίου-30 Σεπτέμβρη 1831), ήταν εφημερίδα η οποία εκδιδόταν στην Ύδρα από τον Αναστάσιο Πολυζωίδη. Κυκλοφόρησε συνολικά 61 φύλλα.

Ζώτος, Βασίλειος ο Μολοσσός

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1837-1912

Ο Βασίλειος Ζώτος ο Μολοσσός γεννήθηκε στην Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου το 1837. Εργάστηκε ως δάσκαλος στα Ιωάννινα. Σε ηλικία 29 ετών γίνεται απόπειρα να συλληφθεί από τις Τουρκικές αρχές επειδή θεωρήθηκε κατάσκοπος του Ελληνικού κράτους. Το πληροφορήθηκε εγκαίρως και καταφεύγει στην Ελλάδα όπου συμμετέχει στην Κρητική Επανάσταση. Επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά καθώς επιθυμεί να γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, οι Τούρκοι δεν του το επιτρέπουν. Ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Μικρά Ασία συγκεντρώνοντας υλικό για το ιστοριοδιφικό του έργο. Το Ελληνικό κράτος του απονέμει το παράσημο του Σωτήρος. Πέθανε στο Πτωχοκομείο Αθηνών τον Μάιο του 1912. Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%96%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82_%CE%BF_%CE%9C%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%83%CF%83%CF%8C%CF%82 [Τελευταία επίσκεψη: 19/5/2020].

Βλαβιανός, Σιμωνίδης

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1873 - 1946

Έλληνας ιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου, ο Σιμωνίδης Βλαβιανός ήταν ένας από τους πρωτοπόρους Έλληνες ψυχιάτρους.

Παπαηλιόπουλος, Ηλίας

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1817 - (;)

Καταγόταν από παλιά οικογένεια της Άμφισσας, ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 και πολιτικού Ασημάκη Παπαηλιόπουλου. Ήταν φιλοβασιλικός και είχε χρηματίσει νομάρχης σε πολλές περιοχές της Ελλάδος. Ως Νομάρχης Ευβοίας εργάστηκε για την κατασκευή της κινητής γέφυρας του Ευρίπου που εγκαινιάστηκε το 1858 με την παρουσία του βασιλικού ζεύγους. Νομάρχης Αχαΐας και Ήλιδος την περίοδο 1859 - 1862 , το 1862 κατά την νομαρχία του ξέσπασε στην Πάτρα στάση κατά του Όθωνα. Λόγω της φιλοβασιλικής του στάσης έφυγε από την νομαρχία. Είχε εκλεγεί βουλευτής Παρνασσίδος στις εκλογές του 1881, ενώ ήταν υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Δημήτριου Βάλβη 1886. Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B7%CE%BB%CE%B9%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82 [Τελευταία επίσκεψη: 19/5/2020].

Κουντουριώτης, Λάζαρος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1769 - 1852

Ο Λάζαρος Κουντουριώτης (1769 – 1852) υπήρξε σημαντική πολιτική φυσιογνωμία τόσο στα προεπαναστατικά χρόνια όσο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η προσφορά του με τον πλούτο του, τις πολιτικές του ικανότητες και την επιβολή του στους Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες ήταν τεράστια. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης ήταν γιος του Αναγνώστη Κουντουριώτη και της Μαρίας Κοκκίνη. Λόγω της εγκατάστασης του πατέρα του στη Γένουα για εμπορικούς λόγους ο Λάζαρος, ως πρωτότοκος γιος, ανέλαβε όλες τις ευθύνες της οικογένειας από τα δεκατέσσερά του χρόνια. Μετά το θάνατο του πατέρα του έγινε διαχειριστής της οικογενειακής περιουσίας. Το 1803 παντρεύτηκε τη Σταματίνα Ευαγγελίδη και απέκτησε μαζί της δεκατρία παιδιά. Αναμίχθηκε νωρίς στα δημόσια πράγματα του τόπου του επιδεικνύοντας διοικητικές ικανότητες. Μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο Κουντουριώτη στήριξε τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας με όλες του τις δυνάμεις, τόσο με σημαντικές οικονομικές προσφορές όσο και με τη συμμετοχή των πλοίων της οικογένειας στις πολεμικές ναυτικές ελληνικές επιχειρήσεις. Αν και δεν πολιτεύτηκε ποτέ, παρά τις προτάσεις που του έγιναν, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις του Αγώνα και, χάρη στον προσηνή χαρακτήρα του, απολάμβανε την εκτίμηση των συμπατριωτών του και όλων των Ελλήνων. Κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828 – 31) ο Ιωάννης Καποδίστριας τον διόρισε προσωρινό διοικητή της Ύδρας ως «πρώτο των προκρίτων», ενώ το 1844 ο Όθων τον διόρισε γερουσιαστή, αξίωμα που διατήρησε μέχρι το θάνατό του.
Πηγή: http://www.nhmuseum.gr/el/ektheseis/o-lazaros-kountouriotis-kai-i-oikogeneia-kountourioti/ [τελευταία επίσκεψη: 19/5/2020].

Κοντόσταυλος, Αλέξανδρος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1789-1865

Γεννήθηκε στη Χίο και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια με ρίζες στο Βυζάντιο. Στάλθηκε για σπουδές στη Μπολόνια και τη Βιέννη και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Δραστηριοποιήθηκε ενεργά στον χώρο της ναυτιλίας, ανοίγοντας τον πρώτο ελληνικό εμπορικό οίκο στο Λονδίνο το 1817. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στην Τεργέστη και βοήθησε την επανάσταση μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια με τα πλοία του.
Το 1823 ήλθε ο ίδιος στην Ελλάδα ως εκπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Επιστρέφοντας μετά από μια διετία στην Αυστρία, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές ως ύποπτος και εκτοπίστηκε. Κατέφυγε στην Αγγλία, από εκεί το 1826, στάλθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας στην Αμερική για να επιβλέψει τη ναυπήγηση δύο ατμοκίνητων φρεγατών. Τελικά ναυπηγήθηκε μόνο η φρεγάτα "Ελλάς", γι' αυτό και κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε δημόσιο χρήμα. Το 1828, διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος της οικονομικής επιτροπής και στάλθηκε στη Μάλτα, απ' όπου και αγόρασε από τους Ιππότες της Μάλτας τα μηχανήματα του πρώτου νομισματοκοπείου, με τα οποία κόπηκαν στην Αίγινα τα πρώτα ελληνικά νομίσματα του Φοίνικα.
Επί Όθωνα, και συγκεκριμένα την εποχή της αντιβασιλείας, κατηγορήθηκε για διαφθορά τόσο κατά τη ναυπήγηση των πλοίων όσο και κατά την αγορά του νομισματοκοπείου. Καταδικάστηκε τελικά να επιστρέψει 174.000 δραχμές. Η καταδίκη αυτή τον οδήγησε να φύγει στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου μετά την επανάληψη της δίκης αποκαταστάθηκε πλήρως. Στη συνέχεια άρχισε να πολιτεύεται στην Κάρυστο, όπου και εκλέχθηκε βουλευτής κατ' επανάληψη. Το 1855, για να αποκαταστήσει ευρύτερα τη φήμη του, δημοσίευσε το κείμενο «Περί των εν Αμερική ναυπηγηθεισών και του εν Αιγίνει νομισματοκοπείου». Επί κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών, διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Η οικία του βρισκόταν στο μέρος που είναι σήμερα η Παλαιά Βουλή ενώ διατηρούσε οικία στην Αίγινα και στην Εύβοια, όπου κατείχε σημαντικές εκτάσεις. Γιος του ήταν ο διπλωμάτης και πολιτικός Αλέξανδρος Α. Κοντόσταυλος. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1865.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CF%84%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82 [Τελευταία επίσκεψη: 19/5/2020].

Παπαϊωάννου, Γεώργιος Ν.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1900-1986

Ο Γεώργιος Ν. Παπαϊωάννου γεννήθηκε στο Αγρίνιο το έτος 1900 γιος του Νικόλαου Παπαϊωάννου και της Δήμητρας Σκαλτσοδήμου. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από τις ιστορικές οικογένειες της Επανάστασης του 1821 Σκαλτσά/Σκαλτσοδήμου και Στάικου. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πολέμησε στη Μικρασιατική Εκστρατεία όπου υπηρέτησε ως ανθυπίατρος κατά τα έτη 1919-1922. Άσκησε το ιατρικό επάγγελμα και αναμείχθηκε ενεργά στην ελληνική κεντρική πολιτική ζωή της εποχής του καθώς και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το 1932 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Υπηρέτησε ως ιατρός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στη συνέχεια εισήλθε στην αντίσταση σχηματίζοντας το 1942 Εθνική Οργάνωση Εσωτερικού με την επωνυμία Πατριωτική Οργάνωση Τριχωνίδος. Συγκρότησε ένοπλο αντάρτικο σώμα και διορίσθηκε από τον Ναπολέοντα Ζέρβα αρχηγός του Υπαρχηγείου αρχικά και Αρχηγείου στη συνέχεια Τριχωνίδος. Ανέπτυξε ισχυρή δράση στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας συγκρουόμενος με τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα καθώς και με τους ιδεολογικούς αντιπάλους του ΕΛΑΣ. Το 1944 μετακινήθηκε στην Αθήνα όπου διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Πόλεως Αθηνών του ΕΔΕΣ. Με το πέρας της Κατοχής αναμείχθηκε και πάλι στην πολιτική• εξελέγη βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας το 1946 με το κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων του Στ. Γονατά. Πρωτοστάτησε στην αναγνώριση και την απονομή ηθικών και υλικών αμοιβών στους εθνικόφρονες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης με πλήθος ενεργειών του από το 1946 και εξής. Από το 1959 ώς το 1964 διετέλεσε δήμαρχος Αγρινίου προωθώντας και εκτελώντας πλείστα έργα κοινής ωφελείας στην πόλη. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1986 και ετάφη στο Αγρίνιο.

Αποτελέσματα 4301 έως 4400 από 16948