Εμφανίζει 16948 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Τράπεζα Χίου Α.Ε.

  • Νομικό Πρόσωπο

Η Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία Τράπεζα Χίου Α.Ε. συστήθηκε με το Β.Δ. της 15ης Ιουλίου 1919, με το οποίο εγκρίθηκε το καταστατικό της που καταρτίσθηκε με την υπ’ αριθ. 25857/1919 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνστ. Δ. Ιωάννου. Η Τράπεζα συνέχισε τις εργασίες της ετερόρρυθμης τραπεζικής εταιρείας Τράπεζα Αδελφών Πασπάτη & Σία (έτος ίδρυσης 1918), η οποία με τη σειρά της αποτέλεσε τη συνέχεια της ομόρρυθμης τραπεζικής εταιρείας Δ. Ι. Σαμιωτάκης & Σία (ιδρύθηκε το 1903). Έδρα της επιχείρησης ορίστηκε η Αθήνα, με κεντρικό κατάστημα επί της οδού Αριστείδου 4, σε ιδιόκτητο μέγαρο και υποκατάστημα στη Χίο. Η διάρκεια λειτουργίας της ομόρρυθμης εταιρείας παρατάθηκε για 50 έτη, ξεκινώντας από τις 23 Ιουλίου 1919. Σύμφωνα με το καταστατικό, σκοπός της Τράπεζας ήταν «η δι’ ίδιον ή διά λογαριασμόν τρίτων ή και εν συνεταιρισμώ μετά τρίτων επιχείρησις πάσης φύσεως τραπεζιτικών, εμπορικών, βιομηχανικών και ναυτικών εργασιών… Όθεν πάσα καθαρώς τραπεζιτικής φύσεως εργασία επιτρέπεται εις την Τράπεζαν, απαγορευομένης μόνον της δι’ ίδιον λογαριασμόν επιχειρήσεως καθαρώς κερδοσκοπικών πράξεων εκ των ονομαζομένων συνήθως χρηματιστικών». Το μετοχικό κεφάλαιο προσδιορίστηκε σε 1.000.000 δρχ. και καταβλήθηκε τοις μετρητοίς, διαιρούμενο σε 10.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας 1.000 δραχμών έκαστη. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 1920 αυξήθηκε κατά 1 εκατ. δρχ., με την έκδοση 10.000 νέων μετοχών, τιμή έκδοσης εκάστης 135 δρχ. και καταβλήθηκε τοις μετρητοίς. Η επόμενη αύξηση ύψους 2 εκατ. δρχ., που καταβλήθηκαν τοις μετρητοίς, αποφασίστηκε από το Δ.Σ. στις 19 Σεπτεμβρίου 1924. Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 16ης/12/1935 το μετοχικό κεφάλαιο αυξήθηκε περαιτέρω κατά 1 εκατ. δρχ. Κατά την ίδια συνεδρίαση καθορίστηκε η ονομαστική αξία των μετοχών της Τράπεζας σε 500 δρχ. έκαστη, σύμφωνα με τον Ν. 5076 «περί Ανωνύμων Εταιριών και Τραπεζών». Ακολούθως, με απόφαση του Δ.Σ. της 30ής/12/1942 και σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 2021/1942 Ν.Δ., το μετοχικό κεφάλαιο αυξήθηκε κατά 500.000 δραχ. Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της 11ης Ιανουαρίου 1943 το μετοχικό κεφάλαιο αυξήθηκε εκ νέου κατά 10 εκατ. δρχ. Το εταιρικό κεφάλαιο ανήλθε σε 15.500.000 δρχ., διαιρούμενο σε 31.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 500 δραχ. έκαστη. Η διοίκηση της τράπεζας ανατέθηκε σε Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από 5 έως 9 μέλη προερχόμενα από τους μετόχους και εκλεγμένα από τη Γενική Συνέλευση των Μετόχων με τριετή θητεία. Το πρώτο Δ.Σ. συγκρότησαν οι Νικόλαος Γεωργίου Πασπάτης (Πρόεδρος) και οι Σύμβουλοι Παύλος Π. Κατσογιάννης, Αλέξανδρος Γεωργίου Πασπάτης και Φίλιππος Λ. Χρυσοβελόνης (Αντιπρόεδρος, συν. Δ.Σ. 3/15.10.1919 - ανακοίνωση θανάτου, συν. Δ.Σ. 344/11.07.1945). Το 1923 υπηρετούσαν δύο επιπλέον ακόμα Σύμβουλοι, οι Λεων. Μ. Καλβοκορέσης (συν. Δ.Σ. 2/10.08.1919, ανακοινώθηκε η παραίτησή του στη συνεδρίαση Δ.Σ. 81/25.09.1925) και Γεώργιος Ι. Πετράκης (συν. Δ.Σ. 48/05.01.1923 - αναγγελία θανάτου στη συν. Δ.Σ. 386/28.04.1948). Το ίδιο έτος εντάσσεται, ακόμα, ο Σύμβουλος Μιλτιάδης Μ. Νεγρεπόντης (συν Δ.Σ. 51/13.04.1923). Ο Δημήτριος Μ. Καλβοκορέσης εξελέγη μέλος στη συνεδρίαση Δ.Σ. αριθ. 85/15.01.1926, σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος Λεων. Μ. Καλβοκορέση. Το 1928 (συν. Δ.Σ. 115/29.05.1928) ο Μ. Μ. Νεγρεπόντης παραιτήθηκε κατόπιν διορισμού του ως Συμβούλου της Τράπεζας της Ελλάδος και αντικαταστάθηκε από τον Βασίλειο Βίκτωρος Μελά (υπέβαλε την παραίτηση του κατά τη συνεδρίαση Δ.Σ. 395/14.06.1949). Στη συνεδρίαση Δ.Σ. 124/22.01.1929 προτάθηκε ο Αλέξανδρος Ι. Καλφόπουλος ως 8 ο μέλος (ανακοίνωση θανάτου στη συν. Δ.Σ. 360/06.05.1946). Οι Αντώνιος Φ. Φωτιάδης (υπέβαλε την παραίτηση του κατά τη συνεδρίαση Δ.Σ. 396/05.08.1949) και Αντώνιος Σ. Μικρουλάκης εξελέγησαν Σύμβουλοι κατά την έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της 11.01.1943. Οι Δημήτριος Γ. Παυλίδης (διορίστηκε εμπορικός Διευθυντής στη συν. Δ.Σ. 343/18.06.1945 και Διευθύνων Σύμβουλος στη συν. Δ.Σ. 350/19.11.1945, υπέβαλε την παραίτησή του στη συν. Δ.Σ. αριθ. 393/05.01.1949), Ιωάννης Γ. Τσάτσος και Ανδρέας Αλέξ. Θεοφιλάτος (Αντιπρόεδρος, συν. Δ.Σ. αριθ. 353/07.01.1946) εξελέγησαν Σύμβουλοι από την Τακτική Γενική Συνέλευση της 14.08.1944 (συν. Δ.Σ. 332/09.09.1944). Ο Σωκράτης Ν. Ευθυμιάδης εξελέγη Σύμβουλος στην Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων της 29.12.1945 (συν. Δ.Σ. 353/07.01.1946). Προς αντικατάσταση του εκλιπόντος Αλεξάνδρου Ι. Καλφόπουλου, στη συνεδρίαση Δ.Σ. αριθ. 363/04.07.1946 εξελέγη ως Σύμβουλος ο Γρηγόριος Κασιμάτης (η εκλογή του επικυρώθηκε από την έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της 15.02.1947, εκλέχθηκε Αντιπρόεδρος στη συν. Δ.Σ. αριθ. 373/15.02.1947, υπέβαλε την παραίτησή του στη συν. Δ.Σ. 403/27.02.1950). Ο έλεγχος των βιβλίων και λογαριασμών της Τράπεζας διενεργείτο από τρεις ελεγκτές που εκλέγονταν από την Τακτική Γενική Συνέλευση με ετήσια θητεία. Οι εργασίες της Τράπεζας αφορούσαν στην αγορά και πώληση συναλλάγματος και ξένων χαρτονομισμάτων, την εκτέλεση χρηματιστηριακών εντολών, την είσπραξη γραμματίων και φορτωτικών, την έκδοση επιταγών, πιστωτικών επιστολών και την αποστολή χρηματικών ποσών με τηλεγραφικές ή ταχυδρομικές εντολές. Προσέφερε, επίσης, τη δυνατότητα καταθέσεων όψεως, προθεσμιακές και καταθέσεις ταμιευτηρίου σε δραχμές και ξένο νόμισμα, δάνεια με ενέχυρο χρεόγραφα, υπηρεσία φύλαξης χρεογράφων και θυρίδες προς ενοικίαση. Στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας προς τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 23ης/2/1929 καταγράφεται η ολοκλήρωση των εργασιών εγκατάστασης του Θησαυροφυλακίου στο κτίριο της οδού Αριστείδου 4 και η έναρξη λειτουργίας του Καταστήματος Χίου. Η διανομή κερδών την ίδια περίοδο φτάνει τις 4.484.376,20 δρχ. Σύμφωνα με την έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση της 25ης/2/1931 αποφασίσθηκε η ανέγερση νέου Καταστήματος Χίου σε ιδιόκτητο οικόπεδο στη θέση Βουνάκι της Πόλης της Χίου. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επηρέασε τις εργασίες της Τράπεζας. Στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 27ης/3/1941 αναφέρεται ότι «ικανός αριθμός του άρρενος προσωπικού της τραπέζης μας εκλήθη υπό τα όπλα, συγχρόνως δε απουσιάζει και σημαντικόν μέρος του θήλεος προσωπικού υπηρετούντος εις στρατιωτικά νοσοκομεία. Χάρις όμως εις τον ζήλον του απομείναντος προσωπικού αι υπηρεσίαι της Τραπέζης ελειτούργησαν απροσκόπτως». Νωρίτερα η Τράπεζα είχε στερηθεί σημαντικό μέρος των εργασιών της εξαιτίας της κρίσης του 1931 και του επακόλουθου νομοθετικού περιορισμού των συναλλαγών με χώρες της περιοχής της στερλίνας, με τις οποίες κυρίως συναλλασσόταν υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Κατά το διάστημα της Κατοχής, η Τράπεζα περιήλθε σε δυσμενή οικονομική κατάσταση λόγω μείωσης εργασιών. Αποτέλεσμα της οικονομικής δυσπραγίας ήταν και η λήψη της απόφασης, κατά τη Γενική Συνέλευση της 11ης Ιανουαρίου 1944, για συγχώνευση με την Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως. Η ενέργεια ματαιώθηκε στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση της 15ης/7/1944. Κατά τη Συνεδρίαση του Δ.Σ. υπ’ αριθ. 364/14.8.1946 αποφασίσθηκε συγχώνευση των Υποκαταστημάτων της Τράπεζας Θεσσαλονίκης με την Τράπεζα Χίου, ή διάλυσή τους και η ανάληψη των στοιχείων του παθητικού προς την Τράπεζα της Ελλάδος και έναντι του προσωπικού υποχρεώσεων αποζημίωσης από την Τράπεζα Χίου. Με την υπ’ αριθ. 366/31.8.1946 συνεδρίαση Δ.Σ. της Τράπεζας Χίου αποφασίσθηκε, σύμφωνα με το καταστατικό και τη σύμβαση της 16/8/1946 μεταξύ της Τράπεζας Θεσσαλονίκης και της Τράπεζας Χίου, η ίδρυση στη Θεσσαλονίκη υποκαταστήματος της Τράπεζας Χίου, που λειτούργησε στο κτίριο της τέως Τράπεζας Θεσσαλονίκης και στελεχώθηκε κυρίως από το προσωπικό του συγχωνευθέντος υποκαταστήματος, καθώς και η ίδρυση στην Αθήνα παραρτήματος του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας Χίο στο κτίριο της οδού Δραγατσανίου 4, στελεχούμενο επίσης από το προσωπικό του συγχωνευθέντος υποκαταστήματος. Το κατάστημα Χίου της Τράπεζας έκλεισε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου υπ’ αριθ. 403/27.2.1950. Η Τράπεζα Χίου τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση του Α.Ν. 1665/1951 με απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής της 17/1/1952 (Φ.Ε.Κ. 21/31.1.1952, Τεύχος Πρώτον). Εκκαθαριστές ορίστηκαν οι Γ. Πετρόπουλος, Ιωάννης Πασσιάς και Δημ. Καλαμαριώτης. Κατά την περίοδο της εκκαθάρισης η Τράπεζα Χίου όφειλε στη Τράπεζα της Ελλάδος από πιστώσεις με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου ποσό 38.940.145,45 δρχ. Καθώς η Τράπεζα Χίου δεν μπορούσε να πληρώσει το χρέος της, η Τράπεζα Ελλάδος ζήτησε να της καταβληθεί η απαίτησή της από το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητής, κάτι που πραγματοποιήθηκε στις 8/3/1960 με σχετική απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής. Με την απόφαση την Νομισματικής Επιτροπής υπ’ αριθμ. 863/31.8.1954 (Φ.Ε.Κ. 296/7.12.1954, Τεύχος Α) άρθηκε προσωρινά το καθεστώς εκκαθάρισης της Τράπεζας Χίου, με σκοπό την υπογραφή συμφωνίας με τον Αμερικανικό Όμιλο International Export and Import Corporation, για την ανάληψη από αυτόν της εκμετάλλευσης του μεταλλείου Αταλάντης. Με τα προβλεπόμενα έσοδα η Τράπεζα Χίου θα εξοφλούσε την οφειλή προς την Τράπεζα της Ελλάδος. Καμία ενέργεια όμως δεν έγινε από τον Αμερικανικό Όμιλο με συνέπεια την επαναφορά της Τράπεζας υπό καθεστώς εκκαθάρισης με απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής της 21/6/1958 (Φ.Ε.Κ. 105/12.7.1958, Τεύχος Α). Με την υπ’ αριθμ. 294/11.12.1980 απόφαση την Ν.Ε. (ΦΕΚ 24/2.2.1981, τεύχος Α) εγκρίθηκε η άδεια επαναλειτουργίας της Τράπεζας Χίου από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ). Με το Ν. 1258/4.6.1982 (Φ.Ε.Κ. 66/4.6.1982, Τεύχος Πρώτον) «Κύρωση των συμβάσεων από 4 Αυγούστου 1981, 9 Φεβρουαρίου 1982 και 11 Μαΐου 1982 μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. (μεταβίβαση στην Ε.Τ.Ε. Α.Ε. μετοχών της Τραπέζης Χίου Α.Ε., υπό εκκαθάριση κ.λπ.)» οι μετοχές της Τράπεζας Χίου Α.Ε. κυριότητας Ελληνικού Δημοσίου μεταβιβάσθηκαν στην Ε.Τ.Ε. Στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 19ης/9/1983 ελήφθη η απόφαση για την αναβίωση της τράπεζας. Το 1988 οι μετοχές κυριότητας Ε.Τ.Ε. μεταβιβάστηκαν στον Βαρδή Ι. Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 79/5.6.1990, τεύχος Α). Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της 20ής/12/1990 (ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠΕ 3143/16.7.1991) τροποποιήθηκε η αρχική επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ ΧΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ με το διακριτικό τίτλο BANK OF CHIOS σε ΤΡΑΠΕΖΑ ΧΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ και XIOSBANK αντίστοιχα. Στις 7/1/1991 πραγματοποιήθηκε η έναρξη των τραπεζικών εργασιών. Σύμφωνα με τον Ισολογισμό της 31ης/12/1990, που καλύπτει τη διαχειριστική χρήση από 1/12/1988-31/12/1989, το μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας ανερχόταν σε 2.003.100.000 δρχ., κατανεμημένο σε 20.031.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 100 δρχ. η κάθε μία. Το 1998 υπογράφηκε συμφωνία εξαγοράς σημαντικού πακέτου της Χiosbank από τον Όμιλο Πειραιώς. Η συγχώνευση των εμπορικών τραπεζών του Ομίλου Πειραιώς στην Ελλάδα (Πειραιώς, Μακεδονίας- Θράκης, Xiosbank) ολοκληρώθηκε με επιτυχία τον Ιούνιο 2000, με την παράλληλη νομική και πλήρη λειτουργική ενοποίηση των τριών τραπεζών υπό την επωνυμία Τράπεζα Πειραιώς.

Candia Α.Ε. Βιομηχανία Υποδημάτων

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1963-1966

Η εταιρεία συστάθηκε το 1963, με τη συμμετοχή του Οργανισμού Βιομηχανικής Αναπτύξεως, ύστερα από αίτηση της εταιρείας Γ. Τιτάκης και Σία, η οποία λειτουργούσε από το 1961, και παρήγαγε ανδρικά υποδήματα. Η εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση το 1966.

Ανώνυμος Εταιρεία Οργανώσεως και Εκμεταλλεύσεως Βιομηχανικών Περιοχών Ελλάδος

  • 1966-1968

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1966 (ΦΕΚ Δ.ΑΕ & ΕΠΕ 64/28.2.1966) από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) με σκοπό την οργάνωση και εκμετάλλευση βιομηχανικών περιοχών στην Ελλάδα, όπως και τα πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία (μελέτες οργανώσεως και εκμεταλλεύσεως βιομηχανικών περιοχών κ.λπ.). Ήδη με το Ν.4458/65 «Περί βιομηχανικών περιοχών» είχαν ορισθεί βιομηχανικές περιοχές στις διοικητικές περιφέρειες της Τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, της επαρχίας Θεσσαλονίκης, των περιοχών των πόλεων Πατρών, Βόλου, Καβάλας και Ηρακλείου, ενώ από το 1962 ο Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ) είχε εκπονήσει σχετικές μελέτες στις πόλεις των Πατρών, Θεσσαλονίκης, Βόλου, Καβάλας και Ηρακλείου και από το 1963 προμελέτες για τις υφιστάμενες συνθήκες ίδρυσης βιομηχανικών περιοχών στις πόλεις των Πατρών, Βόλου, Ηρακλείου και Καβάλας. Το 1967 έως και το 1ο τρίμηνο του 1968 η δραστηριότητα της εταιρείας δεν ήταν αυτή που αναμενόταν λόγω: α. διαδοχικών μεταβολών στη διοίκησή της , β. της μη ενεργής συμπαράστασης του κράτους, και συγκεκριμένα του Υπουργείου Βιομηχανίας το οποίο φαινόταν ότι δεν είχε πεισθεί για τη σκοπιμότητα ορισμού βιομηχανικών περιοχών, γ. της έλλειψης γνώσεων και πείρας όσον αφορά την εξεύρεση κατάλληλων περιοχών, δ. της σφοδρής αντίδρασης των ιδιοκτητών σχετικά με την πώληση των ιδιοκτησιών τους (από την Έκθεση Τακτικής Επιθεώρησης της εταιρείας από την ΕΤΒΑ, 3.6.1968). Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να αποφασισθεί η διάλυση της εταιρείας στη Γενική Συνέλευση των Μετόχων στις 17.4.1968. Την ευθύνη του έργου των βιομηχανικών περιοχών συνέχισε η ΕΤΒΑ μέσω συγκεκριμένης Υπηρεσίας αρχικά, Υποδιεύθυνσης στη συνέχεια και Διεύθυνσης Βιομηχανικών Περιοχών. Το 1979 ιδρύθηκε εκ νεόυ ανάλογη εταιρεία με την επωνυμία Ανώνυμος Εταιρεία Οργανώσεως, Λειτουργίας και Εκμεταλλεύσεως Βιομηχανικών Περιοχών - ΒΙΠΕΤΒΑ Α.Ε.

ΑΛΦΑ ΑΒΕ Τηλεπικοινωνιών και Σηματοδοτήσεων

  • 1977-2000

Συστάθηκε το 1977 με τη συγχώνευση των εταιρειών ''ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΩΝ ΑΛΦΑ'' και της ''ASTAN ΤΕΧΝΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ Ε.Π.Ε.'' σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 231/1975, με την απόφαση της Νομαρχίας Αττικής-Διαμέρισμα Πειραιώς υπ' αριθ. 338279/23.3.77 (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ' αριθ. 646/4.4.77).
Σκοπός της επιχείρησης είναι ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρονικών εφαρμογών για την κάλυψη αναγκών των ενόπλων δυνάμεων στον τομέα της ηλεκτρονικής και πληροφορικής για τα οπλικά συστήματα και για τις τηλεπικοινωνίες και η παραγωγή παντός είδους προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (τροποποίηση καταστατικού ΦΕΚ 2167/7.6.85). Έδρα της εταιρείας είναι ο Δήμος Καλλιθέας και διάρκεια 50 έτη από τη δημοσίευση του καταστατικού. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε δρχ. 50 εκατ. Το έτος 1987 σε συνολικό μετοχικό κεφάλαιο δρχ. 637 εκατ. η ΕΤΒΑ μετείχε με ποσοστό 93,85% (597.855 μετοχές, αξίας δρχ. 597.850.000) και λοιποί ιδιώτες 6,15% (39.145 μετοχές). Το έτος 2000 με ποσοστό συμμετοχής ΕΤΒΑ 83,343% σε συνολικό μετοχικό κεφάλαιο δρχ. 235 εκατ. η εταιρεία βρισκόταν υπό εκκαθάριση του Ν. 2000/91.

Ανώνυμος Εταιρεία Πρακτορεύσεως Ασφαλίσεων ΑΣΠΕΡ Α.Ε.

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1981-1984

Η εταιρεία ιδρύθηκε από την ΕΤΒΑ (ΦΕΚ2931/06.07.1981) με σκοπό την αντιπροσώπευση και γενική πρακτόρευση στην Ελλάδα ημεδαπών και αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών και μεσιτών Λόυδς Λονδίνου, για όλους τους κλάδους ασφαλίσεως. Με την ψήφιση του Νόμου 1256/1982 (άρθρο 13), διαπιστώθηκε ότι καλύπτεται ο σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκε από την Τράπεζα η εταιρεία και επομένως αυτή δεν έχει λόγο ύπαρξης. Οπότε και σταμάτησε να υπογράφει νέες συμβάσεις πρακτορεύσεως και το έργο της περιορίστηκε στη είσπραξη των προμηθειών για τις ασφαλίσεις μέχρι την ημερομηνία αυτή. Τέθηκε υπό εκκαθάριση 1.1.1984.

Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας ΑΕ (ΕΛΒΑ)

  • Νομικό Πρόσωπο

Συστάθηκε με την υπ' αριθ. 31646/10.1.85 απόφαση του Νομάρχη Αττικής όπου επικυρώθηκε το καταστατικό (ΦΕΚ τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. υπ' αριθ. 79/11.1.85) με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία αλουμίνας καθώς και άλλων μετάλλων, τοποθεσία εργοστασίου μονάδας αλουμίνας στη περιοχή Θίσβης νομού Βοιωτίας και αρχικό μετοχικό κεφάλαιο δρχ. 500 εκατ. κυριότητας ΕΤΒΑ. Το έτος 2000 με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο δρχ. 18.568.000.000 και ποσοστό συμμετοχής ΕΤΒΑ 100,000% η εταιρεία τελούσε υπό εκκαθάριση του Ν. 2190/20.

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) ιδρύθηκε σύμφωνα με τη σύμβαση της 29ης Ιουλίου 1954 «περί καταργήσεως της Κεντρικής Επιτροπής Δανείων και ιδρύσεως Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως», η οποία συνομολογήθηκε από το ελληνικό Δημόσιο, την Αποστολή Εφαρμογής Προγραμμάτων των ΗΠΑ και την Τράπεζα της Ελλάδας. Ο ΟΧΟΑ άρχισε να λειτουργεί στις 31 Αυγούστου 1954 ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με σκοπό: α. την επιμέλεια της είσπραξης των δανείων που είχαν χορηγηθεί από την AMAG και την ΚΕΔ, β. τη χορήγηση δανείων μέσω τραπεζών και τη συμμετοχή στο κεφάλαιο ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, και γ. την ενίσχυση με δανειοδότηση ειδικών προγραμμάτων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας και της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδας. Με νέα σύμβαση της 17ης Μαΐου 1957, ο ΟΧΟΑ απέκτησε επιπλέον τη δυνατότητα: α. να παρέχει εγγυήσεις σε παραγωγικές επιχειρήσεις για την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών, καθώς και εγγυήσεις για τη διενέργεια πιστοδοτήσεων από το εξωτερικό, και β. να αναλαμβάνει την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα ξένων ή διεθνών οικονομικών οργανισμών, προκείμενου αυτοί να χρηματοδοτήσουν άμεσα ή έμμεσα παραγωγικές επιχειρήσεις. Ο ΟΧΟΑ διαλύθηκε με την ίδρυση της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως στις 16 Σεπτεμβρίου 1964, η οποία ανέλαβε και τις αρμοδιότητές του.

Κεντρική Επιτροπή Δανείων

  • Νομικό Πρόσωπο

Η Κεντρική Επιτροπή Δανείων (ΚΕΔ) ιδρύθηκε με βάση το άρθρο 2 της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 1948 περί "γεωργικών και βιομηχανικών δανείων", η οποία συνομολογήθηκε ανάμεσα στην Ειδική Αποστολή Οικονομικής Συνεργασίας της Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας, την ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Αρμοδιότητα της ΚΕΔ ήταν η διαχείριση και χορήγηση μέσω τραπεζών των δανείων του προγράμματος ανασυγκρότησης σε επιχειρήσεις αλιευτικές, γεωργικές, βιομηχανικές, "συμμοριόπληκτες", κοινής ωφέλειας, συγκοινωνίας-ναυτιλίας, μεταλλευτικές και τουριστικές.
Στην αρμοδιότητα της ΚΕΔ περιήλθε και η διαχείριση των δανείων που είχαν χορηγηθεί κατά το 1948 από τα διαθέσιμα κεφάλαια της Αμερικανικής Αποστολής Βοήθειας για την Ελλάδα (AMAG).
Η Κεντρική Επιτροπή Δανείων καταργήθηκε με την ίδρυση και λειτουργία από τις 31 Αυγούστου 1954 του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως.

ΑΓΡΕΞ Α.Ε. Ελληνική Εταιρία Εξαγωγής Προϊόντων

  • Νομικό Πρόσωπο

Η ΑΓΡΕΞ Α.Ε. Εταιρία Εξαγωγής Προϊόντων, αρχικά ως Ελληνική Εταιρία Εξαγωγής νωπών καρπών και λαχανικών, ιδρύθηκε το 1931 από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με καταστατική της πρόβλεψη (Άρθρο 1, παρ. ε’ του Ιδρυτικού νόμου της ΑΤΕ ΑΡ. 4332), με σκοπό την αγορά και διάθεση στο εσωτερικό και εξωτερικό παντός είδους γεωργικών προϊόντων για λογαριασμό της ή για λογαριασμό
τρίτων. Το 1957, μετά από αλλεπάλληλες προσαρμογές, οι μέτοχοι της εταιρίας ήταν η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με ποσοστό 70%, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με ποσοστό 20%, οι Σιδηρόδρομοι Σ.Ε.Κ. με 6% και οι Σιδηρόδρομοι Σ.Π.Α.Π. με 4%. Τέθηκε υπό εκκαθάριση τον Αύγουστο του 1960. Το ίδιο χρονικό διάστημα ιδρύθηκε νέα εταιρία με την επωνυμία ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Α.Ε. (ΝΕΑ ΑΓΡΕΞ Α.Ε.). Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ανήλθε σε 30 εκατ. δρχ., κατανεμημένο σε 30.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας δρχ. 1.000 έκαστη, στο οποίο το ελληνικό δημόσιο μετείχε με ποσοστό 4% και η ΑΤΕ με ποσοστό
96%. Με τον ιδρυτικό νόμο προβλεπόταν η μεταβίβαση 48% του ποσοστού της ΑΤΕ σε γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις. Λόγω απροθυμίας όμως αναλήφθηκε μόνο ποσοστό 13,135%.
Σκοπός της νέας επιχείρησης ορίστηκε η διάθεση, με πιο συμφέροντες όρους, της εγχώριας παραγωγής νωπών γεωργικών προϊόντων, κυρίως στο εξωτερικό.
Με την υπ’ αριθ. 309304/29.12.64 κοινή πράξη των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ υπ’ αριθ. 681/31.12.64), τα δικαιώματα του Δημοσίου επί 1.200 μετοχών της επιχείρησης μεταβιβάστηκαν στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως, έναντι ποσού 1,2 εκατ.
δρχ. Με την υπ’ αριθ. 101912/1967 απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας η επιχείρηση χαρακτηρίστηκε κοινής ωφελείας. Το 1971, σε συνολικό μετοχικό κεφάλαιο 60 εκατ. δρχ. η ΑΤΕ μετείχε με 50.919 μετοχές (ποσοστό 84,865%), η ΕΤΒΑ με 1.200 μετοχές (ποσοστό 2%) και 56 γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις με 7.881 μετοχές (ποσοστό 13,135%). Συμμετείχε στις υπό εκκαθάριση ΕΠΕ ΚΕΤΑΜ και Ν.ΚΕΤΑΜ και στην κοινοπραξία ΝΕΑ ΑΓΡΕΞ-ΣΕΚΕ-ΔΗΜΗΤΡΑ.
Από την ίδρυσή της μέχρι την 30/6/73 η εταιρεία πραγματοποίησε ζημιές ύψους 102,6 εκατ. δρχ. Το 1973 ελήφθη απόφαση του
Κυβερνητικού Οικονομικού Συμβουλίου που προέβλεπε την άμεση αναδιοργάνωση της ΝΕΑ ΑΓΡΕΞ και τη συγχώνευσή της με την Α.Ε. ΕΤΕΑΠ (Εταιρία Τεχνικού Εξοπλισμού διά την αξιοποίησιν Αγροτικών Προϊόντων). Τέθηκε σε εκκαθάριση από την 21/10/79, σύμφωνα με το Ν.970/14.9.1979 (ΦΕΚ τεύχος Πρώτον υπ’ αριθ. 221/21.9.79 «Περί συμπληρώσεως των περί της Α.Ε. ΕΤΕΑΠ ισχυουσών διατάξεων διαλύσεως και εκκαθαρίσεως της ΝΕΑ ΑΓΡΕΞ Α.Ε. και άλλων τινών διατάξεων» όπου, σύμφωνα με το άρθρο 7, ανακοινώνεται η διάλυση της εταιρείας. Η εκκαθάριση της ΝΕΑ ΑΓΡΕΞ ενεργείται από την ΑΤΕ και η διεξαγωγή των εργασιών της ανατίθεται στην ΑΓΡΕΞ.
Σύμφωνα με τον Ισολογισμό της 31/12/79 (ΙΖ εταιρική χρήση) η εταιρία ίδρυσε και εκμεταλλευόταν: α) Ψυγεία Αλμυρού, Βέροιας, Βόλου, Ιωαννίνων, Νέων Μουδανιών, Ξάνθης, Τρικάλων, Τριπόλεως, Χανίων και το Ψυγείο του Λιμένος Ταμείου Ηρακλείου, το οποίο είχε νοικιάσει και εκμεταλλευόταν, β) συγκροτήματα σηράγγων κατάψυξης κρεάτων και γ) συσκευαστήρια.
Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας, έφτανε το 1983 σε 63.600.000 δρχ. στο οποίο η ΕΤΒΑ κατείχε 25.440 μετοχές (ποσοστό 40%) και η ΑΤΕ
38.160 μετοχές (ποσοστό 60%). Τέθηκε σε εκκαθάριση με απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετοχών της 30ής/8/88.

Οργανισμός Τουριστικής Πίστεως

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο Οργανισμός Τουριστικής Πίστεως (αρχικώς Οργανισμός Ξενοδοχειακής Πίστεως) ιδρύθηκε με το Ν.Δ. υπ.αριθ. 181/1946 (ΦΕΚ, Τεύχος Α’: 325/30.10.1946) με έδρα την Αθήνα. Ήταν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, υπό την άμεση εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού. Σκοπός του ήταν η «άσκησις της εν γένει Ξενοδοχειακής Πίστεως, εκδηλουμένης διά της χορηγήσεως υπ’ αυτού δανείων και πιστώσεων προς ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις, επιχειρήσεις Λουτροπόλεων και τουριστικάς εν γένει τοιαύτας, προς συνεταιρισμούς Ξενοδόχων, προς ξενοδοχειακούς οργανισμούς προς τοπικάς οργανώσεις τουρισμού και τας ενώσεις αυτών ως και εις ενίσχυσιν επισκευής οδών αγουσών εις τουριστικούς τόπους». Το 1955 στο Ν.Δ. 3430 (ΦΕΚ, Τεύχος Α’: 307/12.11.1955) στο άρθρο 14 προβλέφθηκε η μετονομασία του οργανισμού σε Οργανισμό Τουριστικής Πίστεως με σκοπό τη διεύρυνση της πιστοδότησης προς επιχειρήσεις σχετικές με τον τουρισμό, όπως εστιατόρια, κ.λπ. Η διαχείριση του Oργανισμού ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα μέχρι τις 30/4/1957 και από τον Μάιο 1957 στην Τράπεζα Εμπορικής Πίστεως. Τα δάνεια που χορηγήθηκαν από τον Oργανισμό διακρίνονται σε δάνεια για την ανέγερση ή ίδρυση νέων ξενοδοχειακών μονάδων, διάρκειας 25 χρόνων, δάνεια επέκτασης ή ριζικής ανακαίνισης διάρκειας έως 10 χρόνια, δάνεια βελτίωσης, ανανέωσης και εκσυγχρονισμού διάρκειας έως 5 έτη, δάνεια επείγουσας ανάγκης εξοφλητέα εντός 1-3 ετών, εποχικά δάνεια ανακαίνισης εξοφλητέα εντός 1 έτους, δάνεια ευκολίας εξοφλητέα εντός 10-12 μηνών. Το 1964 ο οργανισμός διαλύεται και απορροφάται από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως.

Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως , Ανώνυμος Εταιρεία (ΟΒΑ)

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο ΟΒΑ ιδρύθηκε με το υπ’ αριθ. ΦΕΚ 24/6.2.1960, τεύχος Δ.Α.Ε. και Ε.Π.Ε. με σκοπό τη μελέτη και προώθηση των έργων βιομηχανικής ανάπτυξης. Όντας μη τραπεζικός οργανισμός, δεν χορηγούσε δάνεια, αλλά παρείχε πληροφορίες σε κάθε Έλληνα ή ξένο επιχειρηματία που ενδιαφερόταν να ιδρύσει, επεκτείνει ή εκσυγχρονίσει βιομηχανική επιχείρηση στην Ελλάδα. Ο ΟΒΑ επίσης διενεργούσε έρευνες με δικές του δαπάνες, όπως η έρευνα των μεταλλείων σιδήρου στη Θάσο. Επίσης, σε εφαρμογή του Ν.Δ. 4256/1962 περί οργανώσεως βιομηχανικών ζωνών, το κράτος τού ανέθεσε τη μελέτη και οργάνωση βιομηχανικών ζωνών στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Βόλου, Πάτρας και Ηρακλείου. Το 1964 με το Ν.Δ. 4366/1964 ο ΟΒΑ συγχωνεύτηκε με τους οργανισμούς ΟΧΟΑ και ΟΤΠ και ιδρύθηκε η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ).

Βιομηχανία Δέρματος Σαμουά Ελλάδος Α.Ε.

  • Νομικό Πρόσωπο

Η «Βιομηχανία Δέρματος Σαμουά Ελλάδος Α.Ε.» ιδρύθηκε το 1962, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Οργανισμού Βιομηχανικής Αναπτύξεως και της ομορρύθμου εταιρείας Αφοί Κωλέττη Ο.Ε. με σκοπό την επεξεργασία δερμάτων για την παρασκευή δέρματος τύπου CHAMOIS και την εμπορία τους. Τον Οκτώβρη του 1963 η παραγωγή διεκόπη, απολύθηκε το προσωπικό και ουσιαστικά τέθηκε υπό εκκαθάριση. Στη 2η Γενική Συνέλευση της εταιρείας (26/1/1967) εγκρίνεται η έκθεση των εκκαθαριστών και ψηφίζεται να παραδοθεί το αρχείο της εταιρείας προς φύλαξη στο Κεντρικό Αρχείο της ΕΤΒΑ.

Ελληνικές Εξαγωγές Α.Ε.

  • Νομικό Πρόσωπο

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1971 (ΦΕΚ 1375/7.8.71). Αποκλειστικός μέτοχος ήταν η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) και το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ορίστηκε σε 5 εκατ. δρχ. Σκοπός της επιχείρησης ήταν η ενίσχυση μικρομεσαίων εξαγωγικών επιχειρήσεων δυναμικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Δραστηριοποιήθηκε στον τομέα χρηματοδοτήσεων και στον τομέα προβολής και τεχνικής βοήθειας. Οι χρηματοδοτήσεις παρέχονταν προς μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις για την υποστήριξη των εξαγωγικών προγραμμάτων τους με τη μορφή προχρηματοδοτήσεων έναντι βεβαιωμένων παραγγελιών, προχρηματοδοτήσεων ανεκκλήτων πιστώσεων, χρηματοδοτήσεων φορτωτικών εγγράφων και εγγυητικών επιστολών. Στον τομέα
τεχνικής βοήθειας περιλαμβάνεται η συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις Ελλάδας και εξωτερικού, οργάνωση προγραμμάτων προβολής ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων (μέσω εντύπων όπως το VOGUE) και οικονομική ενίσχυση βιοτεχνικών
συνδέσμων. Το έτος 1988 η εταιρεία συμμετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της CARMEC Α.Ε. (ποσοστό συμμετοχής 50%, αξίας 11 εκατ. δρχ.), της GRECOS Α.Ε. (ποσοστό συμμετοχής 61,19%, αξίας 8,2 εκατ. δρχ.), της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΚΛΑΔΟΥ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ (ποσοστό συμμετοχής 61,40%, αξίας 7 εκατ. δρχ.), της C.M.C. Α.Ε. (ποσοστό συμμετοχής 50%, αξίας 6,6 εκατ. δρχ.) και της ΛΗΖΕΤΒΑ Α.Ε. (συμμετοχή 1 εκατ. δρχ.). Από το 1990 δραστηριοποιήθηκε στο αντικείμενο των ειδικών εκκαθαρίσεων και αποκρατικοποιήσεων. Μέχρι το 1995, οπότε και μετονομάστηκε σε ΕΤΒΑ FINANCE Α.Ε., είχε αναλάβει την ειδική εκκαθάριση 30 εταιρειών. Στις 7/6/2005 η εταιρεία συγχωνεύθηκε με την Πειραιώς Οικονομικών Μελετών και Συμβούλων Α.Ε. (Πειραιώς Μελετών ). Στις 29/12/2008 η εταιρεία συγχωνεύθηκε με την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. (Τ.Α.Ε.&Ε.Π.Ε.αρ.18/5.1.2009) και διεγράφη από το μητρώο ανωνύμων εταιρειών.

Νομαρχία Βοιωτίας, Τμήμα Διοικήσεως

  • Νομικό Πρόσωπο

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως το 1943 η διοικητική ιστορία του Νομού Βοιωτίας ήταν συνυφασμένη με αυτήν του Νομού Αττικής, αφού συγκροτούσαν τον ενιαίο Νομό Αττικής και Βοιωτίας (με εξαίρεση την περίοδο 1899-1909), γνωστό και ως Νομός Αττικοβοιωτίας. Ο Νομός Βοιωτίας ως αυτόνομος νομός του κράτους συστάθηκε το 1943 με το νόμο 368 της 26.7.1943 (ΦΕΚ 223 Α΄) "Περί συστάσεως Νομού Βοιωτίας". Ο νομός αποτελούνταν από δύο επαρχίες: Θηβών και Λεβαδείας. Έδρα του νομού ορίστηκε η Λιβαδειά. Με τον ίδιο νόμο ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας μετονομάστηκε σε Νομό Αττικής.
Η σύσταση του Νομού Βοιωτίας (καθώς και των Νομών Ευρυτανίας και Φωκίδος που συστάθηκαν το ίδιο έτος στην Στερεά Ελλάδα), αμέσως μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Ιωάννη Ράλλη, θα μπορούσε να αποδοθεί στην προσπάθεια στενότερου ελέγχου της Στερεάς Ελλάδας από την κατοχική κυβέρνηση.
Χρονολόγιο νομαρχίας Βοιωτίας
Βασιλικό διάταγμα (νόμος) 3/15.4.1833 (ΦΕΚ 28): "Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της Διοικήσεώς του". Σύσταση νομού Αττικής και Βοιωτίας
Διάταγμα (νόμος) 26/4-8/5.1.833 "Περί της αρμοδιότητος των νομαρχών και περί της κατά τας νομαρχίας υπηρεσίας"
Βασιλικό διάταγμα (νόμος) 20/6-2/7.1836 "Περί διοικητικού οργανισμού". Κατάργηση νομαρχιών σύσταση "Διοικήσεως" Βοιωτίας
Νόμος ΚΕ΄ 5.12.1845 (ΦΕΚ 32) "Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους". Επαναφορά νομαρχιακού συστήματος, Νομός Αττικής και Βοιωτίας
Νόμος ΒΧΔ΄ 6.7.1899 (ΦΕΚ 136) "Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους". Σύσταση για πρώτη φορά αυτόνομου Νομού Βοιωτίας
Νόμος ΓΥΛΔ΄ 16.11.1909 (ΦΕΚ 282 Α΄) "Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους". Ανασύσταση του Νομού Αττικής και Βοιωτίας
Νόμος 368 20/26.7.1943 (ΦΕΚ 223 Α΄) "Περί συστάσεως Νομού Βοιωτίας". Σύσταση αυτόνομου νομού/νομαρχίας Βοιωτίας
Νομικό πλαίσιο λειτουργίας νομαρχιών την περίοδο 1938-1955
Α.Ν.1179 13/14.4.1938 "Περί των Νομαρχών".
Α.Ν.1329 17/27.7.1938 "Περί τροποποιήσεως των περί Νομαρχών και Γενικών Γραμματέων των Γενικών Διοικήσεων διατάξεων".
Α.Ν 1488 22/29.11.1938 "Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών".

Β.Δ.20/23.3.1939 "Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Νόμου περί οργανώσεως των
διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών", (ΦΕΚ 111 Α΄).

ΒΔ 5/8.10.1949 "Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων νόμων "περί Νομαρχών, Επάρχων, Νομαρχιών και Γραφείων Επάρχων".
Νόμος 3200 13/23.4.1955 "Περί διοικητικής αποκεντρώσεως".
Οργάνωση Νομαρχίας και αρμοδιότητες Τμημάτων το 1945
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που διέπει τις νομαρχίες, οι νομάρχες προΐστανται των δημοσίων υπηρεσιών της περιοχής τους και ασκούν αρμοδιότητες των υπουργείων, είτε αποκλειστικά είτε μετά από μεταβίβασή τους από την κεντρική εξουσία.
Η διοικητική διαίρεση της Νομαρχίας Βοιωτίας, όπως και όλων των νομαρχιών καθορίστηκε, την περίοδο που αφορά το αρχείο που απόκειται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γ.Α.Κ. (1945-1947), με το Β.Δ.20/23.3.1939 "Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Ν. περί οργανώσεως των Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών" . Σύμφωνα με αυτόν οι νομαρχίες διαρθρώνονταν από το Γραφείου Νομάρχου και τέσσερα Τμήματα:
α) Διοικήσεως
β) Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
γ) Αποκεντρώσεως και
δ) Διεκπαιρεώσεως - Αρχείου και Καταχωρήσεως.
Σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα το Τμήμα Διοικήσεως της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας και της μετέπειτα Νομαρχίας Βοιωτίας, αποτελούνταν από τα παρακάτω Γραφεία :
Γραφείο Ι : Διοίκηση του νομού, υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του Νομού, έλεγχος των σωματείων, νομικών προσώπων, εθιμοτυπία, δημόσιες τελετές, οργάνωση εκθέσεων και διαλέξεων και λειτουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Γραφείο ΙΙ: Αστική δημοτική και στρατολογική κατάσταση πολιτών, αποδημία και μετανάστευση, ληξίαρχοι, αστυνομική επιτήρηση.
Γραφείο ΙΙΙ: Πολιτική επιστράτευση και οργάνωση παθητικής αεράμυνας, στρατιωτικές εισφορές και επιτάξεις, ενέργειες σε αντικείμενα αρμοδιότητας των πολεμικών υπουργείων.

Ελληνικόν Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου (ΕΕΓΕΠ)

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1945-1959

Το Ελληνικόν Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου (ΕΕΓΕΠ) συστάθηκε με τον Α.Ν. 384 της 4/8.6.1945 με σκοπό την εξακρίβωση εγκλημάτων πολέμου που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από όργανα των εχθρικών κρατών κατά φυσικών ή νομικών προσώπων εντός της ελληνικής επικράτειας και ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό (άρθρο 1). Το άρθρο 7 εξειδίκευε τους σκοπούς ίδρυσης του Γραφείου «Αι κατά τα ανωτέρω συνιστώμεναι υπηρεσίαι σκοπόν έχουσι την εξακρίβωσιν των κατά τον παρόντα πόλεμον διαπραχθέντων εγκλημάτων πολέμου, τον τόπον και χρόνον διαπράξεώς των και των υπαιτίων τούτων κατά τα ειδικώτερον δια του παρόντος οριζόμενα και δια Διατάγματος ορισθησόμενα».
Το Γραφείο τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η υπηρεσία ήταν οργανωμένη σε Κεντρική Υπηρεσία και τοπικές υπηρεσίες που υπάγονταν στην Κεντρική και συστάθηκαν στην περιφέρεια κάθε Πρωτοδικείου της χώρας (άρθρο 2). Οι τοπικές υπηρεσίες τελούσαν υπό την διεύθυνση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών ενώ για την υποβοήθηση του έργου τους συστάθηκαν "παρά τω Εισαγγελεί Πρωτοδικών" τοπικά Συμβούλια αποτελούμενα από τον Εισαγγελέα ως Πρόεδρο, τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου και τον Διοικητή της Χωροφυλακής της έδρας του Πρωτοδικείου (άρθρο 5 παρ.1). Στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών και Πειραιώς η τοπική αρμοδιότητα ανήκε στην Κεντρική Υπηρεσία (άρθρο 5 παρ. 3). Με το άρθρο 11 (παρ. 1) οριζόταν ότι κάθε δημόσια, δημοτική και κοινοτική υπηρεσία και κάθε γενικά νομικό ή φυσικό πρόσωπο όφειλε να θέσει στη διάθεση της Κεντρικής ή των τοπικών υπηρεσιών κάθε αποδεικτικό στοιχείο ή πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση των εγκλημάτων πολέμου.
Ο νόμος τροποποιήθηκε με τη συντακτική πράξη 73 της 8/8.10.1945 "Περί κολασμού και εκδικάσεως των εγκλημάτων πολέμου και τροποποιήσεως του υπ’ αριθ. 384/1945 Αναγκαστικού Νόμου" η οποία εξειδίκευε την έννοια του εγκλήματος πολέμου και όριζε την τιμωρία των ενόχων κατά περίπτωση. Στη συντακτική πράξη οριζόταν η διαδικασία που θα ακολουθούσε το Γραφείο κατά την άσκηση των καθηκόντων του και συνιστούσε στην Αθήνα Ειδικό Στρατοδικείο. Η δίωξη των εγκληματιών πολέμου ασκήθηκε με βάση τις διατάξεις αυτής της συντακτικής πράξης.
Με τον Α.Ν 1860 της 23/23.6.1951 "Περί συμπληρώσεως διατάξεων της υπ’ αριθ. 73/1945 Συντ. Πράξεως" ορίστηκε η λειτουργία Κεντρικού Συμβουλίου στην Κεντρική Υπηρεσία που ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση των ανακοπών.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του το Γραφείο κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει κατηγορίες και να ασκήσει διώξεις για 800 γερμανούς στρατιωτικούς, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο υπολοχαγός Χανς Ζάμπελ (υπεύθυνος της σφαγής του Διστόμου), ο Μάξ Μέρντεν κά.
Η δίωξη των εγκληματιών πολέμου ανεστάλη το 1959 καθώς η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επιθυμώντας την εξομάλυνση των σχέσεων της Ελλάδας με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έσπευσε να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της τελευταίας για την παύση των διώξεων εναντίον των Γερμανών που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου. Με το νόμο 3933 της 18/19.2.1959 «Περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου» ανεστάλη «αυτοδικαίως» κάθε δίωξη γερμανών υπηκόων και καταργήθηκαν τα διωκτικά έγγραφα που είχαν εκδοθεί. Οριζόταν ακόμα ότι αντίγραφα των δικογραφιών θα αποστέλλονταν στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Με το δεύτερο άρθρο αποφυλακίζονταν όσοι εξέτιαν ποινές και οριζόταν το αδύνατο της επανόδου τους στην Ελλάδα.
Το Γραφείο καταργήθηκε με το Ν.Δ. 4016 της 3/3.11.1959 «Περί τροποποιήσεως της περί εγκληματιών πολέμου νομοθεσίας». Με αυτό το νομοθετικό διάταγμα καταργούνταν ο νόμος 384/1945 και η συντακτική πράξη 73/1945 και οι αρμοδιότητές του Γραφείου μεταβιβάζονταν στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (διοικητική και εισαγγελική δικαιοδοσία) και στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (η δικαστική, του μέχρι τότε Δικαστικού Συμβουλίου). Με το άρθρο 7 οριζόταν ότι τα αρχεία του Γραφείου περιέρχονταν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, και οι δικογραφίες κατά των εγκληματικών πολέμου και ό,τι σχετιζόταν με τη δικαστική λειτουργία στο Εφετείο Αθηνών
Η έδρα του ΕΕΓΕΠ βρισκόταν στην οδό Πλούτωνος 1.
Το γραφείο είναι γνωστό επίσης ως Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου και Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου.

Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας. Εκτιμητικές Επιτροπές Ανταλλαξίμων

  • Νομικό Πρόσωπο

Στις 20-11-1939 η Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπ. Γεωργίας έγινε VII Δ/νσις της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού.

Το Μάιο του 1924 με Ν.Δ. «Περί συστάσεως Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής πληθυσμών (Αρ. Εφημ. Κυβ. 98/2-3- Μαΐου 1924)» συστάθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής πληθυσμών με σκοπό να συγκεντρώσει στοιχεία περί των περιουσιών των υπαγόμενων εις την Ανταλλαγήν ομογενών….».

Με ψήφισμα της 3ης Απριλίου 1924 (άρθρα 9-10) της Δ’ Συνελεύσεως των Ελλήνων ιδρύθηκαν Διοικητικές επιτροπές «Προς ελέγχων των δηλώσεων εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία Περιουσιών υπό Ανταλλαξίμων ομογενών και καταβολής ποσοστού».

Όλες οι περιοχές που ήταν εστίες του Ελληνισμού πριν από την συνθήκη της Λωζάννης χωρίστηκαν κατά εκκλησιαστικές επαρχίες (π.χ. Καισαρείας , Αμάσειας) και κάθε επαρχία σε κοινότητες (π.χ. κοινότης Αμισού , εκκλησιαστικής επαρχίας Αμάσειας)

Για κάθε μια από τις κοινότητες αυτές συστάθηκε μια Εκτιμητική Επιτροπή (Ε.Ε) που έδρευε σε μέρη που είχαν εγκατασταθεί ανταλλάξιμοι αυτής της κοινότητας . Για τις μεγάλες κοινότητες συστάθηκαν περισσότερες από μια Ε.Ε. με διακριτικό στοιχείο τη διαφορετική έδρα (π.χ. κοινότητα Ανδριανουπόλεως επαρχίας Ανδριανουπόλεως με έδρες Θεσ/κη , Ξάνθη, Κομοτηνή).

Δυο Ε.Ε. της αυτής κοινότητας που συνεδρίαζαν στην ίδια πόλη διακρίνονται με τα στοιχεία Α, Β, (π.χ. κοινότητα Αλάτσατα Α, Β, επαρχία Κρήνης με έδρα την Αθήνα) . Οι Ε.Ε. των πόλεων Σμύρνης και Τραπεζούντας συστάθηκαν με διακριτικό στοιχείο τις ενορίες αυτών των (1) βλ. Βιβλιοθήκη Γ.Α.Κ. τ. 24 πόλεων (π.χ. Αγ. Δημητρίου, Επαρχίας Σμύρνης ή Αγ. Δημητρίου Τραπεζούντας , επαρχίας Τραπεζούντας).

Οι Εκτιμητικές επιτροπές ήταν τετραμελείς . Τρία από τα μέλη ήταν διακεκριμένα πρόσωπα της κοινότητας της οποίας θα εξέταζαν τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων και είχαν ίδια αντίληψη γι’ αυτά και το τέταρτο μέλος εκτελούσε χρέος γραμματέως και διοριζόταν από το Υπ. Γεωργίας . Αφού ορκίζοταν ενώπιον του Ειρηνοδίκη της έδρας της Ε.Ε. συγκέντρωναν τις αιτήσεις των ανταλλαξίμων , εξέταζαν τις χρηματικές απαιτήσεις του αιτούντος με βάση τα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα και επιδίκαζαν το ποσό. «Η επιτροπή στηριζόμενη εις τας προσωπικάς γνώσεις και αντίληψιν των μελών της ή εις πληροφορίας δέχεται….». Ο υπολογισμός του ποσού γίνονταν σε Τούρκικες χρυσές λίρες και συνήθως το ποσό ήταν μικρότερο από το ζητούμενο. Ήδη η επιτροπή από την αρχή των συνεδριάσεων είχε ορίσει ένα minimum αποζημιώσεως ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο π.χ. 100 Τ.Λ. για ένα σπίτι , 10 Τ.Λ. για ένα άλογο . Πολλές φορές όμως η δήλωση απορρίπτεται «διότι ο αιτών στερείται επισήμων αποδεικτικών εγγράφων ή τυγχάνει άγνωστος από την επιτροπή και τους λοιπούς συμπολίτες του». Σ’ αυτό τι σημείο αξιοσημείωτα είναι δύο στοιχεία: α)Η επιτροπή σχεδόν πάντα δέχεται και αποζημιώνει τον αιτούντα για προίκα θυγατέρων , αδελφών , ενώ άλλα στοιχεία τα απορρίπτει ως ανυπόστατα , και β) αν ο δικαιούχος είχε πεθάνει και δεν υπήρχε άρρην άμεσος κληρονόμος μέρος της περιουσίας κληρονομούν οι αδελφοί ή οι εξάδελφοι του αποθανόντος και όχι εξ ολοκλήρου η χήρα ή οι θυγατέρες του. Σε περίπτωση ασάφειας ή διπλής δηλώσεως σε δυο Ε.Ε. οι επιτροπές αλληλογραφούσαν μεταξύ τους προκειμένου να καταλήξουν σε απόφαση ή οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν προς επίλυση της διαφοράς στις Α/θμιες και Β/θμιες Επιτροπές ή Επιτροπές Ασαφών δηλώσεων.

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών

  • Νομικό Πρόσωπο

1908: ΒΔ 16.8.1908 : Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1910: Ν. ,ΓΨΚΑ΄ 3731/1910:Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ε΄, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1911: Ν. ,ΓΩΚΖ΄ 3827/1911 (ΦΕΚ Α΄ 191): Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ζ΄ Γραφείον τεχνικής υπηρεσίας Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως [η φράση "Γραφείον... " αποτελεί τον τίτλο του Τμήματος Ζ΄, δεν αποτελεί υποδιαίρεση]
1932: Ν. 5608 (ΦΕΚ Α΄ 288): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Δ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1937: ΑΝ 782/1937 (ΦΕΚ Α΄ 267): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ΣΤ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1969: ΥΑ 101491 (ΦΕΚ Β΄ 490): Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών
1976 ΠΔ 147/1976: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Διεύθυνση Προγραμματισμού, Μηχανοργανώσεως και Εποπτικών Μέσων, Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών
1977: ΠΔ 150/1977 (ΦΕΚ Α΄ 48): Κατάργηση Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και μεταφορά αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
Το Αρχιτεκτονικόν Γραφείον / Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών ήταν η αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΔΕ/ ΥΠΕΠΘ για τον σχεδιασμό τύπων διδακτηρίων. Στην αρμοδιότητά της ήταν η μελέτη κατασκευή, συντήρηση επίπλωση των διδακτηρίων. Στην προ του 1940 περίοδο ανέλαβε το σχεδιασμό, με ριζοσπαστικό τρόπο (καθώς πολλοί νέοι και σπουδαίοι αρχιτέκτονες συνιστούσαν το ανθρώπινο δυναμικό της), σχολικών μονάδων.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την δραστηριότητά της αν και το ποιοτικό κριτήριο υποχώρησε σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες ποσοτικής αναπλήρωσης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο σχολείων.
Σημείο καμπής στην ιστορία της ΔΤΥ ήταν η ίδρυση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Α.Ν 627/1968), στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη, κατασκευή και εξοπλισμός όλων των δημόσιων κτιρίων όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης πλην της Ανωτάτης. Ο προγραμματισμός ανατέθηκε στην Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ερευνών (που συστάθηκε με το άρθρο 19 του ίδιου ΑΝ 627/1968)
Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών παρέμεναν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, οι ανώτατες σχολές και τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και Δημοσίου Δικαίου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε, την επόμενη χρονιά στην ΥΑ 101491/1969 (ΦΕΚ Β΄ 490).
Σύμφωνα με αυτό η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών διαρθρωνόταν στα παρακάτω Τμήματα
Τμήμα Α΄ Μελετών

  1. Η σύνταξη μελετών για τις εξής κατηγορίες έργων: α) Έργα που χρηματοδοτούνταν από κληροδοτήματα και δωρεές, β) έργα Νομικών Προσώπων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
  2. Ο έλεγχος και έγκριση μελετών για έργα που αφορούσαν α) Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Επιστημονικά Ιδρύματα, β) ιδιωτικά διδακτήρια και γ) ιδιωτικές τεχνικές σχολές.
  3. Επί τόπου έλεγχος και χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τα ιδιωτικά σχολεία.
    Τμήμα Β΄ Κατασκευών
  4. Έλεγχος και έγκριση οικονομικών στοιχείων έργων (πρακτικά δημοπρασιών, πρωτόκολλα νέων τιμών μονάδος, συγκριτικοί πίνακες)
  5. Η επίβλεψη των έργων στις μαθητικές κατασκηνώσεις
  6. Παραλαβή έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ
  7. Έλεγχος προϋπολογισμών επισκευής και συντηρήσεως διδακτηρίων Δημοσίου και καταρτισμός πινάκων για την χορήγηση πιστώσεων.
    Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
  8. Εποπτεία διοικητικών θεμάτων ΟΣΚ και Ταμείων Ανεγέρσεως Διδακτηρίων
  9. Προϋπολογισμός και προγραμματισμός, διαδικασία διάθεσης πιστώσεων όσον αφορά τα διδακτήρια σε α) Νομαρχιακά Ταμεία, β) Σχολικά Ταμεία
  10. Η προμήθεια υλικών για τις ανάγκες της Διεύθυνσης
  11. Τήρηση του ειδικού αρχείου της Υπηρεσίας.
    Παρόμοιες είναι και οι οργανικές μονάδες και αρμοδιότητες που περιγράφονται στο ΠΔ 147/1976
    1976
    Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
  12. Έλεγχος και έγκριση ανέγερσης ιδιωτικών σχολείων, οικοτροφείων, ιδιωτικών μέσων και κατωτέρων επαγγελματικών σχολών σε όλη την Ελλάδα.
  13. Έλεγχος καταλληλότητας των διδακτηρίων προς χορήγηση αδείας λειτουργίας και εποπτεία επί των κτιριακών εγκαταστάσεων των ιδιωτικών σχολείων γενικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως περιοχής λεκανοπεδίου Αττικής.
  14. Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση αρχιτεκτονικών σχεδίων και μελετών των υπό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εποπτευομένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας, (πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π.) όπως: α) Ακαδημίας Αθηνών, β) Πανεπιστημίου Αθηνών για έργα εξ ιδίων ή άλλων πόρων, πλην επενδύσεων, γ) Αστεροσκοπείων της Χώρας, δ) Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, ε) Σχολής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (ΣΕΛΕΤΕ), στ) Σιβιτανιδείου Δημοσίας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, ζ) Βαρβακείου Σχολής. Αρχιτεκτονικές μελέτες Εκκλησιαστικών Σχολών.
  15. Σύνταξη, έλεγχος, θεώρηση και έγκριση των αρχιτεκτονικών μελετών των βάσει του Α.Ν. 2039/39 Κληροδοτημάτων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
  16. Μελέτη, σύνταξη, αναπροσαρμογή και δημοσίευση των οικοδομικών κανονισμών που αφορούν στα διδακτήρια που προορίζονται για Εκπαιδευτήρια ή Φροντιστήρια, σύμφωνα με τας εκάστοτε απαιτήσεις και εξελίξεις της επιστήμης και της Τεχνικής. Σύνταξη πάσης φύσεως αρχιτεκτονικής μελέτης αρμοδιότητος του Υπουργείου.
    Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
  17. Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών υπολογισμών και σχεδίων στατικών μελετών, ηλεκτρομηχανολογικών μελετών, υδραυλικών μελετών και μελετών κεντρικής θέρμανσης των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου των εποπτευομένων υπό του Υπουργείου βάσει της κειμένης νομοθεσίας, πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π., όπως περιγράφονται στο Τμήμα Α΄.
  18. Στατικές μελέτες: α) Έλεγχος των στατικών μελετών Εκκλησιαστικών Σχολών. β) Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών μελετών Κληροδοτημάτων. γ) Σύνταξη στατικών μελετών πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. δ) Γνωμοδόταησις επί της αντοχής υφισταμένων κτιρίων και σύνταξη εκθέσεων. ε) Επίβλεψις και παραλαβή παντός έργου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ, επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.
    Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών
  19. Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση των οικονομικών τευχών δημοπράτησης των μελετών των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ως εις τα Τμήματα Α΄ και Β΄.
  20. Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση συγκριτικών πινάκων, πρωτοκόλλων νέων τιμών μονάδος, πινάκων αμοιβής μηχανικών, λογαριασμών έργων ων την ευθύνη της εκτέλεσης έχει το ΥΠΕΠΘ.
  21. Έλεγχος και έγκριση πρωτοκόλλων παραλαβής έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ (επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.).
  22. Έλεγχος και θεώρηση οικονομικών τευχών δημοπρατήσεως έργων αρμοδιότητας Β΄ Τμήματος.)
    Την επόμενη χρονιά, 1977 με το ΠΔ 150/1977, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν σε υπηρεσίες του Υπουργείου Δημοσίων Έργων
    Δομή
    1937
    Σύμφωνα με το ΑΝ του 1937 η Διεύθυνση χωρίζεται στα παρακάτω τμήματα:
    Τμήμα Μελετών
    Τμήμα Εκτελέσεως Έργων
    Τμήμα Ελέγχου
    1969
    Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
    Τμήμα Β΄ Κατασκευών
    Τμήμα Α΄ Μελετών
    1976
    Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
    Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
    Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών

Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Ανωτέρα Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού Μηχανικών Ελευσίνας (1984-1998)

  • Νομικό Πρόσωπο

Η ναυτική εκπαίδευση τέθηκε σε σύγχρονες βάσεις το 1927 οπότε ιδρύθηκε στον Πειραιά Δημόσια Ναυτική Σχολή με σκοπό την εκπαίδευση πλοιάρχων και μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού. Το 1930 συστάθηκε δημόσια σχολή στην Ύδρα με την επωνυμία «Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας». Οι σχολές υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Ναυτικών. Στην συνέχεια ως το 1951 εκδόθηκαν διάφορα νομοθετήματα που κανόνιζαν τα της Ναυτικής Εκπαίδευσης. Το 1951 με τον ΑΝ 1864/1951 μπήκαν οι βάσεις για την κατασκευή κτιρίων Δημοσίων Σχολών Ναυτικής Εκπαίδευσης. Ήδη στο ΝΔ 3973/1959 αναφέρονται τρεις Δημόσιες Σχολές Ναυτικής Εκπαίδευσης : Ύδρας, Ασπροπύργου, Κύμης οι οποίες παρέμεναν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Από τότε ως το 1975 εκδόθηκαν πολλά νομοθετήματα με τα οποία συστήνονταν νέες σχολές και οριζόταν ο κανονισμός λειτουργίας τους.

Αναφορικά με το υλικό που καλύπτει το αρχείο ισχύουν οι κανονισμοί που εκδόθηκαν το 1975 και το 1983 (αποφάσεις Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Αριθ. 82032/4/75 της 26 Σεπτ./24 Οκτ. 1975 και Αριθ.80015/783/83 της 15 Απρ./26 Μαΐου 1983 αντίστοιχα). Στο μεσοδιάστημα, το 1979, οι ΔΣΕΝ είχαν αναβαθμιστεί σε Ανώτερες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό του 1983 υπήρχαν τρεις κατηγορίες ΑΔΣΕΝ (κατά σειρά προβαδίσματος): 1.Σχολή Πλοιάρχων 2.Σχολή Μηχανικών 3.Σχολή Ραδιοτηλεγραφητών. Οι Σχολές διακρίνονταν σε εσωτερικής φοίτησης (δωρεάν σίτιση και στέγαση εντός της Σχολής) και οι σχολές εξωτερικής φοίτησης. Σχολές εξωτερικής φοίτησης ήταν οι ΑΔΣΕΝ: Ασπροπύργου, Σκαραμαγκά, Ελευσίνας και Πειραιά. Στον Ασπρόπυργο λειτουργούσε η Σχολή Πλοιάρχων ενώ στην Ελευσίνα η Σχολή Μηχανικών. Φαίνεται ότι η Σχολή Πλοιάρχων στον Ασπρόπυργο λειτουργούσε σε επίπεδο Διεύθυνσης και η Σχολή Μηχανικών Ελευσίνας σε επίπεδο Τμήματος και διοικητικά υπαγόταν στη Σχολή Ασπροπύργου, αν κρίνουμε από τη μορφή ονόματος της Σχολής Ελευσίνας στο Πρωτόκολλο Παράδοσης – Παραλαβής.

Η ναυτική εκπαίδευση αναβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο με την ίδρυση των Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού Ν 2638 της 1/2 Σεπτ. 1998 «Οργάνωση και λειτουργία της ναυτικής εκπαίδευσης, μισθολογικές ρυθμίσεις για το προσωπικό αυτής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 204). Σύμφωνα με το νόμο λειτουργούν οι παρακάτω ΑΕΝ:
• Α΄ Α.Ε.Ν. Ασπροπύργου, με έδρα τον Ασπρόπυργο: α) Σχολή Πλοιάρχων, β) Σχολή Μηχανικών
• Β΄ Α.Ε.Ν. Μακεδονίας, με έδρα τη Νέα Μηχανιώνα: α)Σχολή Πλοιάρχων, β)Σχολή Μηχανικών
• Γ΄ Α.Ε.Ν. Κρήτης, με έδρα τα Χανιά: α)Σχολή Πλοιάρχων, β)Σχολή Μηχανικών
• Δ΄ Α.Ε.Ν. Ύδρας, με έδρα την Ύδρα: Σχολή Πλοιάρχων
• Ε΄ Α.Ε.Ν. Κύμης, με έδρα την Κύμη: Σχολή Πλοιάρχων
• ΣΤ΄ Α.Ε.Ν. Σύρου, με έδρα τη Σύρο: Σχολή Πλοιάρχων
• Ζ΄ Α.Ε.Ν. Χίου, με έδρα τη Χίο: Σχολή Μηχανικών
• Η΄ Α.Ε.Ν.Οινουσσών, με έδρα τις Οινούσσες: Σχολή Πλοιάρχων
• Θ΄ Α.Ε.Ν Ιονίων Νήσων, με έδρα το Αργοστόλι: Σχολή Πλοιάρχων
• Ι΄ Α.Ε.Ν. Ηπείρου, με έδρα την Πρέβεζα: Σχολή Πλοιάρχων

Υπουργείο Εσωτερικών (1975-1988)

  • Νομικό Πρόσωπο

Σύμφωνα με το ΦΕΚ 338/18-12-1976 η Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών διαρθρώνεται στα εξής Γραφεία και Διευθύνσεις:

  1. Γραφείον Υπουργού
  2. Γραφείον Υφυπουργού
  3. Γραφείον Γενικού Γραμματέως
  4. Γενική Διεύθυνση Διοικήσεως
  5. Γενική Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
  6. Διεύθυνση Προγραμματισμού και Μελετών
  7. Διεύθυνση Πολιτικής Σχεδιάσεως Εκτάκτου Ανάγκης (ΠΣΕΑ)
  8. Γραφείο Νομοθετικού Συντονισμού
  9. Γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων.
    Επίσης στην κεντρική υπηρεσία λειτουργούσαν και το Γραφείο Νομικού Συμβούλου, το Γραφείο Παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Υπηρεσία Εντελλομένων Εξόδων και η Υπηρεσία Στατιστικής.
    Κάθε μια από της παραπάνω διευθύνσεις απαρτιζόταν από Τμήματα.

Υπουργείο Εμπορίου (1951-1996), Γραφείο Συμβούλου Εμπορικών και Οικονομικών Υποθέσεων στην Ελληνική Πρεσβεία της Κύπρου

  • Νομικό Πρόσωπο

Σύμφωνα με το Νομοθετικό Διάταγμα 292/1947 ιδρύεται Σώμα Εμπορικών Συμβούλων και Εμπορικών Ακολούθων, οι οποίοι τοποθετούνται στις Ελληνικές Πρεσβείες, υπαγόμενοι στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Με την έκδοση του ΝΔ 3070/1954 οι Εμπορικοί Σύμβουλοι και Ακόλουθοι εντάσσονται και ανήκουν διοικητικά στο Υπουργείο Εμπορίου ενώ με το ΝΔ 367 του 1969 αποφασίζεται η σύσταση και η λειτουργία των Γραφείων Εμπορικών Συμβούλων και Ακολούθων.

Τα Γραφεία Εμπορικών Συμβούλων και Ακολούθων συνιστώνται με βασιλικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εμπορίου και Εξωτερικών. Με το ίδιο Βασιλικό Διάταγμα καθορίζεται η έδρα και η προξενική αρχή στην οποία υπάγεται κάθε Γραφείο καθώς και η περιφέρεια αρμοδιότητάς του, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες από μια χώρες. Με όμοιο Βασιλικό Διάταγμα επιτρέπεται η κατάργηση των συγκεκριμένων Γραφείων.

Τα Γραφεία Εμπορικών Συμβούλων και Ακολούθων έχουν τις εξής αρμοδιότητες: Μελέτες και έρευνες για τη γενική οικονομική κατάσταση του εξωτερικού εμπορίου, των επενδύσεων, των διεθνών συναλλαγών της αρμοδιότητάς τους. Μελέτες και έρευνες της αγοράς των χωρών της αρμοδιότητάς τους, ώστε να αξιοποιούνται κατά τον καλύτερο τρόπο οι δυνατότητες ελληνικών επενδύσεων, εξαγωγικών πρωτοβουλιών, οικονομικών συνεργασιών.

Προώθηση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και συνεργασιών σε τομείς, όπως συμπαραγωγή, υπεργολαβίες, αντισταθμιστικό εμπόριο, μεταφορά τεχνολογίας, δημόσια έργα, τουρισμός, μεταφορές κ.ά. Ενημέρωση των υπουργείων, φορέων, παραγωγικών τάξεων για την εξελικτική πορεία της οικονομίας των χωρών όπου είναι διαπιστευμένοι, ανά τακτά διαστήματα. Μέριμνα για την ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών της Ελλάδας στη χώρα της αρμοδιότητάς τους. Επιμέλεια για τη διοργάνωση επιχειρηματικών αποστολών της χώρας διαπίστευσής τους στην Ελλάδα και αντιστρόφως. Μελέτη και παρακολούθηση θεμάτων γεωργικής, τουριστικής και γενικότερα αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς και θεμάτων πολιτικής χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων μεταφορών σε χώρες αρμοδιότητάς τους.

Ελληνικός Αμίαντος Α.Ε.

  • Νομικό Πρόσωπο

Η εταιρεία ιδρύθηκε αρχικά με την επωνυμία KENBESTOS από τη KENNECOTT COPPER CORPORATION με σκοπό την εκμετάλλευση μεταλλείων αμιάντου της περιοχής Κοζάνης στις 5.1.1960 ( ΦΕΚ/ΔΑΕ 3). Στις 10.7.1964 υπεγράφη σύμβαση εξαγοράς των μετοχών της από το Ελληνικό Δημόσιο. Μετονομάσθηκε σε Ελληνικός Αμίαντος Α.Ε. το 1965 (ΦΕΚ 221/17.4.1965). Στις 11/5/1964 υπεγράφη σύμβαση με την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) στην οποία η εταιρεία εκμίσθωσε τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία μέχρι τις 8/1/1969 με αποτέλεσμα τις μεταλλευτικές έρευνες στα μεταλλεία Κοζάνης να αναλάβει η θυγατρική εταιρεία της ΕΤΒΑ, Γενική Εταιρεία Μελετών, Ερευνών και Εκμεταλλεύσεων (ΓΕΜΕΕ). Το 1969 παραδόθηκε η τεχνικοοικονομική μελέτη σκοπιμότητας για την ίδρυση βιομηχανικής μονάδας εκμετάλλευσης του αμιαντοφόρου κοιτάσματος, που είχε αναθέσει η εταιρεία μέσω της ΓΕΜΕΕ, στον Καναδικό Οίκο Surveyer Nenniger. Το 1970, με την ίδρυση της εταιρείας Μεταλλεία Αμιάντου Βορείου Ελλάδος (ΜΑΒΕ), παραχωρείται σε αυτήν το αμιαντωρυχείο Ζιδανίου Κοζάνης (ιδιοκτησίας Ελληνικού Αμίαντου) για τη διενέργεια ερευνών και καθορισμό της κερδοφόρας ή μη εκμετάλλευσής του. Το 1972 υπεγράφη η σύμβαση μίσθωσης του ορυχείου από τη ΜΑΒΕ, ως επακόλουθο της οποίας η δραστηριότητα της Ελληνικός Αμίαντος δεν θα ήταν πρωτογενής αλλά θα περιελάμβανε την είσπραξη μισθωμάτων. Μέχρι το 1975, δεν είχε υλοποιηθεί η εφαρμογή της σύμβασης με αποτέλεσμα η εταιρεία να παρουσιάζει ζημιές και το προσωπικό να υποαπασχολείται. Το 1976 αποφασίζεται η λύση της σύμβασης. Το 1978 (31.1.1978) ανανεώνεται η σύμβαση με τη ΜΑΒΕ, και τον Απρίλιο του ίδιου έτους γίνονται τα εγκαίνια έναρξης των εργασιών για την ανέγερση του εργοστασίου και τον Απρίλιο 1981 εγκαινιάσθηκε η λειτουργία του εργοστασίου. Μέχρι το 2000, η ΕΤΒΑ κατείχε το 99,503% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Στη Γενική Συνέλευση της 30/6/2010 (ΦΕΚ Α.Ε.&Ε.Π.Ε. 10542/9.9.2010) αποφασίστηκε η λύση της εταιρείας και η θέση της σε εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ν.2190/20.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ Ανώνυμος Μεταλλευτική και Βιομηχανική Εταιρία

  • Νομικό Πρόσωπο

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1904 από τον Γερμανό μεταλλειολόγο Grohmann με την υπ’ αριθ. 23843/2.6.04 πράξη του συμβολαιογράφου
Αθηνών Ε. Γκορίτσα, με την επωνυμία Ανώνυμος Μεταλλευτική Εταιρεία ΗΦΑΙΣΤΟΣ, έδρα την Αθήνα και σκοπό την εκμετάλλευση, εμπόριο, μεταφορά και κάθε χρήση θηραϊκής γης. Το καταστατικό της εταιρείας εγκρίθηκε με το Β.Δ. 19/6/1904, που τροποποιήθηκε με το Β.Δ. 22/4/1909. Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της 28ης Ιουλίου 1924, η εταιρεία μετονομάστηκε σε Ανώνυμο Μεταλλευτική και Βιομηχανική Εταιρεία ''Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ'' (ΦΕΚ παράρτημα υπ' αριθ. 175/16.7.1925). Το 1948, ο Α. Βαλσαμάκης εξαγόρασε τις μετοχές κυριότητας Grοhmann. Στην εταιρεία χορηγήθηκε δάνειο από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) ύψους 33 χιλ. δολ. στις 24/8/1948, με την υπ’ αριθ. 44465/13.7.1948 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμου Δημοκωστούλα, μέσω της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. Σύμφωνα με εκτίμηση της ΕΚΤΕ του έτους 1948, η περιουσία της εταιρείας ανερχόταν σε 480 εκατ. δρχ. (ή 3.185 χρυσές λίρες Αγγλίας). Κατά την 1/1/1957 το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν στις 2.716.716,15 δρχ. κατανεμημένο σε 40.000 μετοχές. Τη μετοχική σύνθεση αποτελούσαν ο Ανδρέας Βαλσαμάκης με 10.095 μετοχές (ποσοστό 25,24%), ο Νικόλαος Βαλσαμάκης με 6.625 μετοχές (ποσοστό 16,56%), ο Ιάσων Αποστολίδης με 7.510 μετοχές (ποσοστό 18,77%), κληρονόμοι Δημ. Λιωνέττη με 6.095 μετοχές (ποσοστό 15,24%), ο Γεώργιος Πιτσώκος με 2.000 μετοχές (ποσοστό 5%), ο Ιωάννης Γεωργαλάς με 2.000 μετοχές (ποσοστό 5%), το Αμαλίειον Ορφανοτροφείο με 1.250 μετοχές (ποσοστό 3,12%) και διάφοροι μικρομέτοχοι με 4.425 μετοχές (ποσοστό 11,07%). Την ίδια περίοδο η διοίκηση της εταιρείας ασκείτο από πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο μέχρι τοv θάνατο του Δημ. Λιωνέττη την 15/4/1957 συγκροτούσαν οι: Ανδρέας Βαλσαμάκης (Πρόεδρος Δ.Σ.), Δημ. Λιωνέττης (Διευθύνων Σύμβουλος), Ιάσων Αποστολίδης (Σύμβουλος), Γεώργιος Πιτσώκος (Σύμβουλος) και Ιωάννης Γεωργαλάς (αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον Λεωνίδα
Τζουγανάτο). Το Ελληνικό Δημόσιο κατέσχε τις μετοχές του Α. Βαλσαμάκη και άλλων μετόχων που θεωρήθηκαν κυριότητας Grohmann. Τον Μάιο 1964, και μετά από έγκριση του ΟΧΟΑ λόγω της κακής πορείας των εργασιών της, η εταιρεία εκμίσθωσε τα ορυχεία της σε τρίτους επί μία πενταετία για τη κάλυψη των γενικών εξόδων λειτουργίας και συντήρησης των γραφείων της. Κατά τη Γενική Συνέλευση του 1966 εμφανίσθηκαν ως μέτοχοι το Ελληνικό Δημόσιο με 23.087 μετοχές και ο Ιάσων Αποστολίδης με 14.100 μετοχές. Με την υπ' αριθ. 276864/25.11.1968 κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών «Περί μεταβιβάσεως εις την ΕΤΒΑ δικαιωμάτων του Δημοσίου επί μετοχικού κεφαλαίου της Ανωνύμου Μεταλλευτικής και Βιομηχανικής Εταιρείας ''Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ''», μεταβιβάστηκαν οι 20.924 μετοχές (ποσοστό 52,31%) κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΦΕΚ τεύχος Β ́ υπ' αριθ. 664/1968). Η μεταβίβαση εγκρίθηκε κατά την υπ' αριθ. 119/11 και 15.9.1969 συνεδρίαση Δ.Σ. της ΕΤΒΑ. Κατά την επαναληπτική Γενική Συνέλευση της 20ής Οκτωβρίου 1978 αποφασίστηκε η διάλυση της εταιρείας, η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση και διορίστηκαν ως εκκαθαριστές οι Ιωάννης Μπαντέκας (Καθηγητής Πολυτεχνείου), Πηνελόπη Τσιούνη (Τμηματάρχης ΕΤΒΑ) και Χαράλαμπος Παπαποστόλου (Τμηματάρχης ΕΤΒΑ). Στην έκθεση της Διεύθυνσης Συμμετοχών της 13ης/8/1992 με
τίτλο «Πορεία αποκρατικοποίησης εταιρειών συμμετοχής ΕΤΒΑ»αναφέρεται πως οι εκκαθαριστές είχαν πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της. Η διάλυσή της καθυστέρησε καθώς δεν εμφανίζονταν οι μέτοχοι που είχαν το 10% επί του συνόλου των μετοχών. Το έτος 2000 με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο 2,1 εκατ. δρχ. και ποσοστό συμμετοχής ΕΤΒΑ 52,31% η εταιρεία βρισκόταν σε εκκαθάριση σύμφωνα με το Ν. 2190/20.

Ελληνική Καπνοβιομηχανία Ματσάγγος Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία

  • Νομικό Πρόσωπο

Η επιχείρηση ιδρύθηκε από το Ν. Ματσάγγο και τους γιους του, το 1890, στον Βόλο ως μικρή βιοτεχνία και το 1918 μετετράπη σε ετερόρρυθμη εταιρεία. Μετά τον θάνατο του Ν. Ματσάγγου το 1926, μετετράπη σε ομόρρυθμη εταιρεία με εταίρους τους γιους του θανόντος, Ιωάννη και Κωνσταντίνο Ματσάγγο. Κατά την περίοδο της Κατοχής, με την απώλεια των δύο γιων, οι εργασίες της επιχείρησης άρχισαν να «βαίνουν δυσμενώς». Έτσι, αν και το 1947 η καπνοβιομηχανία Αφοί Ν. Ματσάγγος είχε την πρώτη θέση στη γενική κατανάλωση τσιγάρων με ποσοστό 27%, από το σεισμό του 1955 και εξής άρχισαν οι δυσκολίες και το 1957 τέθηκε σε αναγκαστική διαχείριση, οπότε αρχίζει μια συνεχής διαδοχή των φορέων ιδιοκτησίας και διαχείρισης της. Το 1959 τέθηκε σε αναγκαστική διαχείριση, με
σκοπό την ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του Ν.Δ.3562/56. Την 1.10.1960 εκμισθώθηκε για μια τριετία στη Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος ΣΕΚΕ, αλλά πριν τελειώσει η μίσθωση, στις 19.5.1963, μετά από πλειστηριασμό πέρασε στο Ελληνικό Δημόσιο. Στις 7.10.1963 συνεστήθη κοινοπραξία της ΑΤΕ, του Δημοσίου και της ΣΕΚΕ η οποία ανέλαβε την εκμετάλλευση μέχρι 30.4.1964. Από 1.5.1964, μετά από αποχώρηση της ΣΕΚΕ, η βιομηχανία λειτούργησε για λογαριασμό του Δημοσίου με την επωνυμία Ελληνικόν Δημόσιον πρώην Καπνοβιομηχανία Αφοί Ν. Ματσάγγου. Στις 29.12.1964, μετά από κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, μεταβιβάστηκαν όλα τα δικαιώματα του Δημοσίου στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΦΕΚ 681/31.12.1964).
Συστήθηκε η Ελληνική Καπνοβιομηχανία Ματσάγγος Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Α.Ε., καταστατικό της οποίας δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 976/31.12.1965. Στην υπ’ αρ. 108 έκθεση της Διεύθυνσης Γενικής Επιθεώρησης της ΕΤΒΑ για το διάστημα 1.12.1966 έως και 31.12.1967 σημειώνεται η ύπαρξη αδυναμιών στην οργάνωση της επιχείρησης σε όλους τους τομείς της και προτείνεται η άμεση σύνταξη οργανογράμματος και κανονισμού λειτουργίας των Υπηρεσιών της. Το 1968 υπήρξε υπερβολικός όγκος αποθεμάτων καπνών και οι πωλήσεις των οποίων έγιναν σε τιμές ασύμφορες, γεγονός που προκάλεσε μείωση εσόδων και έλλειψη ρευστότητας. Το 1969 συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Επενδύσεων της ΕΤΒΑ «Μελέτη βιωσιμότητος Ελληνικής Καπνοβιομηχανίας Ματσάγγος Α.Β. & Ε.Ε.». Τελικώς αποφασίστηκε παύση της χρηματοδότησης και διακοπή των εργασιών της εταιρείας κατά τη συνεδρίαση υπ’ αρ. 161/22.9.1971 του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΒΑ λόγω αδυναμίας διάθεσης των προϊόντων αλλά και έλλειψης εκδήλωσης ιδιωτικού επιχειρηματικού ενδιαφέροντος που θα αναλάμβανε την εξυγίανση και λειτουργία της εταιρείας. Στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, στις 19.11.1971, αποφασίστηκε η διάλυση της εταιρείας «συνεπεία κακής πορείας των εργασιών και άκρως δυσμενών οικονομικών αποτελεσμάτων εκ της λειτουργίας της». Η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση το 1972. Στην έκθεση των Εκκαθαριστών της για τα πεπραγμένα της χρονικής περιόδου 1.1.-31.12.1989 ως κυριότερος λόγος για την καθυστέρηση ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης αναφέρεται η ρευστοποίηση της εταιρείας λόγω της μεγάλης αξίας ή ιδιόμορφης κατασκευής των ακινήτων της. Μέχρι και το 2000 η εκκαθάριση δεν είχε ολοκληρωθεί.

Σίδηρος και Χάλυψ Ελλάδος, Βιομηχανική και Εμπορική Α.Ε.

  • Νομικό Πρόσωπο

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1961 (ΦΕΚ Δ.Α.Ε.496/21.10.1961) από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ) με σκοπό την ίδρυση στην Ελλάδα βιομηχανικής μονάδας σιδήρου και χάλυβα. Είχε προηγηθεί η εκπόνηση μελέτης από τον Dr. Friedrich Lüth, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του ΟΒΑ, από την οποία προέκυψε ότι υφίστανται δυνατότητες ίδρυσης τέτοιου είδους μονάδας. Τις εργασίες για τη δημιουργία της βιομηχανίας ανέλαβε υπηρεσία του ΟΒΑ, η οποία προέβη στην εκπόνηση σειράς μελετών σχετικών με την τοποθεσία εγκατάστασης του εργοστασίου, των πρώτων υλών, κ.ά. Την οριστική μελέτη του έργου ανέλαβε ο οίκος KOPPERS. Λόγω της επέκτασης της βιομηχανίας Χαλυβουργική Α.Ε., της ίδρυσης της Μεταλλουργίας Λαρύμνης, καθώς και της σύμβασης περί χαλυβουργείου μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Τομ Πάππας αποφασίστηκε, στη Γενική Συνέλευση της εταιρείας στις 29 Μαΐου 1964, η μη ανάληψη από τον ΟΒΑ του έργου ίδρυσης της μονάδας και η διάλυση της εταιρείας.

Τριανταφυλλόπουλος Χαρίτων, Επιχειρήσεις

  • Νομικό Πρόσωπο

Το Εργοστάσιο Ηλεκτρικής Πορσελάνης Νέας Μάκρης ιδρύθηκε το 1950 με δάνειο της Κεντρικής Επιτροπής Δανείων (αρ.3401 $288.000 και συμπληρωματικό αρ.5350 $120.000). Άρχισε τη λειτουργία του τον Αύγουστο 1953 με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής πορσελάνης και πυρίμαχων υλικών. Τέθηκε σε αναγκαστική διαχείριση από 1/12/1955 με διαχειριστή τον δικηγόρο και νομικό σύμβουλο του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) Απόστολο Παπαγεωργίου. Από 16/7/1956 έως 31/12/1956 διαχειριστής ήταν ο Κ. Συμεωνίδης. Από 1/2/1956 και για διάστημα 5 μηνών έως τις 7/7/1956 ενοικιάστηκε στην εταιρεία Ε.Β.Ε. ΕΣΤΙΑ Α.Ε. Από 8/7/1956 έως 3/2/1957 λειτούργησε για λογαριασμό της αναγκαστικής διαχείρισης, οπότε και διεκόπη η λειτουργία του εργοστασίου. Μετά από πλειστηριασμό που πραγματοποιήθηκε στις 26/1/1958 περιήλθε στον ΟΧΟΑ. Με απόφαση του Συμβουλίου του Νόμου 3956/1959 (120/31.10.60) τέθηκε στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου περί παγωμένων πιστώσεων, οπότε και μειώθηκε το οφειλόμενο ποσό. Στις 3.10.1960 συστήθηκε ετερόρρυθμος εταιρεία μεταξύ των Αθανασίου Μπλαμούτση (μέτοχο της Ανωνύμου Βιομηχανικής Εταιρίας ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗ Α.Ε.) και Χαρίτωνος Τριανταφυλλόπουλου για την επαναλειτουργία του εργοστασίου. Υπεγράφη σύμβαση παροχής υπηρεσιών στις 31.5.1961 με την Ανώνυμο Βιομηχανική Εταιρία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗ Α.Ε. για την προμήθεια πρώτης ύλης. Από τον Δεκέμβριο 1966 λειτούργησε υπό τη διεύθυνση της ΕΒΗΠ Α.Ε. (η σύμβαση μισθωσης έληγε στις 31.12.76). Το 1968, κατόπιν πλειστηριασμού, περιήλθε στα περιουσιακά στοιχεία της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως και δεν λειτούργησε ξανά. Ο Χαρίτων Τριανταφυλλόπουλος το 1947 αγόρασε την ΕΜΧΕ Α.Ε. η οποία ήταν ιδιοκτήτρια ορυχείων καολίνου κ.λπ., ορυκτού στη Μήλο και μικρού εργοστασίου κεραμικής στη Σύρο. Ο ίδιος διατηρούσε επίσης και κατάστημα ηλεκτρικών ειδών στην Αθήνα (επί της οδού Χαλκοκονδύλη 42) από το 1926, το οποίο έπαυσε να λειτουργεί το 1955.

ΩΜΕΓΑ Α.Ε. Βιομηχανικών Επενδύσεων

  • Νομικό Πρόσωπο

Σκοπός της Α.Ε Βιομηχανικών Επενδύσεων ΩΜΕΓΑ ήταν «Η σύστασις των υπό του άρθρου 3 της από 22 Ιανουαρίου 1970 συμβάσεως μεταξύ Δημοσίου και Α. Σ. Ωνάση κυρωθείσης διά του Ν.Δ. 477/1970 προβλεπομένων Ανωνύμων Εταιρειών, η απόκτησις μετοχών ή ομολογιών των ως άνω εταιρειών, ή διά απ’ ευθείας αγοράς ή διά καταβολής της αποζημιώσεως, διά την εκτέλεσιν της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, απόκτησις της εδαφικής εκτάσεως προς εγκατάστασιν των υπό της ρηθείσης Συμβάσεως προβλεπομένου Βιομηχανικού Συγκροτήματος, η εκτέλεσις μελετών, διαγωνισμών, συμβάσεων και έργων απαραιτήτων διά την προπαρασκευήν της ανεγέρσεως Νομομηχανικού Συγκροτήματος ως και η παροχή πάσης συναφούς προς τον σκοπό τούτον υπηρεσίας». Όπως προκύπτει από τα Πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την από 19.1.1971 απόφαση (αριθ. Β 4895/12.102) των Υπουργείων Οικονομικών και Βιομηχανίας, κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα, υπέρ της ΩΜΕΓΑ, έκταση 9.844.802 τ.μ. στην Πάχη Μεγάρων. Για τις ανάγκες της απαλλοτρίωσης, η εταιρεία δανειοδοτήθηκε από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως. Από την ανωτέρω έκταση πωλήθηκε την 22.7.1972 στην Α.Ε. ΣΤΡΑΝ τμήμα 2.296.000 τ.μ. αντί τιμήματος 98.132.684 δρχ. πλέον αναλογικών εξόδων της ΩΜΕΓΑ (για τόκους δανείων κ.λπ.) 5.496.497 δρχ., δηλ. σύνολο 103.629.181 δρχ. Στη συνέχεια, όμως, με τις από 22.1.1974 αποφάσεις (αριθ. 171-174) του Συμβουλίου Επικρατείας έγιναν δεκτές αιτήσεις ακυρώσεως θιγόμενων ιδιοκτητών. Η ακύρωση στηρίχτηκε στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος σκοπός της δημόσιας ωφέλειας, για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, ματαιώθηκε πριν συντελεστεί, με τη λύση της σύμβασης μεταξύ Δημοσίου - Α.Σ. Ωνάση. Τέλος, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων (δηλ. της ΕΤΒΑ, η οποία είχε το 100% των μετοχών) της 31.12.1977, η εταιρεία τέθηκε από 1.1.1978 υπό εκκαθάριση.

Κώνστας, Αναστάσιος και Στέφανος – Γραφείο Μελετών και Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων

  • Νομικό Πρόσωπο

Το Γραφείο Αναστασίου και Στέφανου Κώνστα αναλάμβανε την εκτέλεση τεχνικοοικονομικών μελετών, την πλήρη μελέτη και σχεδίαση βιομηχανικών έργων, την επίβλεψη κατασκευών και προμήθειας μηχανολογικού εξοπλισμού σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπως: ελαιουργική βιομηχανία, βιομηχανία χημικών προϊόντων και πετρελαιοειδών, βιομηχανία τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, επεξεργασία νερού και υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων.

Κουρτίδης, Κωνσταντίνος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1870 -1944

Ο Κωνσταντίνος Γ. Κουρτίδης γεννήθηκε το 1870 στην Ανδριανούπολη. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Θράκης.
Ήταν διακεκριμένος ιατρός που προσέφερε τις υπηρεσίες του ανιδιοτελώς σε διάφορες περιοχές όπως την Αίγυπτο, τη Βουλγαρία, τη Μακεδονία και την Καβάλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και διορίστηκε σχολάρχης Σουφλίου. Έχοντας άριστες σχέσεις με την Εκκλησία, κήρυττε τον θείο λόγο στην επαρχία Διδυμοτείχου, ενώ διατέλεσε έφορος των εκπαιδευτηρίων, δημογέροντας και πρόεδρος της Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Το 1913 ανέλαβε τη διοίκηση του Νομού Έβρου ως πρόεδρος των αυτονομημένων τμημάτων (Γκιουμουλτζίνα, Δεδέαγατς, Σουφλί). Από το 1920 έως το 1932 εξελέγη τρεις φορές βουλευτής ενώ μεταξύ των ετών 1932-1935 εξελέγη Γερουσιαστής. Σημαντικό είναι και το συγγραφικό του έργο. Ασχολήθηκε με τη λαογραφία και τη λογοτεχνία, ενώ ήταν από τους πρώτους που εισήγαγε το χρονογράφημα στις εφημερίδες. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με τη συλλογή θρακιώτικου λαογραφικού υλικού, καθώς και με τη συγγραφή της ιστορίας της Θράκης. Πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1944, στην Αθήνα.

Δέλτας, Στέφανος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1863-1947

Ο Στέφανος Δέλτας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1863, ήταν γιος του Γεωργίου Δέλτα και της Σοφίας Καραθεοδωρή. Επιχειρηματίας,
δημοτικιστής, φαναριώτης, ασχολήθηκε με εμπορικές επιχειρήσεις και μεταφράσεις της αρχαίας γραμματείας. Το 1895 παντρεύτηκε την Πηνελόπη Μπενάκη (Δέλτα), μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Έζησαν στην Αλεξάνδρεια μέχρι το 1916 που επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο Στέφανος Δέλτας αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Κολλεγίου Αθηνών (1926), σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, μέλος του Συμβουλίου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως των Προσφύγων (ΕΑΠ), ευεργέτης και Διοικητής του ΠΙΚΠΑ. Τον Σεπτέμβριο του 1929 ανέλαβε τη Διοίκηση της νεοϊδρυθείσας Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΑΤΕ) με απευθείας ανάθεση από τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, Ελευθέριο Βενιζέλο. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση για τρεις μήνες. Στις 19.12.1929 αιφνιδίασε το Δ.Σ. της ΑΤΕ με την παραίτησή του, επικαλούμενος λόγους υγείας. Ο πραγματικός λόγος
ήταν η «δυσφορία» που του προκαλούσε η έντονη ανάμειξη του Προέδρου της Κυβερνήσεως, Ελευθερίου Βενιζέλου στα εσωτερικά ζητήματα της ΑΤΕ και ειδικότερα σε θέματα διορισμού ανώτατων στελεχών. Ο Στέφανος Δέλτας ως ο πρώτος Διοικητής της ΑΤΕ έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα επιτυχημένη πορεία της Τράπεζας. Κατά τη σύντομη θητεία του, συγκρότησε το Καταστατικό, τον εσωτερικό Οργανισμό του ιδρύματος και διαμόρφωσε το μισθολόγιο του προσωπικού. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1947.

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης

  • Νομικό Πρόσωπο
  1. Μέση Εκπαίδευση: Κεντρική οργάνωση (Διοίκηση-Εποπτεία)  

Η αναδιάρθρωση των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά την περίοδο της “δικτατορίας των συνταγματαρχών, 1967-1974” καθορίσθηκε με το Ν.Δ. 239/16-7-1969 (ΦΕΚ Α΄139) και την υπουργική απόφαση 101491/1-8-1969 (ΦΕΚ 490). Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τα εν λόγω νομοθετήματα, οι υπηρεσίες παιδείας κατανέμονται σε τέσσερις Γενικές Διευθύνσεις του υπουργείου: (1) Γενική Διεύθυνσις Θρησκευμάτων (2) Γενική Διεύθυνσις Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως (3) Γενική Διεύθυνσις Γενικής Εκπαιδεύσεως (4) Γενική Διεύθυνσις Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως. Ανεξάρτητες υπηρεσίες αποτελούν, επίσης, πέντε Διευθύνσεις: (1) Διεύθυνσις Σωματικής Αγωγής (2) Διεύθυνσις Σχολείων Αποδήμου Ελληνισμού (3) Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών (4) Διεύθυνσις Προγραμματισμού Επενδύσεων και (5) Διεύθυνσις Διοικητικού.

Η Διεύθυνσις Μέσης Εκπαιδεύσεως ήταν μία από τις τέσσερις συνιστώσες Διευθύνσεις της Γενικής Διευθύνσεως Γενικής Εκπαιδεύσεως1 και περιλάμβανε τρία τμήματα: Τμήμα Προγράμματος και Μελετών, Τμήμα Διοικητικού και Τμήμα Προσωπικού. Στην αρμοδιότητα της εν λόγω Διεύθυνσης, της οποίας προΐστάμενος ήταν γενικός επιθεωρητής ΜΕ (ΝΔ 651/1970), υπάγονταν όλα τα σχετικά με την Μέση Εκπαίδευση, δημόσια και ιδιωτική, θέματα (σχολεία, προσωπικό, μαθητές, εποπτεία).

Ειδικότερα, το πρώτο Τμήμα είχε αρμοδιότητες για θέματα που αφορούσαν τα προγράμματα Εκπαιδεύσεως και τις μεθόδους διδασκαλίας, την σύνταξη, έγκριση και έκδοση διδακτικών βιβλίων, την οργάνωση των σχολικών βιβλιοθηκών, τα εποπτικά μέσα και όργανα διδασκαλίας, την αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων της Μέσης Εκπαιδεύσεως, καθώς και την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως.

Στην αρμοδιότητα του δεύτερου Τμήματος υπάγονταν όσα θέματα είχαν σχέση με την ίδρυση και κατάργηση σχολείων, τα σχολικά ταμεία, την συγκέντρωση αριθμητικών στοιχείων για σχολεία και μαθητές· τις εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση, διαγωγή, ποινές, βαθμολογία, εξετάσεις, τίτλους σπουδών· τα ιδιωτικά σχολεία· τα φροντιστήρια και την κατ'οίκον διδασκαλία· την κατάρτιση ειδικού προϋπολογισμού, τις προμήθειες και την γενική οικονομική διαχείριση.

Αρμοδιότητα του τρίτου Τμήματος, εξάλλου, αποτελούσαν όλα τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού, βοηθητικού και υπηρετικού προσωπικού της Δημόσιας Μέσης Εκπαιδεύσεως θέματα, με την επιφύλαξη της συναφούς αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Σωματικής Αγωγής.

Το έργο της ανώτατης διοίκησης και εποπτείας επί της Γενικής Εκπαιδεύσεως ασκεί ο υπουργός Παιδείας με την συνεπικουρία του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (ΑΕΣ), το οποίο ιδρύθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 129/19-9-1967, άρθρο 17 (ΦΕΚ 163/25-9-1967), και συνίστατο από τα μέλη τριών επιπλέον ανωτάτων συμβουλίων: του Ανωτάτου Διοικητικού Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως (ΑΔΣΕ), του Ανωτάτου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως (ΑΓΣΕ) και του Ανωτάτου Συμβουλίου Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (ΑΣΕΕ).

Το ΝΔ 651/27-8-1970, άρθρο 2 (ΦΕΚ 179/29-8-1970) “Περί οργανώσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως και διοικήσεως του προσωπικού αυτής”, αναθέτει στο ΑΕΣ αρμοδιότητες αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων και εποπτείας επί της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως και των Σχολών Εκπαιδεύσεως Διδακτικού Προσωπικού. Αποφασιστική αρμοδιότητα έχει ως προς τα θέματα εκπαιδευτικού προσωπικού, σχολικών προγραμμάτων, σχολικών βιβλίων και διδασκαλίας. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου ασκείται επί θεμάτων αριθμητικής κατανομής των σχολείων κατά τύπους και γεωγραφική περιοχή και επί γενικών εκπαιδευτικών θεμάτων. Εποπτεία, τέλος, ασκεί το Συμβούλιο επί της λειτουργίας των Σχολών Εκπαιδεύσεως Διδακτικού Προσωπικού, ενώ έχει και την επιστημονική καθοδήγηση των παιδαγωγικών συνεδρίων. Στο τέλος κάθε έτους το ΑΕΣ υποβάλει στον υπουργό έκθεση σχετική με την κατάσταση της Εκπαιδεύσεως κατά βαθμίδες και εκπαιδευτικές περιφέρειες και προτείνει μέτρα για την βελτίωσή της.

Το ίδιο διάταγμα (651, άρθρο 53) συνιστά Κεντρικόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΚΥΣΜΕ) και Ανώτερον Κεντρικόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΑΚΥΣΜΕ). Το πρώτο είχε αρμοδιότητες συμβουλίου προαγωγών στον 3ο και 2ο βαθμό, πειθαρχικού συμβουλίου ( για διοικητικούς επιθεωρητές, επιθεωρητές ειδικοτήτων και γυμνασιάρχες Πειραματικών και Προτύπων σχολείων) και συμβουλίου επανακρίσεως επί προαγωγών στον 5ο και 4ο βαθμό). Το δεύτερο λειτουργούσε ως υπηρεσιακό και πειθαρχικό συμβούλιο επί όλων των υπηρεσιακών θεμάτων των γενικών και αναπληρωτών γενικών επιθεωρητών, καθώς και ως συμβούλιο επανακρίσεως επί προαγωγών του διδακτικού προσωπικού στον 2ο και 3ο βαθμό.

Μεταβατικές διατάξεις του διατάγματος (άρθρο 69) ορίζουν την κατάργηση των διά του ΑΝ 129/1967 συνιστώμενων συμβουλίων και την μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων τους στα ΚΥΣΜΕ και ΑΚΥΣΜΕ, όταν αυτά συγκροτηθούν και λειτουργήσουν.

  1. Μέση Εκπαίδευση: Περιφερειακή οργάνωση (Διοίκηση-Εποπτεία)

Σύμφωνα με την οργάνωση της Γενικής Εκπαιδεύσεως, όπως αυτή ορίζεται με το ΝΔ 651/1970, η χώρα διαιρείται σε δέκα ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες (άρθρο 5)2, η γεωγραφική έκταση των οποίων ρυθμίζεται με Βασιλικό Διάταγμα. Προϊστάμενος κάθε ανώτερης περιφέρειας είναι εκπαιδευτικός σύμβουλος (κατηγορία ειδικών θέσεων) ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο επόπτη της Εκπαιδεύσεως και επιτελεί έργο ανώτατης επιστημονικής και παιδαγωγικής καθοδήγησης, εποπτείας και διοίκησης επί των σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως, του εκπαιδευτικού και εποπτικού προσωπικού της περιφερείας του.

Σε κάθε ανώτερη εκπαιδευτική περιφέρεια ανήκουν μία ή περισσότερες Γενικές Επιθεωρήσεις Μέσης Εκπαιδεύσεως, με προϊσταμένους γενικούς επιθεωρητές, οι οποίοι έχουν την εποπτεία των σχολείων ενός ή περισσοτέρων νομών. Το διάταγμα του 1970, ωστόσο, ορίζει ότι σε κάθε ανώτερη εκπαιδευτική περιφέρεια αντιστοιχεί μία Γενική Επιθεώρηση (άρθρο 7) και μία θέση γενικού επιθεωρητή ΜΕ με βαθμό 1ο (άρθρο 18, § 1). Συνιστώνται, επίσης, επτά θέσεις αναπληρωτών γενικών επιθεωρητών ΜΕ, οι οποίοι κατανέμονται στις ανώτερες περιφέρειες με απόφαση του υπουργού. Οι γενικοί επιθεωρητές και οι αναπληρωτές γενικοί επιθεωρητές διατελούν υπό την υπηρεσιακή δικαιοδοσία των εκπαιδευτικών συμβούλων (εποπτών).

Μικρότερη εκπαιδευτική περιφέρεια αποτελεί ο Νομός (διοικητική περιφέρεια), με έδρα την πρωτεύουσά του, αν και εξαιρούνται οι Νομοί Αττικής, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι διαιρούνται σε πέντε, δύο και τρείς εκπαιδευτικές περιφέρειες αντιστοίχως. Το σύνολο των διοικητικών εκπαιδευτικών περιφερειών, βάσει της κατά Νομούς διοικητικής διαίρεσης της χώρας, ορίζεται σε 61 (άρθρο 17, § 1). Η έκταση των διοικητικών εκπαιδευτικών περιφερειών, καθώς και η υπαγωγή τους στις Γενικές Επιθεωρήσεις των ανωτέρων εκπαιδευτικών περιφερειών καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις. Προϊστάμενοι των διοικητικών (νομαρχιακών) περιφερειών είναι διοικητικοί επιθεωρητές, οι οποίοι ασκούν διοίκηση, επιθεώρηση, καθοδήγηση, εποπτεία και έλεγχο επί των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων της περιφερείας τους, καθώς και επί του προσωπικού αυτών.

Στο εποπτικό προσωπικό της Μέσης Εκπαιδεύσεως ανήκουν και επιθεωρητές ειδικοτήτων, οι θέσεις των οποίων κατανέμονται στις ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες με υπουργικές αποφάσεις. Οι επιθεωρητές ειδικοτήτων διατελούν υπό την άμεση διοικητική εξάρτηση των γενικών επιθεωρητών, επιθεωρούν, καθοδηγούν, ελέγχουν τους εκπαιδευτικούς της ειδικότητάς τους και συντάσσουν εκθέσεις υπηρεσιακής επιδόσεως για τους διευθυντές και εκπαιδευτικούς των σχολείων.

Αρμοδιότητες πειθαρχικές, κρίσεως επί προαγωγών του εκπαιδευτικού προσωπικού και γνωμοδοτικές επί θεμάτων δημόσιας και ιδιωτικής Εκπαιδεύσεως αναθέτει το ΒΔ 651/1970 (άρθρο 53) στα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια: Νομαρχιακόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΝΥΣΜΕ) και Ανώτερον Περιφερειακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΑΠΥΣΜΕ). Το πρώτο λειτουργεί σε επίπεδο νομαρχιακής και το δεύτερο σε επίπεδο ανώτερης εκπαιδευτικής περιφέρειας. Με την συγκρότηση και λειτουργία του ΝΥΣΜΕ το (προϋπάρχον) ΠΥΣΜΕ καταργείται.

  1. Μέση Εκπαίδευση: Σχολεία – Διδακτικό προσωπικό

Ο Αναγκαστικός Νόμος 129/ 19-9-1967 (ΦΕΚ 163/25-9-1967) “Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως και άλλων τινών διατάξεων” καταργεί την μέχρι τότε διάρθρωση των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως σε Γυμνάσια και Λύκεια και καθιερώνει Γυμνάσια διαιρούμενα σε κατώτερο και ανώτερο κύκλο. Τα λειτουργούντα ήδη Γυμνάσια διατηρούνται και διευθύνονται από βοηθό γυμνασιάρχη ή πρωτοβάθμιο καθηγητή. Στην Πρώτη τάξη του Γυμνασίου εισάγονται με εισιτήριες εξετάσεις απόφοιτοι της Στ΄τάξης του Δημοτικού σχολείου.

Το ΝΔ 651/1970 ορίζει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τους τύπους Γυμνασίων (άρθρο 14). Τα Γυμνάσια διαιρούνται σε ημερήσια και εσπερινά. Από τα πλήρη Γυμνάσια, τα ημερήσια έχουν έξι τάξεις, ενώ τα εσπερινά επτά, και δύο κύκλους σπουδών (ανώτερο και κατώτερο). Τα τριτάξια είναι Γυμνάσια κατωτέρου κύκλου, αυτοτελή ή παραρτήματα άλλων Γυμνασίων. Για τα τελευταία προβλέπεται κατάργηση με υπουργικές αποφάσεις ή μετατροπή σε αυτοτελή (κατωτέρου κύκλου). Τα ημερήσια Γυμνάσια διακρίνονται στον ανώτερο κύκλο σε τμήματα γενικής, θεωρητικής και θετικής κατεύθυνσης, ενώ τα εσπερινά σε Γυμνάσια γενικής και οικονομικής κατεύθυνσης.

Στην έδρα κάθε ανώτερης εκπαιδευτικής περιφέρειας υπάρχει δυνατότητα λειτουργίας ενός προτύπου σχολείου. Συνεχίζεται, επίσης, η λειτουργία των πειραματικών σχολείων και του μειονοτικού (μουσουλμανικού) της Κομοτηνής.

Ως διευθυντές πλήρων Γυμνασίων τοποθετούνται γυμνασιάρχες με 2ο βαθμό∙ η διεύθυνση των Γυμνασίων κατωτέρου κύκλου ανατίθεται σε καθηγητές 5ου ή 4ου βαθμού. Γυμνασιάρχες και διευθυντές Γυμνασίων ασκούν καθήκοντα διδακτικά, διοικητικά και εποπτικά επί των μαθητών και του προσωπικού των Γυμνασίων. Οι κλάδοι και οι ειδικότητες, η βαθμολογική εξέλιξη, οι οργανικές θέσεις και το ωράριο του διδακτικού προσωπικού της Μέσης Εκπαιδεύσεως ορίζονται με τα άρθρα 9, 10, 11, 12, 13 και 15 του διατάγματος.

Βίλλας, Πέτρος

  • Φυσικό Πρόσωπο

Ο Πέτρος Βίλλας ήταν αρχηγός του περιφερειακού Αρχηγείου Πρωτευούσης του Σώματος Ελλήνων Αλκίμων.

Μόραλης, Ιωάννης

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1916 - 2009

1916: Γεννιέται στις 23 Απριλίου (6 Μαΐου) στην Άρτα
1927: Η οικογένεια Μόραλη εγκαθίσταται στην Αθήνα
1931-1936: Σπουδάζει στην ΑΣΚΤ
1937-1938: Μοιράζεται υποτροφία με τον Ν. Νικολάου και ταξιδεύουν σε Ρώμη και Παρίσι
1947-1983: Διδάσκει στην ΑΣΚΤ
1958: Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας
1959: πρώτη ατομική έκθεση στην Γκαλερί Αρμός στην Αθήνα
1988: Αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη
2009: Τελευταία του έκθεση εν ζωή στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Πεθαίνει στις 20 Δεκεμβρίου.
Ο Γιάννης Μόραλης, ζωγράφος και χαράκτης, πραγματοποίησε πλήθος εφαρμογών: τοιχογραφίες, σκηνικά και κοστούμια, εικονογραφήσεις. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ματσάκης, Μίκης

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1900-1978

Ο Μίκης Ματσάκης γεννήθηκε το 1900 στα Μύρα της Μικράς Ασίας, από γονείς δωδεκανησιακής καταγωγής. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένεια, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Το 1921 ο νεαρός Ματσάκης έφυγε για σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι, το οποίο όμως θα εγκαταλείψει τον ίδιο κιόλας χρόνο για το Μόναχο. Εκεί φοίτησε αρχικά στην ιδιωτική σχολή του Hans Hofmann και το 1922 έγινε δεκτός στη φημισμένη Ακαδημία του Μονάχου, όπου γνώρισε και τον διά βίου φίλο του Δημήτρη Δάβη. Το 1926 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και πολύ σύντομα εισέρχεται στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης: Γνώρισε τον Κ. Π. Καβάφη, φιλοτέχνησε προσωπογραφίες επιφανών Αιγυπτιωτών (π.χ. του γιατρού Α. Διαμαντή) και ανέπτυξε πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα (ατομικές και ομαδικές εκθέσεις). Το 1932 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, στην περιοχή Κυπριάδου, και συνδέθηκε φιλικά με τους Δημήτρη Πικιώνη, Φώτη Κόντογλου και Σπύρο Παπαλουκά. Στην Αθήνα εξέθεσε για πρώτη φορά στην αίθουσα του «Παρνασσού» τον Μάιο του 1932, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 ο Ματσάκης ανέπτυξε πλούσια εκθεσιακή και συνδικαλιστική δράση, κυριαρχώντας στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας (διετέλεσε πρόεδρος του σωματείου «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» και γενικός γραμματέας της «Ενώσεως Σωματείων Εικαστικών Τεχνών»). Το 1947 ο ζωγράφος ανέλαβε να αγιογραφήσει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τον ορθόδοξο μητροπολιτικό ναό της Αλεξάνδρειας. Έμεινε στην Αίγυπτο έως το 1956, αναλαμβάνοντας αγιογραφικές εργασίες και για άλλες εκκλησίες της ελληνικής κοινότητας, ενώ παράλληλα συνέχιζε να παρουσιάζει τακτικά το κοσμικό έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα συνεχίσει να εκθέτει συστηματικά (στην Αθήνα, στην επαρχία, αλλά και στο εξωτερικό) τη δουλειά του, όπου από το 1960 το τοπίο του Αιγαίου αναδεικνύεται σε κυρίαρχο θέμα. Πέθανε στην Αθήνα το 1978.

Κοκκινίδης, Δημοσθένης

  • Φυσικό Πρόσωπο

1929: Γεννιέται στη Δραπετσώνα από πρόσφυγες γονείς.
1941: Η οικογένεια του εγκαθίσταται στην περιοχή Μοσχάτου – Νέου Φαλήρου. 3 χρόνια αργότερα ο πατέρας του πέφτει θύμα του πολιτικού φανατισμού και δολοφονείται από την ΟΠΛΑ.
1949: Εισάγεται στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών & Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ) όπου και παρακολουθεί μαθήματα για 2χρόνια.
1952-1958: Εγκαταλείπει τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ και σπουδάζει στην ΑΣΚΤ.
1960: Λαμβάνει μέρος στην ΣΤ’ Πανελλήνιο Έκθεση Καλών Τεχνών στο Ζάππειο.
1961: Με πρωτεργάτη τον Γιάννη Χαΐνη ιδρύεται η «Ομάδα Τέχνης α’». Ο Κοκκινίδης είναι μέλος της.
1962-1976: Παντρεύεται την ζωγράφο Πέπη Σβορώνου.
Έχοντας παραιτηθεί την προηγούμενη χρονιά από τον ΕΟΕΧ αποφασίζουν με τη σύζυγό του, χρησιμοποιώντας την εμπειρία τους από τον χώρο των εφαρμοσμένων τεχνών, να υλοποιήσουν τη δική τους πρωτότυπη ιδέα: ζωγραφιστά πρωτότυπα φορέματα που φέρουν υπογραφή. Τα φορέματα γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
1964: 1η ατομική έκθεση στην γκαλερί Μέρλιν.
1976-1998: διδάσκει στην ΑΣΚΤ

Χαροκόπος, Παναγής, Α.

  • Φυσικό Πρόσωπο

Ο Παναγής Χαροκόπος, ιδρυτής της «Χαροκοπείου Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των Θηλέων», όπως αρχικά είχε ονομαστεί στο καταστατικό ίδρυσης, γεννήθηκε το 1835, στην Κεφαλλονιά, μέλος μιας πολυμελούς αγροτικής οικογένειας. Ο ίδιος ανήκει σ’ εκείνους τους ελάχιστους Έλληνες οραματιστές που, στο πλαίσιο ενός πνεύματος ευεργετισμού και φιλοπατρίας, στήριξαν οικονομικά το αδύναμο νεοελληνικό κράτος και που παραμένουν σχετικά άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό. Νεωτεριστής με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και φιλελεύθερο πνεύμα, ο Χαροκόπος αγάπησε και υπηρέτησε τη πατρίδα, ενισχύοντας την εκπαίδευση. Η απόφασή του να κάνει δωρεά μια τέτοια σχολή στο κράτος ήταν προϊόν του ανήσυχου και δημιουργικού του πνεύματος, της διάθεσής του να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στην πατρίδα του καθώς και της τάσης της εποχής στον τομέα αυτό. Υπήρχαν ήδη ανάλογες σχολές στην Ευρώπη (Ελβετία, Βουλγαρία, Ρουμανία) αλλά και στην Ελλάδα, «Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή της Ενώσεως Ελληνίδων», κατά τα πρότυπα των οποίων ο ίδιος ήθελε και προσπάθησε να οργανώσει και τη δική του, τόσο στο περιεχόμενο των σπουδών όσο και στο σχεδιασμό του κτιριακού συγκροτήματος της Σχολής και του περιβάλλοντος χώρου, τον οποία επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Μεταξάς, δημιουργός του Παναθηναϊκού Σταδίου και του Σκοπευτηρίου. Χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος: «….από πολλού σκέπτομαι να προβώ εις την σύστασιν και διατήρησιν επαγγελματικού σχολείου, ομοίου προς τα εν Ευρώπη και δη εν Βερολίνω λειτουργούντα τοιαύτα, του οποίου υπάρχει έλλειψις εις τον τόπο μας». Επίσης, «Ζητώ με τρία λόγια να κάμω οικοκυράς, που να διοικούν μεθοδικά το σπίτι των, συζύγους που να είνε σύντροφοι και μανάδες που να αγαπούν έξυπνα». Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί σχετικό άρθρο της Ακρόπολις, στις 7 Νοεμβρίου του 1908, όπου από τα λόγια του ίδιου του Π. Χαροκόπου φαίνεται η μεγάλη εθνική σημασία της Χαροκοπείου Σχολής. Ειδικότερα: «Δεν θέλω να έχωμεν μορφωμένες δούλες και αμόρφωτες κυράδες». «Μία από τας δυστυχίας του έθνους μας ομολογουμένως είνε και η Ελληνίς. Η οποία διατρέχει τον σοβαρόν κίνδυνον να γίνη έκφυλος εις την ανωτέραν τάξιν, άμυαλη εις την μεσαίαν τάξιν, κτήνος εις την τελευταίαν τάξιν». « Αι Ελληνίδες θα μορφώσουν τους Έλληνας και των Ελληνίδων την μόρφωσιν θα την συμπληρώση αυτή η Σχολή την οποίαν εφαντάσθη ο Χαροκόπος».

Χαροκόπειος Σχολή

  • Νομικό Πρόσωπο

Η διαδικασία ίδρυσης της Σχολής απέβη χρονοβόρος, λόγω της εμπλοκής της κρατικής γραφειοκρατίας. Η επιμονή τελικά του Π. Χαροκόπου αλλά και η στήριξη της κοινής γνώμης και του τύπου οδήγησαν σε αίσιο αποτέλεσμα.

Το 1908 συντάσσεται το καταστατικό, ο κανονισμός και το πρόγραμμα της σχολής, όπου ρυθμίζονται με κάθε λεπτομέρεια τα θέματα της διοίκησης, της λειτουργίας, του εκπαιδευτικού έργου και των οικονομικών της Σχολής. Ειδικότερα και ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
Η σχολή τίθεται «υπό την υψηλήν προστασίαν και ανωτάτην εποπτείαν και διοίκησιν της Α.Β.Υ. της Πριγκηπίσσης Σοφίας». Περιλαμβάνει τρία τμήματα: ένα Οικοκυρικό με σκοπό την κατάρτιση της οικοδέσποινας, ένα Επαγγελματικό με σκοπό την κατάρτιση για βιοποριστικό επάγγελμα και ένα τμήμα «προς ειδική μόρφωση υπηρετριών». Επίσης, προβλέπεται η λειτουργία απογευματινών μαθημάτων για τις εργαζόμενες γυναίκες και η ίδρυση διδασκαλείου για τη δημιουργία διδασκαλισσών του κλάδου. Η διοίκηση της σχολής ανατίθεται σε δύο σώματα, ένα πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, αρμόδιο για τα οικονομικά του Ιδρύματος και μία εξαμελή Κοσμητεία, η οποία «επισκοπεί ειδικώς τα της διδασκαλίας, αγωγής και διαίτης εν γένει των εν τη Σχολή διδασκομένων». Η διεύθυνση της Σχολής ανατίθεται σε μια διευθύντρια και μια υποδιευθύντρια. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό διακρίνεται σε «εσωτερικό» (δασκάλες) και «εξωτερικό» (και τα δύο φύλα). Επίσης, ορίζεται η ύπαρξη οικονόμου, ιματιοφύλακα, υπηρετικού προσωπικού, ιατρού και νοσοκόμου. Οι μαθήτριες διακρίνονται σε «εσωτερικές» («συσσίτους»), που διαμένουν στο οικοτροφείο, «ημισυσσίτους» και «εξωτερικές». Παρέχεται δωρεάν φοίτηση στα τμήματα που απευθύνονται στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, διευκόλυνση στη φοίτηση μαθητριών που προέρχονται από φτωχές οικογένειες αλλά και χορήγηση υποτροφιών. Αυτό είναι συνδεδεμένο με την εξασφάλιση των οικονομικών πόρων της Σχολής. Ο Π. Χαροκόπος εξασφάλισε οικονομική αυτοδυναμία της Σχολής του, γεγονός που τη διαφοροποιούσε από άλλες Σχολές που είχαν γίνει στην Ελλάδα και συνετέλεσε καθοριστικά στην διατήρηση και εξέλιξή της στο μέλλον. Σύμφωνα με το καταστατικό, ορίζονται 40.000 δρχ. ετησίως (στη διαθήκη αυξήθηκε το ποσό σε 50.000 δρχ.), ως κληροδότημα του ιδρυτή, ο οποίος «διέθετε εσαεί» και άλλες 6.000 δρχ. ετησίως. Ως επιπλέον πόροι της σχολής ορίζονται και «τα εισπραττόμενα τροφεία και δίδακτρα» από τις εσωτερικές και εξωτερικές μαθήτριες, δωρεές και συνδρομές ομογενών, επιχορηγήσεις εκ μέρους του Δημοσίου και των Δήμων και έσοδα από τις πωλήσεις εργόχειρων και εδεσμάτων που θα κατασκευάζονται από τις μαθήτριες της Σχολής.

Η ανέγερση του κτιρίου της «Χαροκοπείου Σχολής» γίνεται υπό την επίβλεψη του αδελφού του Π. Χαροκόπου, Σπυρίδωνα, μετά από σχετικό βασιλικό διάταγμα «περί εγκρίσεως της ανεγέρσεως κλπ της Χαροκοπείου Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής των θηλέων» που εκδίδεται στις 28 Φεβρουαρίου 1914 (ΦΕΚ 53/τ.Α΄/4-3-1914). Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο με υπόγειο, στο οποίο υπήρχαν, κυρίως εργαστήριο χημείας, μαγειρείο, τραπεζαρία, αποθήκες, πλυντήριο και δωμάτιο υπηρεσίας. Στο ισόγειο λάμβανε χώρα η διδασκαλία και ο όροφος χρησίμευε ως οικοτροφείο. Οι διαδικασίες έχουν διάρκεια από το 1915 έως το 1920. Το Μάρτιο του 1926 το προσφυγικό ορφανοτροφείο θηλέων «Εθνική Στέγη», αυτοτελές σωματείο αναγνωρισμένο από το κράτος, το οποίο στεγαζόταν και λειτουργούσε στο Χαροκόπειο ίδρυμα παρέχοντας πλήρη δημοτική μόρφωση, υπέβαλε στον Υπουργό Παιδείας αίτημα συγχώνευσης με το Χαροκόπειο ίδρυμα ώστε να καταστεί δυνατή η λειτουργία και του Οικοκυρικού διδασκαλείου και της Οικοκυρικής Σχολής.

Από τα τρία τμήματα που προβλέπονταν στο νέο καταστατικό της Σχολής, Οικοκυρικό, Επαγγελματικό και Διδασκαλείο λειτούργησε για οικονομικούς λόγους μόνο το τελευταίο, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Η λειτουργία του ξεκίνησε το 1929 σύμφωνα με το νόμο 4360/1929 «περί ιδρύσεως Διδασκαλείου Οικοκυρικής Εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ, 290/τ.Α΄/ 17-8-1929). Η φοίτηση στο Διδασκαλείο ήταν τριετής, βρισκόταν υπό την εποπτεία του υπουργού Παιδείας και ελεγχόταν από διοικητικό συμβούλιο, εκπαιδευτικό συμβούλιο και εκπαιδευτικούς επιθεωρητές σύμφωνα με το διάταγμα «περί καθορισμού των εν τω Χαροκοπείω Διδασκαλείω Οικοκυρικής Εκπαιδεύσεως διδασκομένων μαθημάτων, κατανομής της διδακτέας ύλης κλπ» που εκδόθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1930 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 394/ τ. Α΄ /17-12-1930. Μπορούσαν να φοιτήσουν μόνο οι απόφοιτες της τετάρτης τάξης του παλαιού Γυμνασίου σύμφωνα με το διάταγμα «περί τρόπου προαγωγής κλπ. των μαθητριών του Διδασκαλείου Οικοκυρικής Εκπαιδεύσεως» που εκδόθηκε στις 22 Ιουλίου 1930 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 256/ τ. Α΄ /29-7-1930. Το Χαροκόπειο Διδασκαλείο ανέδειξε ηγετικές φυσιογνωμίες του κλάδου, όπως οι εκπαιδευτικοί Μαριάνθη Ματσούκη και Ελένη Σδριν, που υπήρξαν και διευθύντριες της, από το 1933, Ανωτέρας Χαροκοπείου Σχολής. Το 1931 η Σχολή αποκτά δημόσιο χαρακτήρα και αρχίζει να λειτουργεί σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα που καθόριζε το Υπουργείο Παιδείας ενώ οι απόφοιτες είχαν δικαίωμα διορισμού στη δημόσια εκπαίδευση. Τότε απεφοίτησαν εκατόν σαράντα δασκάλες της Οικοκυρικής για την Ελλάδα. Όμως λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, το κράτος δεν ήταν δυνατόν να προβεί σε διορισμούς. Συνεπώς, η διεύθυνση της Σχολής με τη συγκατάθεση του Υπουργείου Παιδείας ανέστειλε τη λειτουργία του διδασκαλείου με σκοπό να μη δημιουργηθεί μια νέα τάξη ανέργων.

Το 1933 η σχολή ονομάζεται «Χαροκόπειος Ανωτέρα Οικοκυρική Σχολή» (ΧΑΟΣ), τριετούς φοιτήσεως, σύμφωνα με το νόμο 6205/ 1934 «περί μετατροπής εις Ανωτέραν Οικοκυρική Σχολή του Διδασκαλείου Οικοκυρικής Εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 242/ τ. Α΄/ 27-7-1934). Το 1937 προστέθηκε σε αυτή και ένα διτάξιο διδασκαλείο οικοκυρικής εκπαιδεύσεως. Προϋπόθεση για τη φοίτηση αποτελεί «το ενδεικτικό προαγωγής εκ της δευτέρας τάξεως του εξαταξίου Γυμνασίου ή πρακτικού λυκείου ή ημιγυμνασίου» σύμφωνα με το διάταγμα «περί εγγραφών και εισιτηρίων εξετάσεων εν τη Χαροκοπείω Ανωτέρα Οικοκυρική Σχολή Καλλιθέας» που εκδόθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1934 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 407/τ.Α΄/22-11-1934. Τα μαθήματα που διδάσκονται διακρίνονται σε θεωρητικά και πρακτικά αλλά και σε οικοκυρικά και γενικά, όπως Μαγειρική, Διαιτητική, Οικιακή Οικονομία, Διακοσμητική, Ανθοκομία, Χημεία, Φυσική, Υγιεινή, Λογιστική, Νεοελληνική και ξένη λογοτεχνία, ξένες γλώσσες κλπ. Ο στόχος ήταν να εφοδιαστούν οι μαθήτριες της Σχολής όχι μόνο με τα προσόντα της καλής νοικοκυράς αλλά και με την απαραίτητη διοικητική ικανότητα ώστε να μπορούν να στραφούν προς άλλα επαγγέλματα της αγοράς αν χρειαζόταν.

Το 1951 η σχολή ονομάζεται «Χαροκόπειος Ανωτάτη Σχολή Οικιακής Οικονομίας» (ΧΑΣΟΟ), στην ουσία Ανωτέρα Σχολή τριετούς φοιτήσεως, με σκοπό τη μόρφωση καθηγητριών Οικιακής Οικονομίας, σύμφωνα με το νόμο 1785 «περί ιδρύσεως και λειτουργίας Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας και τροποποιήσεως του νόμου 6205/1934» (ΦΕΚ 124/τ. Α΄/25-4-1951) Η λειτουργία της ανεστάλη κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1978-1980 και επαναλειτούργησε μετά από ενέργειες της οικογένειας Χαροκόπου και του Συνδέσμου των καθηγητριών Οικιακής Οικονομίας, το 1981.

Το 1981 ιδρύεται το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου 1894/90 και όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του νόμου 1966/91. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή παύση της λειτουργίας της Σχολής, η οποία είχε ολοκληρώσει ένα κύκλο μακρόχρονης και σημαντικής προσφοράς τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην ελληνική οικογένεια, ιδιαίτερα στην αγροτική.

Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής, Τμήμα Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων (ΤΟΤΑ) Πειραιά

  • Νομικό Πρόσωπο

1984: Π.Δ. 582 20/21 Δεκεμβρίου (ΦΕΚ Α΄ 208) «Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» : Πρόβλεψη ότι σε κάθε νομό συστήνεται Αστυνομική Διεύθυνση.
1987: Π.Δ. 95 9/27 Απριλίου 1987 (ΦΕΚ Α΄ 56) «Αναδιάρθρωση, σύσταση, οργάνωση και λειτουργία υπηρεσιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και άλλες διατάξεις»
1992: ΠΔ.198 27 Μαΐου /5 Ιουνίου 1992 (ΦΕΚ Α’ 92) «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και άλλες διατάξεις.»
1993: Π.Δ. 328/1993 4/26 Αυγούστου 1993 (ΦΕΚ Α΄ 140) «Αναδιάρθρωση υπηρεσιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής»
Σύμφωνα με το παραπάνω νομικό πλαίσιο, το 1984 με το ΠΔ 582/1984 (άρθρο 85) συστάθηκε Τμήμα Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων (ΤΟΤΑ) σε κεντρικό επίπεδο στη Διεύθυνση Τροχαίας της ΓΑΔΑ (μετέπειτα Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής) με αρμοδιότητα την προανάκριση για τα οδικά τροχαία ατυχήματα. Με το ΠΔ 95/1987 (άρθρο 20) το ΤΟΤΑ, που λειτουργούσε κεντρικά στη Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής, καταργήθηκε και συστάθηκαν δύο ΤΟΤΑ στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η τοπική αρμοδιότητα του ΤΟΤΑ Πειραιά εκτεινόταν στην περιφέρεια των Τμημάτων Τροχαίας Πειραιά και Κορυδαλλού. Το 1993 με το ΠΔ 328/1993 (άρθρο 2) η τοπική αρμοδιότητα του ΤΟΤΑ Πειραιά επεκτάθηκε και στο Σταθμό Τροχαίας Περάματος.
Η διάρθρωση των ΤΟΤΑ Αθήνας και Πειραιά οριζόταν ως εξής
α) Γραφείο Γραμματείας.
β) Γραφείο Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων

Το Γραφείο Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων ενεργεί τις προανακρίσεις για τα οδικά τροχαία ατυχήματα στην περιοχή του Τμήματος, καθώς και για κάθε ατύχημα στο οποίο εμπλέκονται αυτοκινούμενα οχήματα, ανεξάρτητα από τον τόπο ή τρόπο κίνησής τους.

Φυλακές Γυάρου

  • Νομικό Πρόσωπο

Στα νεότερα χρόνια, τις περιόδους 1947-1952, 1955-1961 και 1967-1974, το νησί της Γυάρου χρησιμοποιείται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ως τόπος φυλακής και εξορίας.
Στη νοτιανατολική πλευρά του νησιού δημιουργήθηκαν πέντε περιφραγμένα στρατόπεδα, στους αντίστοιχους πέντε όρμους του νησιού, όπου η διαμονή γινόταν κυρίως σε σκηνές κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Οι πρώτες οικοδομικές εργασίες ξεκίνησαν το 1947. Περιλάμβαναν εκβραχισμούς και διαμορφώσεις του εδάφους, διάνοιξη δρόμων, χτίσιμο ειδικών κτηρίων, αποθηκών, φυλακίων, πυροβολείων κ.ά. Ανάμεσα στον Δ΄ και τον Ε΄ όρμο χτίστηκε με αναγκαστική εργασία από τους κρατούμενους το κτήριο των φυλακών. Οι εργασίες διήρκεσαν από το 1948 ως το 1951. Πρόκειται για οικοδόμημα μεγάλων διαστάσεων, επίμηκες, ορθογώνιας κάτοψης. Αναπτύσσεται συμμετρικά γύρω από έναν άξονα που έχει κατεύθυνση Α–Δ, επάνω σε κεκλιμένο έδαφος που διαμορφώθηκε σε τέσσερα επίπεδα. Μορφολογικά το κτήριο ακολουθεί τα πρότυπα αντίστοιχων φυλακών της Δυτικής Ευρώπης.
Επάνω στο νησί βρίσκεται νεκροταφείο όπου έχουν ενταφιαστεί 20 πολιτικοί κρατούμενοι.
Το 2001, με την υπ’ αριθμ. ΔΠΑ/11131 απόφαση του υπουργού Αιγαίου (ΦΕΚ 772/Δ/19-9-2001), χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα τα κτήρια των φυλακών καθώς και όλα τα οικοδομήματα, οι εγκαταστάσεις και οι κατασκευές που βρίσκονται στις περιοχές των πέντε όρμων του νησιού της Γυάρου, και καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί στη δόμησή τους. Ακολούθησε ο χαρακτηρισμός από το υπουργείο Πολιτισμού του νησιού της Γυάρου ως ιστορικού τόπου, με την υπ’ αριθμ. Γ/4016/68475/17-12-2001 υπουργική απόφαση.

Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών - Πειραιώς (Η.Σ.Α.Π.)

  • Νομικό Πρόσωπο

Η λέξη «σιδηρόδρομος» εκφράστηκε για πρώτη φορά το 1843 από το σύμβουλο του υπουργείου εξωτερικών, Αλέξανδρο Ραγκαβή. Ο Ραγκαβής προτείνε την ίδρυση σιδηροδρόμου για την ένωση της Αθήνας με τον Πειραιά, ο οποίος θα έλυνε το συγκοινωνιακό πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η αύξηση του πληθυσμού στις δυο αυτές πόλεις. Τον Νοέμβριο του 1855 ψηφίστηκε ο Νόμος ΤΖ΄ ¨περί συστάσεως Σιδηροδρόμου¨, σύμφωνα με τον οποίο ο βασιλιάς μπορούσε να παραχωρήσει το δικαίωμα σύστασης σιδηροδρόμου σε εταιρία ή σε ιδιώτη.
Το 1866 ο Νόμος ΡΝΖ΄συμπλήρωνε τον προηγούμενο και επιπλέον καθόριζε τις λεπτομέρειες σχετικά με τις αποζημιώσεις των κτημάτων τα οποία έπρεπε να απαλλοτριωθούν προκειμένου να λειτουργήσει ο σιδηρόδρομος. Τον Οκτώβριο του 1867 υπογράφεται Σύμβαση μεταξύ του Άγγλου κεφαλαιούχου Εδουάρδου Πίκεριγκ και του Υπουργού Εσωτερικών Αλέξανδρου Κουμουνδούρου ¨περί συστάσεως Σιδηροδρόμου απ’ Αθηνών εις Πειραιά¨. Η Σύμβαση κυρώνεται με τον Νόμο ΣΜΑ΄. Επίσης ο Νόμος ΤΔ΄(1868) επιτρέπει στον Πίκεριγκ την κατασκευή θαλλάσιων λουτρών στην περιοχή του Φαλήρου τα οποία θα συνδέονται με τον σιδηρόδρομο. Τον ίδιο χρόνο ο Πίκεριγκ θέλησε να μεταβιβάσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε μια νέα εταιρία με τίτλο ¨Ανώνυμος Εταιρία απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου¨ (ΣΑΠ). Η εταιρία συστήνει το πρώτο διοικητικό συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τον Α. Σκουζέ (τραπεζίτης), Ι. Σκαλτσούνης (μηχανικός) και Δ. Δαμασκηνός (δικηγόρος). Τον Φεβρουάριο του 1869 έγιναν τα εγκαίνια του πρώτου ατμοκίνητου σιδηροδρόμου.
Το 1874 ο Πίκεριγκ αποσύρεται λόγω οικονομικών δυσχερειών και το 1880 η εταιρία (ΣΑΠ) εξαγοράζεται από την τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως αντί 60.000 λιρών Αγγλίας. Ιδρύεται νέα εταιρία (¨Ανώνυμος Εταιρία απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου¨) με κεφάλαιο 4.000.000 δραχμές. Με τη δημιουργία της νέας εταιρίας παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη του σιδηροδρόμου. Κατασκευάζονται νέα βαγόνια, ολοκληρώνεται η ανέγερση του σταθμού του Πειραιά, χτίζονται οι σταθμοί του Θησείου, του Φαλήρου και του Μοσχάτου.
Με το Νόμο ΑΨΞΔ΄(1889) επικυρώνεται η Σύμβαση μεταξύ του ΣΑΠ και της νεοσυσταθείσας από τον Στ. Ψύχα ¨Εταιρίας Προεκτάσεως του απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου¨ βάσει της οποίας η δεύτερη θα αναλάμβανε το έργο της προέκτασης της γραμμής του ΣΑΠ από το Θησείο προς το Μοναστηράκι και την Ομόνοια.
Το 1898 υπογράφτηκε Σύμβαση μεταξύ του υπουργού Εσωτερικών Θεοτόκη, του προέδρου του ΣΑΠ Φιλάρετου και του προέδρου της ¨Εταιρίας Προεκτάσεως Ψύχα¨ Ι. Βαλαωρίτη για την συγχώνευση των δύο εταιριών και την αντικατάσταση της ατμοκίνητης έλξης με ηλεκτρική. Ο νόμος ΒΨΞΕ΄ του 1900 κυρώνει την Σύμβαση.
Το 1903 η εταιρία «ελληνική ηλεκτρική εταιρία /Thomson Houston de la Mediterranée», αναλαμβάνει την ηλεκτροδότηση του δικτύου. Στις 16/9/1904 εγκαινιάζεται η πρώτη ηλεκτροκίνητη διπλή γραμμή του αστικού σιδηροδρόμου.
Ανάμεσα στο 1924 και το 1925, ο όμιλος Power and Traction Finance Company, που είχε σχηματισθεί με αγγλικά και ελληνικά κεφάλαια, υπέβαλε στον ΣΑΠ προτάσεις συνεργασίας. Τον Οκτώβριο του 1925 η εταιρία Σιδηροδρόμων Αττικής, η εταιρία Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς και η εταιρία τροχιοδρόμων Αθηνών- Πειραιώς και περιχώρων συγχωνεύτηκαν με τον όμιλο Power and Traction Company σχηματίζοντας 2 εταιρίες, την εταιρία ¨Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι¨ (ΕΗΣ) και την ¨Ηλεκτρική Εταιρία Μεταφορών ¨(ΗΕΜ). Πρόεδρος της νέας εταιρίας (ΕΗΣ) είναι ο Αλέξανδρος Βλάγκαλης.
Η ΕΗΣ εγκαινιάζει πολλούς νέους σταθμούς μέχρι το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τον οποίο προσφέρει μεγάλη βοήθεια για την μετακίνηση των στρατιωτών. Τον Ιανουάριο του 1944 βομβαρδίζεται ο Πειραιάς με αποτέλεσμα να υποστεί ο Σταθμός σημαντικές καταστροφές. Το 1950 παραχωρείται από την ΗΕΜ στην ΕΗΣ το δικαίωμα ολοκλήρωσης των έργων ηλεκτροκίνησης. Η σύμβαση κυρώνεται το 1954 και η διάρκεια προνομίου επεκτείνεται μέχρι 31/12/1975.
Το 1976 οι ΕΗΣ κρατικοποιούνται και μετονομάζονται σε ΗΣΑΠ με τον Νόμο 352 (¨περί ιδρύσεως οργανισμού προς ανάληψη των παρά των ΕΗΣ Α.Ε. εκτελούμενων μεταφορών¨) - ΦΕΚ Α 147/16.6.1976. Σύμφωνα με το άρθρο 2 ο ΗΣΑΠ αποτελεί δημόσια επιχείρηση και λειτουργεί για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Το καλοκαίρι του 1977 ανατίθεται στην ελληνογαλλική κοινοπραξία SOFRETU-SGTE SOGELERG-ΑΔΚ η σύνταξη κατασκευαστικής προμελέτης για το νέο ΜΕΤΡΟ της Αθήνας. Το 1978 ο ΗΣΑΠ εντάσσεται στο σύστημα Αστικών Συγκοινωνιών της πρωτεύουσας τον οποίο εποπτεύει ο νεοϊδρυθείς (1977) Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών (ΟΑΣ σημερινός ΟΑΣΑ). Τέλος το 1991 ιδρύεται η εταιρία «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε».

Γαβριηλίδης, Γαβριήλ

  • Φυσικό Πρόσωπο

Ο Γαβριήλ Γαβριηλίδης του Λέοντος ήταν δικηγόρος. Διετέλεσε κατά καιρούς νομικός σύμβουλος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ρόδου, του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος (Ο.Π.Α.Ι.Ε.), του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών (1962-1983) κ.ά. Ο Γαβριηλίδης φαίνεται ότι ήρθε σε σύγκρουση με τον Οργανισμό Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος και ανέλαβε την υπεράσπιση υποθέσεων εβραϊκών περιουσιών που ο Οργανισμός δεν απέδιδε στους δικαιούχους του.
Ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος (Ο.Π.Α.Ι.Ε.) ιδρύθηκε το 1949 (ΒΔ 29/29.3.49) με σκοπό την περίθαλψη και αποκατάσταση των Ισραηλιτών που θα επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Βασική αρμοδιότητα ήταν η διαχείριση των περιουσιών των Εβραίων που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η απόδοσή τους στους κληρονόμους τους. Οι χρονικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν για την κατάθεση αιτήσεων εκ μέρους των παθόντων, συντέλεσαν ώστε πολλές περιουσίες Ισραηλιτών να μην αποδοθούν στους δικαιούχους. Ο Γαβριηλίδης ανέλαβε την υπεράσπιση πολλών τέτοιων υποθέσεων.
Ο Γαβριήλ Γαβριηλίδης ήταν παντρεμένος με την Ναχμούλη Καρολίνα που εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα Άουσβιτσς-Μπιρκενάου και Μπέλσεν.

Νομαρχία Αττικής, Διαμέρισμα Πειραιώς, Διεύθυνση Πολεοδομίας, Τμήμα Εκδόσεως Οικοδομικών Αδειών

  • Νομικό Πρόσωπο

Έως το 1956 η υπηρεσία της κάθε νομαρχίας αποτελούνταν από το Νομάρχη και τη Διεύθυνση Νομαρχίας που περιλάμβανε τα Τμήματα Διοικήσεως, Αποκεντρώσεως Τοπικής Αυτοδιοικήσεως Διεκπεραιώσεως και Αρχείου, κατ’αντιστοιχία της Διευθύνσεως Διοικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών. Το 1956 για πρώτη φορά ιδρύθηκαν τεχνικές υπηρεσίες στις νομαρχίες με το Ν.Δ. 3620 της 16/16 Νοεμ. 1956 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων “περί Διοικητικής Αποκεντρώσεως”». Με το νομοθέτημα αυτό σε κάθε νομό συστάθηκε Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών (άρθρο 15) που υπαγόταν άμεσα στο νομάρχη. Η διεύθυνση συγκροτούνταν από το γραφείο νομομηχανικού, στο οποίο υπήχθησαν τα Γραφεία μηχανικών και πολεοδομίας, όπου προβλέπονταν, η Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων και το Γραφείο μηχανικού εξοπλισμού.
Δομή Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχιών
Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών
Γραφείο νομομηχανικού
Γραφεία μηχανικών
Γραφεία πολεοδομίας
Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων
Γραφείο μηχανικού εξοπλισμού
Το σχήμα αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 1972 οπότε με το Ν. Δ. 1147 8/8.5.1972 "Περί διοικήσεως της Μείζονος Πρωτευούσης" και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες την περίοδο της δικτατορίας, στις νομαρχίες συστάθηκαν Διευθύνσεις που αντιστοιχούσαν στις αρμοδιότητες κάθε υπουργείου (μέχρι το 1972 τις δραστηριότητες αυτές διεκπεραίωνε το Τμήμα Αποκεντρώσεως).
Ειδικότερα στη Νομαρχία Αττικής η προϋπάρχουσα Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών ασκούσε αρμοδιότητες του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (κοινή υπουργική απόφαση Αριθ.Λ7/13-1/17 της 11/15.12.1972 (ΦΕΚ Β΄1097) των υπουργών: Υπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Υπουργού Εσωτερικών και Υπουργού Δημοσίων Έργων "Περί οργανώσεως των υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής αρμοδιότητος Υπουργείου Δημοσίων Έργων "). Σύμφωνα με την ΚΥΑ εκτός της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχίας Αττικής συστάθηκε σε κάθε Διαμέρισμα αντίστοιχη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών Διαμερίσματος και Υπηρεσία Πολεοδομίας Διαμερίσματος.
Η Υπηρεσία Πολεοδομίας Διαμερίσματος αποτελούνταν από τα παρακάτω Τμήματα:
α)Τμήμα Τοπογραφικό
β)Τμήμα Απαλλοτριώσεων
γ)Τμήμα Στατικού Ελέγχου
δ)Τμήμα Εκδόσεως Οικοδομικών Αδειών
ε)Τμήμα Αστυνομεύσεως Κατασκευών
ς) Τμήμα Διοικητικόν
Η κατάσταση αυτή παρέμεινε ως το 1977 οπότε με το Π.Δ. 910 10/10.10.1977 (ΦΕΚ Α’ 305) "Περί Οργανισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων" η υπηρεσία πολεοδομίας των νομαρχιών μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Πολεοδομίας. Έτσι το 1977 οι περιφερειακές υπηρεσίες των υπουργείων στις νομαρχίες περιλάμβαναν τις Διευθύνσεις Τεχνικών Υπηρεσιών και τις Διευθύνσεις Πολεοδομίας Νομαρχίας. Ειδικότερα στην Αττική διατηρήθηκε το σχήμα με τον διαχωρισμό της νομαρχίας σε Διαμερίσματα, οπότε η διάρθρωση ήταν ως ακολούθως (άρθρο 82)
α) Τμήμα Τοπογραφικό
β) Τμήμα Απαλλοτριώσεων
γ) Τμήμα Στατικού Ελέγχου
δ) μήμα Εκδόσεως Οικοδομικών Αδειών. Αρμοδιότητα του Τμήματος Εκδόσεως Οικοδομικών Αδειών είναι η έκδοση των απαιτούμενων αδειών για την εκτέλεση οποιασδήποτε οικοδομικής εργασίας.
ε) Τμήμα Αστυνομεύσεως Κατασκευών
στ) Γραφείον Γραμματείας
Το 1980 οι Διευθύνσεις Πολεοδομίας των νομαρχιών της χώρας και των Διαμερισμάτων της Νομαρχίας Αττικής μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος με το νόμο 1032 10/14.3.1980 (ΦΕΚ Α΄ 57) "Περί συστάσεως Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος".
Ως εκ των άνω οι υπηρεσίες που εμφανίζονται στο αρχείο ως διαδοχικοί παραγωγοί του αρχειακού υλικού είναι οι ακόλουθες:
Νομαρχία Αττικής, [Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών], Γραφείο Πολεοδομίας Αθηνών
Νομαρχία Αττικής, Διαμέρισμα Πειραιώς, Υπηρεσία Πολεοδομίας [Τμήμα Εκδόσεως Οικοδομικών Αδειών]
Νομαρχία Αττικής, Διαμέρισμα Πειραιώς, Διεύθυνση Πολεοδομίας, Τμήμα Εκδόσεως Οικοδομικών Αδειών

Ελεγκτικό Συνέδριο

  • Νομικό Πρόσωπο

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε με το διάταγμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1833 επί της αντιβασιλείας του Όθωνα. Πρώτος πρόεδρος διετέλεσε ο Γάλλος οικονομολόγος Ρενύ, που ήλθε στην Ελλάδα το 1831 με ενέργειες του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια για να οργανώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ανεξάρτητο στην λειτουργία του από υπουργεία και ενεργούσε ως ανώτατο διοικητικό σώμα εποπτείας και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών. Η ίδρυση του ήρθε να καλύψει τις ανάγκες ύπαρξης μιας ανώτατης ελεγκτικής αρχής της οικονομικής διοικήσεως από τη μια, και ενός ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου επιφορτισμένου με τον δικαστικό έλεγχο της γενικής οικονομικής διαχειρίσεως του κράτους, από την άλλη.

Ο σκοπός του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως προκύπτει από το ιδρυτικό του διάταγμα, ήταν: «α) Να πληροφορήται δια επεξεργασίας των λογαριασμών ότι διατηρούνται αι γενικαί αρχαί του εγκριθέντος οικονομικού του κράτους συστήματος• ότι πάσα εντός του κράτους διαχείρισις γίνεται κατ’ αυτό το σύστημα• ότι αι επιτετραμμέναι οποιανδήποτε ειδικής διαχείρισιν Αρχαί εκτελούν τα διοικητικά (administratifs) καθήκοντά των ευσυνειδήτως κατά τους υπάρχοντας νόμους, διατάγματα, οδηγίας και καταστάσεις ότι τα έσοδα και τα έξοδα είναι εν τάξει αποδεδειγμένα, και ότι εις τας διοικητικάς Αρχάς δοθέντα χρήματα διετέθησαν δι’ ας ανάγκας εδόθησαν. β) Να κρίνει δια των αποτελεσμάτων των λογαριασμών της διαχειρίσεως, αν, και οποίαι μεταβολαί είναι αναγκαίαι ή κατάλληλοι δια τον γενικόν σκοπόν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι η ανωτάτη ως προς το διοικητικόν ελεγκτική αρχή. (άρθρο 2). Εις την δικαιοδοσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγεται όλον το λογιστικόν του κράτους, αυτό επιτηρεί τους υπολόγους υπηρέτας αυτού (άρθρο 3).»

Εκτός από τις παραπάνω αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55-57 του ιδρυτικού διατάγματος, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως ανώτατη ελεγκτική αρχή, η επιτήρηση των υπολόγων σχετικά με το λογιστικό, την ακρίβεια των Ταμείων και την τήρηση των βιβλίων Ταμείων, διενεργώντας τουλάχιστον μια φορά το χρόνο - αλλά και όποτε το κρίνει εύλογο - έλεγχο σε όλα τα Ταμεία του Κράτους και τους κλάδους της υπηρεσίας. Σκοπός του ελέγχου ήταν να πληροφορείται «ότι ο υπόλογος εισέπραξε τα όσα ώφειλε να εισπράξει χρήματα εγκαίρως και κατά τάξιν, ότι έκαμε τωόντι τας πληρωμάς και ότι τας έκαμε κατά την περί τούτου άδειαν, ότι τα έσοδα και τα έξοδα επέρασαν εγκαίρως εις τα βιβλία, ότι τα βιβλία κρατώνται κατά τους κανονισμούς και τους τύπους, ότι αι αποδείξεις είναι νόμιμοι, ότι τα έσοδα παρεδόθησαν εις το ανωτέρω Ταμείον και ότι τα περισσεύοντα εκ των εσόδων χρήματα ευρίσκονται τωόντι εις μετρητά εις το Ταμείον και διατηρούνται κατά χρέος»

Στο ιδρυτικό διάταγμα της 27 Σεπτεμβρίου 1833 περιέχονται επίσης διατάξεις που ρυθμίζουν το «σχηματισμό» του Ελεγκτικού συνεδρίου, δηλαδή το σκοπό και τη σύνθεση του σώματος, τις αρμοδιότητες του και τον τρόπο προσκομίσεως των λογαριασμών και ο κατ’ αρχάς έλεγχός τους, η διαδικασία ελέγχου των λογαριασμών και εκδόσεως αποφάσεως κατά περίπτωση και τέλος τα καθήκοντα του Επιτρόπου της επικρατείας και του Γραμματέως.

Με τον καταστατικό νόμο της 27 Σεπτεμβρίου 1833 ανετέθησαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι εξής αρμοδιότητες:

  1. Η εκκαθάριση των λογαριασμών από το 1822 μέχρι το 1833 καθώς επίσης και ο έλεγχος των μετά το 1833 ετησίων διαχειρίσεων κάθε υπολόγου (άρθρα 1 και 26)
  2. Ο έλεγχος των διδομένων από τους δημοσίους υπολόγους εγγυήσεων (άρθρο 24)
  3. Η εξέταση της νομιμότητος των παραχωρητηρίων εθνικών κτημάτων (άρθρο 26)
  4. Η εξέταση της νομιμότητος των εκποιήσεων εθνικών κτημάτων που πραγματοποιήθηκαν πριν το 1833 (άρθρο 27)
  5. Η εξέταση των παλαιών χρεών προς το Δημόσιο και κυρίως όσων οφείλονταν από εκποίηση εθνικών κτημάτων (άρθρο 28)
  6. Η επιτήρηση των βιβλίων εγγραφής κινητών και ακινήτων εθνικών κτημάτων (άρθρο 29)
  7. Ο έλεγχος των υπερβάσεων των γενικών και ειδικών πιστώσεων των υπουργείων (άρθρο 30)
  8. Η επιτήρηση της παραδόσεως των δια νόμου ορισθέντων εισοδημάτων στο Χρεολυτικό Ταμείο (άρθρο 31)
    Επίσης υπό την προϋπόθεση της εκδόσεως των σχετικών διαταγμάτων, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο έλεγχος των λογαριασμών των φιλανθρωπικών καταστημάτων, των σχολείων και των κοινοτήτων. (άρθρο 32) .

Από το 1833 έως το 1887 το Ελεγκτικό Συνέδριο παρουσίασε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα παρ’ όλες τις δυσκολίες τις σχετικές με το γενικότερο πλαίσιο του Δημοσίου Λογιστικού και του προσωπικού του σώματος.

Αξιοσημείωτο είναι, γι’ αυτήν την περίοδο, το γεγονός ότι ενώ η Α’ Εθνοσυνέλευση του 1844 κατήργησε όλα τα διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρήθηκε γιατί θεωρήθηκε ως διοικητική επιτροπή και με το Σύνταγμα του 1844 στο κεφάλαιο «περί δικαστικής εξουσίας» (άρθρο 87) ορίζεται ότι «οι Δικασταί καθώς και τα ψήφον έχοντα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου θέλουν είσθαι ισόβια».

Πολλοί νόμοι και διατάγματα συντάχθηκαν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου όμως η ανεπάρκεια του προσωπικού του, η συνεχής διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, ο τεράστιος όγκος αλλά και η ελλιπής τήρηση των λογαριασμών που όφειλε να ελέγξει, καθώς επίσης και η καθυστέρηση της υποβολής τους, η αστάθεια του Δημοσίου λογιστικού συστήματος και η διαρκής αναμόρφωσή του, οι αντιδράσεις που προκαλούσε η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του, και τέλος η προβληματική συνεργασία που είχε με το Υπουργείο Οικονομικών ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα που αποτελούσαν μόνιμη τροχοπέδη στο έργο του.

Το 1887 προστέθηκαν τέσσερις νέες αρμοδιότητες στο Ελεγκτικό Συνέδριο χωρίς να γίνει όμως καμία ταυτόχρονη αύξηση του προσωπικού του. Οι νέες αρμοδιότητες αφορούσαν: 1) Την εκδίκαση των εφέσεων α) κατά των νομαρχιακών αποφάσεων επί των δημοτικών επιχειρήσεων β )επί των αποφάσεων κατά των μοναστηριακών διαχειρίσεων, γ) κατά των αποφάσεων επί της διαχειρίσεως των ιερών ναών, δ) κατά των αποφάσεων του Υπουργείου στρατιωτικών κατά των διαχειριστών του Στρατού, 2) Τον έλεγχο α) των παραχωρήσεων στους νεοφύτους, β) των παραχωρητηρίων δυνάμει του από 1838-1875 νόμων περί φαλαγγιτικών προικίσεων παραχωρήσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, προικοδοτήσεως και διανομής εθνικής γης, εμφυτεύσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, 3) Τον έλεγχο των συντάξεων, και 4) Την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του επί των συντάξεων Τμηματάρχη του Υπουργείου Οικονομικών για της κρατήσεις των συντάξεων.

Η περίοδος που μεσολαβεί από το 1887 μέχρι το 1923, οπότε και επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωση του οργανισμού και της λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση των νόμων:
• ΑΥΟΖ΄ /1887 «περί της υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου»,
• 400/1914 «περί συμπληρώσεως του προσωπικού του Συνεδρίου»,
• 1635/1919 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυόντων νόμων»,
• 1937/1920 «περί του τρόπου της ενεργείας του προληπτικού ελέγχου επί των εξόδων του Κράτους».

Με τη συμπλήρωση 90 χρόνων από την ίδρυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου πραγματοποιείται και η αναδιάρθρωση του θεσμού και του ρόλου του με την ψήφιση του νομοθετικού διατάγματος της 6/7/1923 «περί οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Σύμφωνα με το νέο νόμο, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από έναν πρόεδρο, δύο αντιπροέδρους, δώδεκα συμβούλους, και έξι παρέδρους, ενώ για την εκπροσώπηση του στην Επικράτεια ορίζεται Γενικός Επίτροπος. Για την άσκηση της δικαιοδοσίας του το Ελεγκτικό Συνέδριο διαιρεί τα καθήκοντά του σε τρεις κατηγορίες – συνταγματικά, διοικητικά και δικαστικά-, και σε καθεμία από αυτές θέτει επιτετραμμένους έναν πρόεδρο, έναν εκ των αντιπροέδρων και τέσσερις συμβούλους. Η ολομέλεια του Συνεδρίου συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους, ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και από έξι τουλάχιστον συμβούλους, ενώ οι αρμοδιότητες της ορίζονται από το άρθρο 34 του διατάγματος.

Βασισμένη στο παραπάνω νομοθετικό διάταγμα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ψήφισε στις 4/10/1923, τον κανονισμός της εσωτερικής λειτουργίας του που χώριζε τρεις διευθύνσεις (ταμιακών λογαριασμών, διαφόρων λογαριασμών και συντάξεων), τη γραμματεία και το αρχείο και όριζε της αρμοδιότητες εκάστης.

Έτσι:

  • Η Διεύθυνση Ταμειακών Λογαριασμών διαιρείται σε πέντε τμήματα ελέγχου λογαριασμών που η αρμοδιότητά τους ορίζεται κάθε φορά από το αρμόδιο τμήμα του Συνεδρίου και από το Τμήμα Εγγραφών.
  • Η Διεύθυνση Διαφόρων Λογαριασμών διαιρείται σε πέντε τμήματα: α)Τμήμα ελέγχου τελωνιακών προξενικών λογαριασμών και μονοπωλίων, β)Τμήμα ελέγχου ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών λογαριασμών, γ)Τμήμα ελέγχου δημοτικών λογαριασμών, δ)Τμήμα ελέγχου διαφόρων άλλων μη δημοσίων διαχειρίσεων και χρηματικών ενταλμάτων ε)Γραφείον Θεωρήσεως παραχωρητηρίων εξαρτώμενων απ’ ευθείας εκ του Διευθυντού.
  • Η Διεύθυνση Συντάξεων διαιρείται σε τέσσερα τμήματα: α)Τμήμα πολιτικών συντάξεων, β)Τμήμα συντάξεων αξιωματικών στρατού ξηράς και θαλάσσης και των οικογενειών αυτών γ)Τμήμα συντάξεων υπαξιωματικών και οπλιτών στρατού ξηράς και θαλάσσης και των οικογενειών αυτών και δ) Ε΄ Τμήμα ελέγχου ταμιακών λογαριασμών καθυστερουσών διαχειρίσεων παρά τη διεύθυνση II (συνιστάται προσωρινώς)
  • Η Γραμματεία περιλαμβάνει: Γραφείο Πρωτοκόλλου, Γραφείο Αντιγραφής, Γραφείο Αποστολής, Γραφείο Προσωπικού και Γραφείο Πληροφοριών
  • Το αρχείο περιλαμβάνει: Γραφείο Αρχείου ταμειακών λογαριασμών, Γραφείο Αρχείου διαφόρων λογαριασμών, Γραφείο Πρωτοκόλλου συντάξεων και Γραφείο Πρωτοκόλλου δικαστικών υποθέσεων.

    Οι αρμοδιότητες και το προσωπικό κάθε Διεύθυνσης Τμήματος και Γραφείου καθορίζονται επίσης από τον οργανισμό που ψήφισε η συνεδρίαση της ολομέλειας της 4/10/1923 .

    Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατανέμει τις αρμοδιότητές της σε τρία τμήματα:
    • Τμήμα Ι: - Έξοδα κράτους και εποπτεία υπηρεσίας θεωρήσεως ενταλμάτων των Υπουργείων

    • Παρακολούθηση δημοσίων εσόδων
      • Προεξέταση απολογισμού και γενικού ισολογισμού του κράτους
  • Εποπτεία των δημοσίων υπολόγων και εγγυήσεων αυτών
    • Έλεγχος λογαριασμών υπολόγων
    • Θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων και επιταγών
    • Θεώρηση παραχωρητηρίων
      • Όλες οι μη δικαστικής φύσεως υποθέσεις που υπάγονται στο τμήμα ΙΙ
        • Τμήμα ΙΙ: Κανονισμός συντάξεων και σχετικά προς αυτές ζητήματα
        • Τμήμα ΙΙΙ: Οι μη υπαγόμενες στην Ολομέλεια δικαστικές υποθέσεις

Πολυδούρη, Μαρία

  • Φυσικό Πρόσωπο

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Μεγάλωσε στο Γύθειο και τα Φιλιατρά, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας της ως γυμνασιάρχης και τελείωσε το γυμνάσιο στην Καλαμάτα το 1918. Στην συνέχεια, κατόπιν διαγωνισμού, προσλήφθηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία Μεσσηνίας.
Το 1922, δύο χρόνια μετά τον θάνατο των γονέων της, η Μαρία Πολυδούρη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική για δύο χρόνια και παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και τη Σχολή Κουνελάκη. Στη Νομαρχία Αττικής όπου εργαζόταν, γνώρισε τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, με τον οποίο συνδέθηκε.
Το 1925 πήγε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στη Σχολή Ραπτικής Pigier. Η υγεία της όμως είχε κλονιστεί από τις δυσμενείς συνθήκες της ζωής της και το 1928 επέστρεψε στην Αθήνα με φυματίωση. Πέρασε στο σανατόριο Η Σωτηρία τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής της. Πέθανε τον Απρίλιο του 1930 στην κλινική Καρυοφίλη στα Πατήσια.
Τα πρώτα ποιήματά της δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Οικογενειακός αστήρ το 1916. Πολύ αργότερα εξέδωσε δύο συλλογές ποιημάτων: Οι τριλογίες που σβύνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929).
[Πηγές: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, τομ. 8. Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Χάρης Πάτσης, 1968, τομ. 11.]

Υπουργείο Εσωτερικών (1914-1939). Διεύθυνση Διοικήσεως

  • Νομικό Πρόσωπο

Το νομικό πλαίσιο για την οργάνωση του Υπουργείου Εσωτερικών την περίοδο που αφορά το υλικό της ενότητας περιγραφής διέπεται από τα παρακάτω νομοθετήματα:

Ν.516 23/24.12.1914 «Περί οργανισμού της Κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου των Εσωτερικών» (ΦΕΚ Α΄ 138)

Ν.2953 της 27/4.8.1922 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων περί οργανισμού και προσόντων των υπαλλήλων του Υπουργείου των Εσωτερικών» (ΦΕΚ Α΄ 393)

Α.Ν 1488 22/29.11.1938 "Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών" (ΦΕΚ Α΄ 541)

Β.Δ.20/23.3.1939 «Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών», (ΦΕΚ Α΄ 111).

Η Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών παρουσιάζει διαχρονικά, τουλάχιστον ως την δεκαετία του 1980, μια σχετικά σταθερή δομή, σε ό,τι αφορά τις κύριες αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών που αφορούν την εσωτερική διοίκηση του κράτους. Η Διεύθυνση Διοίκησης είναι από τις πιο σταθερές υπηρεσίες του Υπουργείου έως σήμερα, όπως άλλωστε σε όλα τα Υπουργεία.

Σύμφωνα με το νόμο του 1922 η Διεύθυνση Διοικήσεως ήταν μια από τις τέσσερις Διευθύνσεις του Υπουργείου (οι άλλες ήταν: Δημοτικής και Κοινοτικής Διοικήσεως, Χωροφυλακής και Δημοσίας Ασφαλείας, Αστυνομίας). Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο στην Κεντρική Υπηρεσία λειτουργούσαν 11 Τμήματα: 1) Προσωπικού, 2) Διοικητικού, 3) Δημοτικής Διοικήσεως, 4) Κοινοτικής Διοικήσεως, 5) Οικονομικών και Στατιστικής των Δήμων και Κοινοτήτων, 6) Μεταναστεύσεως, 7) Διεκπεραιώσεως Αρχείου και Καταχωρίσεως, 8) Αστυνομικόν, 9) Χωροφυλακής, 10) Οικονομικών Υπηρεσιών Χωροφυλακής, 11) Αστυνομίας Πόλεων.

Στο νόμο εκείνο προβλεπόταν η υπαγωγή των Τμημάτων στις αντίστοιχες τέσσερις Διευθύνσεις. Ωστόσο ολοκληρωμένος οργανισμός του Υπουργείου δεν εκδόθηκε παρά πολύ αργότερα το 1938 και το 1939 και αφορούσε όλες τις Διευθύνσεις εκτός αυτών της Δημόσιας Τάξης.

Σύμφωνα με το Β.Δ 20/23.3.1939 το Τμήμα Προσωπικού της Διευθύνσεως Διοικήσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία που είχαν τις παρακάτω αρμοδιότητες:

Γραφείο Ι: Υπεύθυνο για τη διοικητική εξέλιξη

Όλα τα ζητήματα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας, των Γενικών Διοικήσεων, Νομαρχιών, Γραφείων Επάρχων, και Αρχειοφυλακίων, η μετεκπαίδευση, η μελέτη και επεξεργασία περιοδικών εκθέσεων, σύνταξη τήρηση επετηρίδας, μητρώου, ατομικών φακέλων των διοικητικών υπαλλήλων και άλλα χρήσιμα βιβλία. Η τήρηση ατομικών φακέλων όλων των μόνιμων ή έκτακτων διοικητικών υπαλλήλων, συμπεριαλαμβανομένων των Γενικών Διοικητών, Νομαρχών, Γενικών Επιθεωρητών, Γενικών Γραμματέων των Γενικών Διοικήσεων Νομαρχιών και Επάρχων, καθώς και η έκδοση πιστοποιητικών προϋπηρεσίας. Οι άδειες σύστασης σωματείων ή συμμετοχής σε υφιστάμενα σωματεία

Γραφείο ΙΙ: Υπεύθυνο για τα οικονομικά των υπαλλήλων

Χορήγηση και αυξήσεις μισθών, επιδόματα λόγω ευδόκιμης παραμονής στο βαθμό, οδοιπορικά ημερήσια αποζημίωση των μετακινουμένων, νοσηλεία, απονομή συντάξεων και όλες οι λογιστικές εργασίες.

Καρυωτάκης, Κώστας

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1896 -1928

Ο Κώστας Καρυωτάκης (Τρίπολη, 1896 – Πρέβεζα, 1928) ήταν ποιητής του Μεσοπολέμου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και υπηρέτησε ως διοικητικός υπάλληλος σε διάφορες Νομαρχίες στη Θεσσαλονίκη (1920), τη Σύρο, την Άρτα, την Αθήνα 1923-1928, την Πάτρα (Φεβρουάριος – Ιούνιος 1928) και την Πρέβεζα (Ιούνιος 1928), όπου και αυτοκτόνησε.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων, (1919), Νηπενθή (1921), Ελεγεία και Σάτιρες, (1928). Το 1938 εκδόθηκαν τα Άπαντά του. Η ποίηση του Καρυωτάκη χαρακτηρίζεται από πεσιμισμό, φυγή και άρνηση του περιβάλλοντος, εκφράζοντας έτσι τα ψυχολογικά αδιέξοδα της γενιάς του ως απόρροια της Μικρασιατικής Καταστροφής και της εν γένει αποσύνθεσης της μεταπολεμικής εποχής.

Νομαρχία Αττικής

  • Νομικό Πρόσωπο

Το πρώτο νομοθέτημα που καθόριζε την οργάνωση της περιφερειακής διοίκησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αποτελούσε το διάταγμα της 3/15.4.1833 «περί διαιρέσεως του βασιλείου και της διοικήσεώς του». Με το διάταγμα αυτό η επικράτεια του ελληνικού βασιλείου διαιρέθηκε σε 10 νομούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο νομός Αττικής και Βοιωτίας (γνωστότερος και ως Αττικοβοιωτίας). Την ίδια χρονιά με το διάταγμα 26.4/8.5.1833 καθορίστηκαν και οι αρμοδιότητες των νομαρχών . Έκτοτε, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που ρύθμιζαν τα ζητήματα διοικητικής διαίρεσης του κράτους, αρμοδιότητας των νομαρχών και εν γένει της οργάνωσης αυτοδιοίκησης δευτέρου βαθμού ήταν συνεχείς, απότοκο, βεβαίως, της εδαφικής επέκτασης του ελληνικού βασιλείου, της τεταμένης πολιτικής κατάστασης, της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων και του εκσυγχρονισμού της διοίκησης. Τομή για την αυτοδιοίκηση δευτέρου βαθμού αποτελεί το Νομοθετικό Διάταγμα «περί διοικήσεως των νομών» της 9ης Μαΐου 1923 που καθιέρωνε το Νομό ως β βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, καθόριζε τα όργανα της διοίκησης του Νομού (Νομάρχης, Νομαρχιακό Συμβούλιο, Νομαρχιακή Επιτροπή), αλλά και τις αρμοδιότητες που ασκούσε ο Νομάρχης και τα υπόλοιπα όργανα νομαρχιακής διοίκησης. Ωστόσο, το Νομοθετικό Διάταγμα του 1923 δεν εφαρμόστηκε ποτέ εξαιτίας των συνεχών πολιτικών αναταραχών, στρατιωτικών πραξικοπημάτων και εναλλαγών κυβερνήσεων που χαρακτήριζαν την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα.

Διοικητικά όρια Νομαρχία Αττικής

Ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας που συστάθηκε το 1833 διαιρούνταν σε πέντε Επαρχίες (Αττικής, Αίγινας, Μεγαρίδας, Λιβαδειάς και Θηβών) . Με διάταγμα του 1836, που αντικατέστησε το νομαρχιακό σύστημα περιφερειακής διοίκησης με αυτό των «Διοικήσεων», καταργήθηκε ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας, ενώ η Βοιωτία αποτέλεσε πλέον ξεχωριστή «Διοίκηση» . Το 1845 με το Νόμο ΚΕ΄ «Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους», επανήλθε το νομαρχιακό σύστημα και επανασυστάθηκε ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας . Το 1899 με το Νόμο ΒΧΔ΄ «Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους» δημιουργήθηκε για πρώτη φορά αυτόνομος Νομός Βοιωτίας , ωστόσο, το 1909 ένας νέος νόμος διοικητικής διαίρεσης του ελληνικού κράτους κατήργησε το Νομό Βοιωτίας προχωρώντας στην ανασύσταση του Νομού Αττικοβοιωτίας . Το 1925 ενσωματώθηκε στο Νομό Αττικοβοιωτίας η Επαρχία Τροιζηνίας , το 1929 τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα , το 1941 δημιουργήθηκε η Επαρχία Λιβαδειάς και το 1942 η Επαρχία Ύδρας ενσωματώθηκε στο Νομό Αττικής και Βοιωτίας . Το 1936 ιδρύθηκε η Διοίκησις Πρωτευούσης (Αναγκαστικός Νόμος 44/31.8.1936 «περί συστάσεως Διοικήσεως Πρωτευούσης») . Η Διοίκηση Πρωτευούσης ήταν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με επικεφαλής υπουργό και περιοχή δικαιοδοσίας την πόλη των Αθηνών και του Πειραιά καθώς και επτά Δήμους και 36 Κοινότητες της Αττικής . Ο υπουργός της Διοίκησης Πρωτευούσης ασκούσε συγκεκριμένες αρμοδιότητες της περιφερειακής διοίκησης – στις οποίες θα γίνει αναφορά παρακάτω – στα όρια τις δικαιοδοσίας του. Το 1941 με τον Αναγκαστικό Νόμο 2921 η Διοίκηση Πρωτευούσης καταργήθηκε . To 1942 η Μήλος μαζί με την Κίμωλο εντάχθηκε από το Νομό Χανίων, όπου ενσωματώθηκε το 1941, στο Νομό Αττικοβοιωτίας, ενώ το 1944 αποσπάστηκε και υπήχθη στο Νομό Κυκλάδων. Το 1943 με το Νόμο 368/20.7.1943 «Περί συστάσεως Νομού Βοιωτίας» καταργήθηκε ο Νομός Αττικοβοιωτίας και δημιουργήθηκαν δύο ξεχωριστοί Νομοί, ο Νομός Βοιωτίας και ο Νομός Αττικής . Το 1964 αποσπάστηκε από το Νομό Αττικής ο Δήμος Πειραιώς με τους γειτονικούς Δήμους-Κοινότητες (Νίκαιας, Κερατσινίου, Κορυδαλλού, Νέου Φαλήρου, Δραπετσώνας, Περάματος, Αγίου Ιωάννη Ρέντη) και αποτέλεσε μαζί με τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα το Νομό Πειραιά ο οποίος, όμως, καταργήθηκε το 1972 και ενσωματώθηκε στο Νομό Αττικής.

Αρμοδιότητες Νομάρχη

Για την περίοδο που αφορά το αρχείο της Νομαρχίας Αττικής που απόκειται στην Κ.Υ. των ΓΑΚ (1940-1965) οι αρμοδιότητες του Νομάρχη και το οργανόγραμμα των υπηρεσιών της Νομαρχίας καθορίζονται, αρχικά, από τους Αναγκαστικούς Νόμους 1179/13.4.1938 «Περί των Νομαρχών» και 1488/22.11.1938 «Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών» και το εκτελεστικό Βασιλικό Διάταγμα του τελευταίου (Β.Δ. 20.3.1939 «Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών». Σύμφωνα με την παραπάνω νομοθεσία, οι Νομάρχες προΐστανται των πολιτικών υπηρεσιών της περιοχής τους – πλην των δικαστικών – καθώς και των αστυνομικών και λιμενικών υπηρεσιών και ασκούν αρμοδιότητες των υπουργείων, είτε αποκλειστικά είτε μετά από μεταβίβασή τους από την κεντρική εξουσία. Ειδικότερα, ο Νομάρχης εποπτεύει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της περιοχής δικαιοδοσίας του και εγκρίνει τις αστυνομικές διατάξεις, ασκεί εποπτεία επί των υπηρεσιών των λιμενικών αρχών όσον αφορά τη δημόσια τάξη και υγεία, ασκεί εποπτεία σε όλες τις ενώσεις και τα σωματεία του Νομού, ασκεί πειθαρχική εξουσία επί πάντων των υπηρετούντων στην περιφέρεια του Νομού πολιτικών υπαλλήλων, αίρει τις μεταξύ διοικητικών και δικαστικών αρχών εγειρόμενες συγκρούσεις καθηκόντων κ.ά. Το Β΄ κεφάλαιο του Αναγκαστικού Νόμου 1179 καθορίζει λεπτομερώς τις αρμοδιότητες που ασκεί ο Νομάρχης ανά υπουργείο (Εσωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Συγκοινωνίας, Γεωργίας, Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων και των Υφυπουργείων Αγορανομίας και Εργασίας) εξειδικεύοντας μάλιστα ανά Διευθύνσεις υπουργείων. Στις αρμοδιότητες αυτές ανά υπουργείο θα γίνει εκτεταμένη αναφορά στις σχετικές υποσειρές του αρχείου.
Ο Νόμος 1179 διατηρούσε σε ισχύ τις διατάξεις του Αναγκαστικού Νόμου 44/31.8.1936 «περί συστάσεως Διοικήσεως Πρωτευούσης». Στη δικαιοδοσία της Διοίκησης Πρωτευούσης υπάγονταν τα θέματα αρμοδιότητας του Νομάρχη, του υπουργού Εσωτερικών και των άλλων υπουργείων που αφορούσαν την εκτέλεση κοινωφελών έργων, τη διοίκηση κοινωφελών εγκαταστάσεων (ύδρευση, ηλεκτρικό ρεύμα, φωταέριο, αποχετεύσεις, σφαγεία, μεταφορές), την καθαριότητα δημοσίων χώρων, τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, το σχέδιο πόλεως και πολεοδομικά εν γένει ζητήματα. Η Διοίκηση Πρωτευούσης καταργήθηκε το 1941 και οι αρμοδιότητες της επανήλθαν, όπως ήταν πριν από τη σύστασή της, στο Νομάρχη και τα υπουργεία.

Το 1949 με το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων νόμων περί Νομαρχών, Επάρχων, Νομαρχιών και Γραφείων Επάρχων» συστηματοποιήθηκαν τα ζητήματα υπηρεσιακής κατάστασης των Νομαρχών. Όσον αφορά τις αρμοδιότητες των Νομαρχών, αυτές εξακολουθούσαν να καθορίζονται από τον Αναγκαστικό Νόμο 1179 του 1938, ενώ στο Βασιλικό Διάταγμα του 1949 συμπεριλήφθηκαν και κάποιες επιμέρους τροποποιήσεις αρμοδιοτήτων των Νομαρχών ή προσθήκες νέων, που σχετίζονταν, κυρίως, με τη σύσταση και την κατάργηση υπουργείων και τη συνακόλουθη αναδιάταξη των αρμοδιοτήτων τους. Έτσι, ο Νομάρχης ασκεί αρμοδιότητες των υπουργείων Εσωτερικών, Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Εργασίας, Δημοσίων Έργων, Τ.Τ.Τ., Γεωργίας, Κοινωνικής Πρόνοιας, Υγιεινής και του υπουργείου Μεταφορών. Με νέα Βασιλικά Διατάγματα μεταβιβάζονταν στο Νομάρχη και επιπλέον αρμοδιότητες των υπουργείων, όπως, για παράδειγμα, με το Βασιλικό Διάταγμα της 26ης Ιανουαρίου 1950 καθορίζονταν οι αρμοδιότητες του Νομάρχη επί θεμάτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας . Την επόμενη χρονιά με το Νόμο 1673 στους Νομάρχες μεταβιβάστηκαν οι αρμοδιότητες των Γενικών Διοικητών.

Το 1955 με το Νόμο 3200 αποκαταστάθηκε η ομοιομορφία της οργάνωσης της περιφερειακής διοίκησης της χώρας με την καθιέρωση του νομαρχιακού αποκεντρωτικού συστήματος και την κατάργηση των Γενικών Διοικήσεων (Βορείου Ελλάδος, Θράκης, Ηπείρου, Κρήτης και Δωδεκανήσου) . Με το νέο Νόμο ο Νομάρχης ασκούσε αποκλειστικά και αποθετικά στα όρια δικαιοδοσίας του τις αρμοδιότητες που είχαν οι υπουργοί Εσωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών, Εμπορίου, Βιομηχανίας, Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας και του υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας και Εργασίας, εκτός από τις αρμοδιότητες που εξαιρούσε ο Νόμος 3200 και άλλες που καθορίστηκαν με Βασιλικά Διατάγματα την ίδια χρονιά (Βασιλικό Διάταγμα 28.6.1955, «Περί εξαιρέσεως από της, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του Νόμου 3200/1955, αρμοδιότητος των νομαρχών αντικειμένων τινών αρμοδιότητος των Υπουργείων Εσωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ.ά.». Ο Νομάρχης δεν ασκούσε αρμοδιότητες των υπουργείων Προεδρίας Κυβερνήσεως, Συντονισμού, Εθνικής Αμύνης, Εξωτερικών, Δικαιοσύνης και Εμπορικής Ναυτιλίας, αν και το άρθρο 2 του Νόμου 3200 σημείωνε ότι μεταβίβαση αρμοδιοτήτων των παραπάνω υπουργείων θα καθοριζόταν με Βασιλικά Διατάγματα. Με τον ίδιο Νόμο προβλεπόταν για πρώτη φορά η κατάρτιση νομαρχιακού προϋπολογισμού, ενώ σε κάθε Νομό συστάθηκε Νομαρχιακό Συμβούλιο το οποίο αποτελούνταν από το Νομάρχη, τους προϊσταμένους των υπηρεσιών του Νομού και εκλεγμένους εκπροσώπους των επαρχιών του Νομού, ενώ με το άρθρο 12 καθορίζονταν και οι αρμοδιότητες των Νομαρχιακών Συμβουλίων.

Από τη γενική ρύθμιση που εισήγαγε ο Νόμος 3200 εξαιρούνταν η Νομαρχία Αττικής, Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Νόμου, ο Νομάρχης Αττικής δεν ασκούσε τις αρμοδιότητες που παρέχονταν στους Νομάρχες για την περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης στην οποία θα συνέχιζε να ασκεί τις αρμοδιότητες που είχε πριν από την ψήφιση του Νόμου 3200. Με το ίδιο άρθρο οριζόταν ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του Νομαρχιακού Συμβουλίου Αττικής θα προέρχονταν από τις εκτός της τέως περιφέρειας Διοικήσεως Πρωτευούσης επαρχίες, ενώ και το ίδιο το Νομαρχιακό Συμβούλιο δεν θα ασκούσε τις αρμοδιότητες του στους Δήμους και τις Κοινότητες που αποτελούσαν τη Διοίκηση Πρωτευούσης.

Μικρές τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του παραπάνω Νόμου έγιναν με το Νομοθετικό Διάταγμα 3620 του 1956 με το οποίο ιδρύθηκαν σε κάθε Νομό νομαρχιακά ταμεία με αρμοδιότητες κυρίως την εκτέλεση και συντήρηση κοινωφελών έργων και υποδομών . Για μία ακόμη φορά, από τις γενικές διατάξεις του Νομοθετικού Διατάγματος εξαιρείται η Νομαρχία Αττικής και η περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης. Επιπλέον, με Βασιλικά Διατάγματα που ακολούθησαν την ψήφιση του Νόμου 3200 μεταβιβάστηκαν περαιτέρω αρμοδιότητες των υπουργείων στη δικαιοδοσία του Νομάρχη. Στην περίπτωση του Νομάρχη Αττικής οι μεταβιβαζόμενες με Βασιλικά Διατάγματα αρμοδιότητες των υπουργείων αφορούσαν μόνο την εκτός της περιοχής της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης περιφέρεια του Νομού Αττικής.

Οργάνωση της εσωτερικής υπηρεσίας των Νομαρχιών και κατανομή των αρμοδιοτήτων
Το οργανόγραμμα της εσωτερικής υπηρεσίας των Νομαρχιών και η κατανομή των αρμοδιοτήτων για την περίοδο 1940-1965 καθορίστηκε από δύο Βασιλικά Διατάγματα: το Βασιλικό Διάταγμα της 20ής Μαρτίου 1939 «περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Αναγκαστικού Νόμου περί οργανώσεως των Διοικητικών Υπηρεσιών του υπουργείου Εσωτερικών» και το 864 της 28ης Δεκεμβρίου 1960 «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Εσωτερικών» .
Α) Βασιλικό Διάταγμα 20ής Μαρτίου 1939
Σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα του 1939, η εσωτερική υπηρεσία της Νομαρχίας αποτελούνταν από: α)το Γραφείο Νομάρχου, β) το Τμήμα Διοικήσεως, γ) το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δ) το Τμήμα Αποκεντρώσεως ε) το Τμήμα Διεκπεραιώσεως Αρχείου και Καταχωρίσεως. Επικεφαλής των τεσσάρων Τμημάτων της Νομαρχίας, αρμόδιος εν γένει για τη λειτουργία της εσωτερικής υπηρεσίας της Νομαρχίας και αναπληρωτής του Νομάρχη σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του τελευταίου ήταν ο Γενικός Γραμματέας. Με το Νομοθετικό Διάταγμα 147/1941 «περί καταργήσεως των θέσεων των Γενικών Γραμματέων των Νομαρχιών» τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του Γενικού Γραμματέα ασκούνται πλέον από τον Διευθυντή της Νομαρχίας. Σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα του 1939, παρά τη Νομαρχία λειτουργούσαν, επίσης, το Γραφείο Αγροτικής Ασφάλειας, η Μηχανική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων καθώς και άλλες ειδικές υπηρεσίες και γραφεία.
Γραφείο Νομάρχου
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου Νομάρχου υπάγονταν ο συντονισμός και η εναρμόνιση των ενεργειών των Αρχών του Νομού με τις γενικές γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής, η εποπτεία της δημόσιας τάξης και της δημόσιας υγείας, η σύνταξη εκθέσεων για τη διοίκηση του Νομού, για τους υπαλλήλους της Νομαρχίας και για όλους τους δημόσιους λειτουργούς του Νομού, η ενέργεια επί των εμπιστευτικών εγγράφων, η τήρηση του εμπιστευτικού πρωτοκόλλου και αρχείου καθώς και τα ζητήματα που αφορούσαν τη φυσική αγωγή και την οργάνωση της νεολαίας.
Τμήμα Διοικήσεως
Το Τμήμα Διοικήσεως αποτελούνταν από τρία Γραφεία (Γραφείο I, II και III).
Γραφείο I
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου I εντάσσονταν τα ζητήματα που αφορούσαν την εν γένει διοίκηση του Νομού και τη διαρρύθμιση των διοικητικών του ορίων, την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων του Νομού, την άσκηση εποπτείας και ελέγχου σε σωματεία, ενώσεις και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τη διαχείριση εράνων, την οργάνωση εκθέσεων και διαλέξεων, την τήρηση της εθιμοτυπίας, την τέλεση δημοσίων εορτών, τα ζητήματα των σχέσεων του Νομάρχη με τους αντιπροσώπους των ξένων κρατών καθώς και τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη λειτουργία του παρά τη Νομαρχία Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Γραφείο II
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου II υπάγονταν τα ζητήματα που αφορούσαν την αστική, δημοτική και στρατολογική κατάσταση των πολιτών, την αποδημία στο εξωτερικό και τη μετανάστευση, την αστυνομική επιτήρηση συνεπεία δικαστικής απόφασης καθώς και τον διορισμό και αντικατάσταση των ληξιάρχων.
Γραφείο III
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου III υπάγονταν τα ζητήματα που αφορούσαν την προπαρασκευή της πολιτικής επιστράτευσης, την οργάνωση της παθητικής αεράμυνας, τις στρατιωτικές εισφορές και επιτάξεις και κάθε άλλο ζήτημα αρμοδιότητας των υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας.
Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
Το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία (Γραφείο I και II).
Γραφείο I
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου I υπάγονταν ζητήματα που αφορούσαν τη σύσταση, διοίκηση και λειτουργία Δήμων, Κοινοτήτων και δημοτικών-κοινοτικών ιδρυμάτων, την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων τους, τους οργανισμούς των εσωτερικών υπηρεσιών τους, τις καταλογιζόμενες ευθύνες και τις επιβαλλόμενες ποινές σε εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης, τη λειτουργία δημοτικών και κοινοτικών αγορών, τη μίσθωση και εκποίηση δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, την εκτέλεση έργων, τον έλεγχο των αποφάσεων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων κ.ά.
Γραφείο II
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου II υπάγονταν τα ζητήματα που αφορούσαν την οικονομική διοίκηση, τον φορολογικό και λογιστικό έλεγχο Δήμων, Κοινοτήτων και δημοτικών ή κοινοτικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων ή άλλων νομικών προσώπων.
Τμήμα Αποκεντρώσεως
Το Τμήμα Αποκεντρώσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία (Γραφείο I και II) και στην αρμοδιότητα του υπάγονταν οι υποθέσεις που δεν χειρίζονταν από τα παραπάνω Τμήματα και ανάγονταν στην αρμοδιότητα όλων των υπουργείων – πλην των Εσωτερικών – αρμοδιότητα που βάσει νόμου μεταβιβάστηκε στη δικαιοδοσία του Νομάρχη.
Γραφείο I
Το Γραφείο Ι χειριζόταν τις υποθέσεις που ανάγονταν στην αρμοδιότητα των υπουργείων Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Συγκοινωνίας και Γεωργίας.
Γραφείο ΙΙ
Το Γραφείο ΙΙ χειριζόταν τις υποθέσεις που ανάγονταν στην αρμοδιότητα των υπουργείων Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων και των Υφυπουργείων Τύπου και Τουρισμού, Εργασίας, Αγορανομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας.
Τμήμα Διεκπεραιώσεως, Αρχείου και Καταχωρίσεως
Το Τμήμα Διεκπεραιώσεως, Αρχείου και Καταχωρίσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία (I και II).
Γραφείο Ι
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου Ι υπάγονταν η παραλαβή, χαρακτηρισμός, πρωτοκόλληση και ευρετηρίαση των εισερχομένων εγγράφων, η συσχέτισή τους με προγενέστερα έγγραφα που τηρούνται στο αρχείο, η κατανομή και παράδοση στα οικεία Τμήματα και Γραφεία των εισερχομένων εγγράφων και των εξερχομένων που χαρακτηρίζονται «επιστρεπτέα», η τοποθέτηση των παραπεμπομένων στο αρχείο εγγράφων στις οικείες θυρίδες και φακέλους, η ανεύρεση εγγράφων από το αρχείο κ.ά.
Γραφείο ΙΙ
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου ΙΙ υπάγονταν η αντιγραφή και παραβολή των ενεργουμένων εγγράφων, η διεκπεραίωση και ταχυδρόμησή τους κ.ά.
Με το ίδιο Βασιλικό Διάταγμα καθορίζονταν ο αριθμός των υπαλλήλων και η κατανομή του στα Τμήματα της Νομαρχίας, τα καθήκοντα του προσωπικού της Νομαρχίας, αλλά και τα βιβλία που τηρούσε το Γραφείο Νομάρχου και τα Τμήματα της εσωτερικής υπηρεσίας της Νομαρχίας.
Β) Βασιλικό Διάταγμα 28ης Δεκεμβρίου 1960
Το οργανόγραμμα της εσωτερικής υπηρεσίας των Νομαρχιών και η κατανομή των αρμοδιοτήτων τους καθορίστηκε εκ νέου με το Βασιλικό Διάταγμα 864 της 28ης Δεκεμβρίου 1960. Η υπηρεσία της Νομαρχίας αποτελούνταν από: α)το Γραφείο Νομάρχη και β) τη Διεύθυνση Νομαρχίας. Η Διεύθυνση Νομαρχίας περιλάμβανε: α) το Τμήμα Διοικήσεως, β) το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, γ) το Τμήμα Αποκεντρώσεως και δ) το Τμήμα Διεκπεραιώσεως και Αρχείου. Η διαίρεση των Τμημάτων σε επιμέρους Γραφεία που προβλεπόταν από το Βασιλικό Διάταγμα του 1939 δεν υφίσταται πλέον. Παρά τη Νομαρχία λειτουργούσαν, επίσης, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών και η Ειδική Υπηρεσία Δημοσίου Λογιστικού.

Γραφείο Νομάρχη
Στην αρμοδιότητα του Γραφείου Νομάρχη υπάγονταν η εποπτεία, ο έλεγχος και ο συντονισμός των δημοσίων Αρχών στην περιφέρεια του Νομού, η ανωτέρα εποπτεία της δημόσιας τάξης και ασφαλείας καθώς και της δημόσιας υγείας, τα ζητήματα που αφορούν τη λογοκρισία, την παρακολούθηση του Τύπου και την κυκλοφορία προπαγανδιστικών εντύπων, η υποβολή εκθέσεων στα υπουργεία και την Κυβέρνηση για την κατάσταση του Νομού και για τη δράση ή το χαρακτήρα των υπαλλήλων, την άρση μεταξύ των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων εγειρομένων συγκρούσεων καθηκόντων καθώς και διάφορα άλλα ζητήματα που αφορούν τη φυσική αγωγή, την οργάνωση της νεολαίας, τον εξωσχολικό αθλητισμό, τα υποβαλλόμενα ψηφίσματα και τη διοργάνωση συλλαλητηρίων κ.ά.

Διεύθυνση Νομαρχίας
Τμήμα Διοικήσεως
Στην αρμοδιότητα του Τμήματος Διοικήσεως υπάγονταν τα ζητήματα που αφορούσαν τον καθορισμό της περιφέρειας και της έδρας διοικητικών ή άλλων αρχών και οι επιφερόμενες μεταβολές, η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που υπηρετούν στα όρια του Νομού, τις σχέσεις του Νομάρχη με αντιπροσώπους ξένων κρατών, την τέλεση δημοσίων εορτών και την εθιμοτυπία, την αστική, δημοτική και στρατολογική κατάσταση των πολιτών, την τήρηση δημοτολογίων και μητρώων αρρένων, τη μετανάστευση και την αποδημία στο εξωτερικό, τη στρατιωτική και πολιτική επιστράτευση, την οργάνωση πολιτικής άμυνας, τις στρατιωτικές εισφορές και επιτάξεις, τη λειτουργία των υπηρεσιών της Χωροφυλακής και Αστυνομίας, την έκδοση και έγκριση αστυνομικών διατάξεων κα διατιμήσεων, τη λειτουργία της Επιτροπής Ηθών, την ενέργεια επί των εμπιστευτικών εγγράφων, τη λειτουργία κινηματογράφων καθώς και τα ζητήματα διενέργειας εκλογών και αναθεώρησης εκλογικών καταλόγων.

Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
Στην αρμοδιότητα του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοικήσεως υπάγονταν τα ζητήματα που αφορούσαν τη σύσταση, τα όρια και τον ορισμό έδρας Δήμων και Κοινοτήτων, την προπαρασκευή και διενέργεια δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, την οργάνωση υπηρεσιών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των υπαγομένων σε αυτούς νομικών προσώπων καθώς και την εν γένει κατάσταση του προσωπικού τους, την εν γένει διοίκηση και λειτουργία Δήμων, Κοινοτήτων, δημοτικών-κοινοτικών ιδρυμάτων, νομικών προσώπων ή επιχειρήσεων, τους ισολογισμούς, την οικονομική διοίκηση, τη μίσθωση, εκποίηση κ.λπ. ακινήτων των παραπάνω οργανισμών, τον έλεγχο των αποφάσεων των συμβουλίων ή άλλων οργάνων των παραπάνω οργανισμών, το κτηματολόγιο των Δήμων και Κοινοτήτων, την εκτέλεση δημοτικών ή κοινοτικών έργων, προμηθειών και μεταφορών καθώς και όσα ζητήματα αφορούσαν την τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων.

Τμήμα Αποκεντρώσεως
Στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αποκεντρώσεως υπάγονταν τα ζητήματα που αφορούσαν την εφαρμογή και λειτουργία του συστήματος διοικητικής αποκέντρωσης, τη συγκρότηση και λειτουργία του Νομαρχιακού Συμβουλίου, την παρακολούθηση της ασκούμενης από τον Νομάρχη εποπτείας και ελέγχου νομικών προσώπων, οργανισμών και σωματείων, την κατάρτιση του νομαρχιακού προϋπολογισμού, την έκδοση εντολών προς επιθεώρηση και όλα τα ζητήματα που δεν χειρίζονταν από τα παραπάνω Τμήματα και ανάγονταν στην αρμοδιότητα όλων των υπουργείων – πλην των Εσωτερικών – αρμοδιότητα που βάσει νόμου μεταβιβάστηκε στη δικαιοδοσία του Νομάρχη (υπουργεία Οικονομικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας, Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Κοινωνικής Πρόνοιας, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εργασίας, Εμπορίου και Εμπορικής Ναυτιλίας).

Τμήμα Διεκπεραιώσεως και Αρχείου
Στην αρμοδιότητα του Τμήματος Διεκπεραιώσεως και Αρχείου εντάσσονταν η παραλαβή, ο χαρακτηρισμός, η πρωτοκόλληση, ευρετηρίαση και η συσχέτιση των εισερχομένων εγγράφων, η επικύρωση των αντιγράφων τους και η τήρηση των πρωτοτύπων στο αρχείο, η τήρηση των αρχείων της Νομαρχίας και η πρόταση προς εκκαθάριση όσων εγγράφων κρίνονταν καταστρεπτέα, η φύλαξη των δημοτολογίων και μητρώων αρρένων και η έκδοση από τα μητρώα πιστοποιητικών αποσπασμάτων.

Το Βασιλικό Διάταγμα του 1960 καθόριζε, επίσης, τις οργανικές θέσεις της εσωτερικής υπηρεσίας των Νομαρχιών, τα προσόντα, την κατανομή και τα καθήκοντα των υπαλλήλων, τις αρμοδιότητες του Επάρχου κ.ά.

Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων

  • Νομικό Πρόσωπο

Ν. 1724/1940: "Περί οργανώσεως και λειτουργίας των αναμορφωτικών ιδρυμάτων"
ΠΔ 602/1976 (ΦΕΚ Α΄ 220): "Περί οργανισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης" (μετονομάζονται τα αναμορφωτήρια ανηλίκων σε ιδρύματα αγωγής (άρθρο 26)
ΠΔ 180/1997 (ΦΕΚ Α΄ 152) : "Κατάργηση των ιδρυμάτων αγωγής θηλέων Παπάγου και αρρένων Κορυδαλλού του Υπουργείου Δικαιοσύνης"

Μετά την κατάργηση των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων, οι ανήλικες κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού υπό δική τους διεύθυνση.

Σύμφωνα με το ΠΔ 602/1976 τα Καταστήματα Ανηλίκων διακρίνονται σε Σωφρονιστικά Καταστήματα Ανηλίκων και Ιδρύματα Αγωγής Ανηλίκων.

Σύμφωνα με το ΠΔ 278/1988 με τη λειτουργία των Ιδρυμάτων Αγωγής σχετίζονται η Διεύθυνση Πρόληψης Εγκληματικότητας και Σωφρονιστικής Αγωγής Ανηλίκων, Τμήμα Συνθηκών Λειτουργίας Ιδρυμάτων Αγωγής Ανηλίκων και Σωφρονιστικών Καταστημάτων και η Διεύθυνση Επιθεώρησης Καταστημάτων Κράτησης, Θεραπευτικών Καταστημάτων, Σωφρονιστικών Καταστημάτων και Ιδρυμάτων Αγωγής Ανηλίκων.

Στο ΠΔ 602/1976 αναφέρεται η ύπαρξη Ιδρύματος Αγωγής Θηλέων στην Πεύκη και όχι στου Παπάγου.

Δομή
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του ΠΔ 278/1988 η Διεύθυνση του Ιδρύματος Αγωγής Θηλέων Παπάγου αποτελείται από τις παρακάτω μονάδες Τμήμα Διοίκησης - Οικονομικού υπεύθυνο για τα διοικητικά και οικονομικά θέματα Τμήμα Αγωγής Ανηλίκων.

Βρεττός, Επαμεινώνδας

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1900-;

Ο Επαμεινώνδας Βρεττός γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1900. Αξιωματικός του Πυροβολικού, έλαβε μέρος στο ελληνοβουλγαρικό επεισόδιο του 1925-1926 και διετέλεσε διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου της ΧΙΙ Μεραρχίας στην Αθήνα μεταξύ 1.10.1938 και 30.5.1940 (αρχικά ως λοχαγός κι έπειτα ως ταγματάρχης). Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-1941) έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες μέχρι τον Απρίλιο του 1941.
Το 1942 διέφυγε στη Μέση Ανατολή και στις 3.1.1943 διορίστηκε διοικητής της Ι Μεραρχίας Μ.Α.. Στις 17.1.1943 μετατέθηκε στο ΙΙ Σώμα Πυροβολικού Μ.Α. και στις 21.3.1944 στο ΓΕΣ (Μ.Α.). Στο ΓΕΣ ανέλαβε διαδοχικά τις θέσεις του διοικητή στο Γραφείο Μελετών, στο ΙΙ Γραφείο και στο ΙΙ/β τμήμα (21.3.1944-15.8.1944).
Στις 18.11.1944 επέστρεψε στην Αθήνα όπου συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του στο ΓΕΣ. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου διετέλεσε γραμματέας του Α8 γραφείου του Γ.Ε.Σ. (διεύθυνση Πυροβολικού), διοικητής του 101 συντάγματος πεδινού πυροβολικού (1947-1948), καθώς και επιτελάρχης της ΙΙ Μεραρχίας (1949). Μετά τη λήξη του Εμφυλίου διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στο Βελιγράδι (1951-1954), επιτελάρχης της 1ης Στρατιάς, (1954-1956), διοικητής Στρατηγείου Κεντρικής Ελλάδος (1956-1957) και υπαρχηγός Γ.Ε.Ε.Θ.Α. (1958-1959). Τέλος, υπήρξε πρόεδρος του Συνδέσμου Απομακρυσθέντων Αξιωματικών Στρατού μετά την 16η Νοεμβρίου 1952 (Σ.Α.Α.Σ.). Τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και ξένα παράσημα και μετάλλια.

[Πηγή σύνταξης βιογραφικού: Who is Who, 1965, υλικό του αρχείου]

Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.), Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Γ.Α.Δ.Α.), Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής, Υποδιεύθυνση Τροχαίας Αθηνών

  • Νομικό Πρόσωπο

Η Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής συστάθηκε με το ΠΔ 95/1987 (πριν, το 1984, ονομαζόταν Διεύθυνση Τροχαίας Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής) και υπαγόταν απευθείας στην ΓΑΔΑ. Διακρινόταν σε υποδιευθύνσεις, ανάλογα με τα τότε υπάρχοντα διαμερίσματα του Νομού Αττικής. Το 1992 η Διεύθυνση Τροχαίας καταργήθηκε και οι υποδιευθύνσεις της υπήχθησαν στις κατά τόπους Διευθύνσεις Αστυνομίας, η Υποδιεύθυνση Τροχαίας Αθηνών υπήχθη στη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών. Η Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής επανασυστάθηκε με το ΠΔ 328/1993.

Καββαδίας, Νίκος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1910 - 1975

Ο Νίκος Καββαδίας (Νίκολσκι Ουσουρίσκι, Μαντζουρία, 1910 - Αθήνα 1975) ήταν ένα από τα τρία παιδιά του Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέα Αγγελάτου. Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας του παρέμεινε στη Ρωσία ως το 1921, όταν επέστρεψε και αυτός στην Ελλάδα κατεστραμμένος οικονομικά. Η οικογένεια μετά το Αργοστόλι εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου ο Καββαδίας ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Εκεί άρχισε συνεργασία με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Ο θάνατος του πατέρα του, το 1938, τον ανάγκασε να στραφεί στο ναυτικό επάγγελμα και από το 1929-1936 ταξίδευε συνεχώς. Το 1938 κλήθηκε στο Στρατό. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως ασυρματιστής. Το Το 1941, σύμφωνα με το υλικό του αρχείου, απέκτησε προσωρινό δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητού Β΄τάξεως, το 1947 δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητού Β΄ τάξεως και το 1953 δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητού Α΄ τάξεως. Την περίοδο 1954 -έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ταξίδευε συνεχώς. Πέθανε στην Αθήνα το 1975 από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ο Καββαδίας έχει μείνει γνωστός ως λογοτέχνης που εμπνεύστηκε από τη ζωή του ναυτικού επαγγέλματος. Έγραψε τις ποιητικές συλλογές : Μαραμπού (1933), Πούσι (1947), Τραβέρσο (εκδόθηκε το 1975, λίγους μήνες μετά το θάνατό του), πεζά Βάρδια (1954) κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης με έντυπα και λογοτεχνικά περιοδικά ενώ τα έργα του έχουν γνωρίσει πολλές εκδόσεις και έχουν μελοποιηθεί αρκετά ποιήματά του από τον Θάνο Μικρούτσικο.

Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ναυτικών, Τμήμα Αποδεικτικών Ναυτικής Ικανότητας

  • Νομικό Πρόσωπο

Το Τμήμα Αποδεικτικών Ναυτικής Ικανότητας έχει ως αρμοδιότητα την τήρηση αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας.

Σύμφωνα με το ΠΔ 242 21/30 Σεπτεμβρίου 1999 (ΦΕΚ Α΄201) «Οργανισμός Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας» το Τμήμα Αποδεικτικών Ναυτικής Ικανότητας εντάσσεται στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ναυτικών. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του ΠΔ η Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ναυτικών είναι αρμόδια για την έκδοση κανονισμού λειτουργίας των Δημοσίων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού, των προγραμμάτων εκπαίδευσης των σπουδαστών, μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης των ναυτικών, για τη χορήγηση αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας, την υλοποίηση μέτρων που αποσκοπούν στην προσέλκυση νέων στο ναυτικό επάγγελμα καθώς και την εποπτεία και τον έλεγχο καλής λειτουργίας των οικείων Σχολών.
Η Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ναυτικών συγκροτείται από τα εξής Τμήματα:
Α΄ Προγραμματισμού, Κανονισμών και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων
Β΄ Οργάνωσης και Λειτουργίας Σχολών Ε.Ν.
Γ΄ Επιμόρφωσης και Μετεκπαίδευσης Ναυτικών.
Δ΄ Αποδεικτικών Ναυτικής Ικανότητας.

Το Τμήμα Αποδεικτικών Ναυτικής Ικανότητας έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες
α) Η έκδοση αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας καθώς και η έκδοση πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και αντιγράφων.
β) Η τήρηση ατομικών φακέλων, μητρώων, ονομαστικών ευρετηρίων και συναφών στοιχείων των κατόχων αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας και η μέριμνα συνεχούς ενημέρωσης αυτών.
γ) Η μέριμνα για τη διενέργεια εξετάσεων για την απόκτηση των αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας.
δ)Η έκδοση πιστοποιητικών σύμφωνα με την STCW 95.
ε) Η είσπραξη και απόδοση στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) των χρηματικών ποσών από τη διάθεση διατιμημένων εντύπων και ενσήμων, η τήρηση και παρακολούθηση όλων των λογιστικών βιβλίων και παραστατικών. Η διαχείριση λοιπών εσόδων.

Βυζάντιος, Περικλής

  • Φυσικό Πρόσωπο

Ο Περικλής Βυζάντιος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου του 1893. Ήταν το νεότερο από τα τρία παιδιά του συνταγματάρχη του πυροβολικού Κωσταντίνου Βυζάντιου και της Μερόπης, το γένος Σαμαρνιωτάκη. Ήταν γόνος παλαιάς Φαναριώτικης οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα, στην τέχνη και στο στρατό. Φοίτησε στη Σχολή Μακρή και πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήρι του Ευάγγελου Ιωαννίδη. Το 1910 πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει νομικά. Τελικά σπούδασε στη σχολή του Παρισιού Ecole des Beaux-Arts. Το 1915 επέστρεψε στην Αθήνα προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Εξαιτίας όμως των συνθηκών της εποχής παρέμεινε στο στρατό μία επταετία. Το 1916 άνοιξε εργαστήρι στην οδό Σολωμού. Το ίδιο έτος πήρε μέρος στην έκθεση ζωγραφικής που οργανώθηκε από τον «Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών» στο ξενοδοχείο Μελά της Κηφισιάς. Το 1917 έγινε μέλος του «Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών». Το 1919 ίδρυσε την «Ομάδα Τέχνης» και ανέλαβε τα σκηνικά για την Ειρήνη του Αριστοφάνη στην Εταιρεία του Ελληνικού Θεάτρου. Το 1920 συνεργάστηκε με τον Σπύρο Μελά, ως σκηνογράφος, στο Παλιό Βασιλικό Θέατρο, στο θέατρο Τέχνης και στην Ελεύθερη Σκηνή για τις παραστάσεις του Ερωτόκριτου, τους Επτά επί Θήβαις και τη Σαλώμη του Όσκαρ Ουάιλντ. Την ίδια χρονιά ίδρυσε μαζί με τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ και το ζωγράφο Παύλο Καλλιγά ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι στην Πλάκα. Το 1921 ορίστηκε ζωγράφος του στρατού και το 1922 επίσημος σκιτσογράφος της Δίκης των Έξι τα σκίτσα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Το 1923 παντρεύτηκε τη Φρόσω Σκουμπουρδή και το 1924 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί ο Κωσταντίνος μετέπειτα διάσημος ζωγράφος ο οποίος έζησε στο Παρίσι. Το 1928 μαζί με τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ και τη συνεργασία των ποιητών Μιλτιάδη Μαλακάση, Κώστα Ουράνη και του μουσικοσυνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλου οργάνωσαν την καλλιτεχνική λέσχη «Ατελιέ». Το 1930 διορίστηκε σκηνογράφος του Εθνικού Θεάτρου. Το 1934 ίδρυσε μαζί με τη ζωγράφο Αλέκα Στύλου-Διαμαντοπούλου την πρώτη ελεύθερη σχολή ζωγραφικής που λειτούργησε με επιτυχία έως την Κατοχή. Το 1937 τιμήθηκε με δύο διακρίσεις: το «χαλκούν μετάλλιον» και το «τιμητικό δίπλωμα». Το 1939 εκλέχθηκε διευθυντής της Ανώτατης Σχολής των Καλών Τεχνών στην Ύδρα και στους Δελφούς. Το 1940 με την έναρξη του πολέμου βρέθηκε στους Δελφούς και φιλοτέχνησε την αφίσα του Πολεμικού Λαχείου τα έσοδα του οποίου προορίζονταν για τις οικογένειες των πολεμιστών. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής βρισκόταν στην Αθήνα και στους Δελφούς αντίστοιχα. Τα έτη 1948,1950,1958,1964,1967 οργάνωσε ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής. Το 1971 ξεκίνησε την αυτοβιογραφία του «Η ζωή ενός ζωγράφου», που η αρρώστια δεν του επέτρεψε να την τελειώσει. Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1972 στην Αθήνα σε ηλικία 79 ετών.

[Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία βλέπε το βιβλίο Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αθήνα, ΜΙΕΤ,1994.]

Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1875-1981

Η ιστορία του Λαυρίου και της μεταλλευτικής και μεταλλουργικής δραστηριότητας στην περιοχή ξεκινούν από την αρχαιότητα. Η περιοχή υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μεταλλουργικά κέντρα εκμετάλλευσης αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων και παραγωγής ασημιού. Η δραστηριότητα αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη περίοδο ακμής της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Η παύση των μεταλλευτικών εργασιών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, σήμανε και το κλείσιμο της εκμετάλλευσης των ορυχείων.

Το νεότερο Λαύριο δημιουργήθηκε με αφετηρία τις έρευνες του Έλληνα μεταλλειολόγου Ανδρέα Κορδέλα, το 1863. Η "Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου", δεύτερο επιχειρηματικό εγχείρημα, στη χώρα μας, του Ιταλού μεταλλειολόγου και επιχειρηματία Jean Baptiste Serpieri, ιδρύθηκε το 1875 στη περιοχή του Κυπριανού. Η εταιρεία υπήρξε μια από τις μακροβιότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Κύρια δραστηριότητα της ήταν η επεξεργασία ποικίλων αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων, με βασικά προϊόντα τον μόλυβδο υψηλής ποιότητας και το ασήμι. Οι μεταλλευτικές-μεταλλουργικές επιχειρήσεις του Λαυρίου, με προεξάρχουσες τη Γαλλική (1875-1981) και την Ελληνική (1873-1917), και η πρώτη ιδιαίτερα, υπήρξαν πρωτοπόρες στην εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών τόσο στην ίδια την παραγωγή όσο και στο δημόσιο βίο (μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, κατασκευή του σιδηροδρόμου σύνδεσης Λαυρίου - Αθήνας - Πειραιά, οργανωμένα οικιστικά σύνολα στέγασης εργαζομένων κ.ο.κ.) και διαμόρφωσαν την πόλη του Λαυρίου ως την πρώτη «company town» της χώρας, που μετεξελίχθηκε σε βιομηχανική πόλη μετά τον Β’ΠΠ. Ταυτόχρονα, η συσσώρευση του εργατικού δυναμικού από διάφορες περιοχές, η δημιουργία των πρώτων σωματείων και εργατικών κινητοποιήσεων, αποτέλεσαν κομβικά σημεία στην ιστορία του Ελληνικού εργατικού κινήματος. Η μακρόχρονη μεταλλευτική δραστηριότητα συνέβαλε στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής αλλά και της χώρας, ιδίως κατά τον 19ο και πρώιμο 20ο αι.

Από το 1992 οι εγκαταστάσεις της ΓΕΜΛ έχουν κηρυχθεί ενιαίο διατηρητέο μνημείο εθνικής κληρονομιάς, έχουν περιέλθει στο Δημόσιο και αποδοθεί (1993) στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για την αξιοποίησή τους, με την ίδρυση και λειτουργία του Τεχνολογικού και Πολιτιστικού Πάρκου. Φορέας διαχείρισης του χώρου είναι η Εταιρεία Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας του ΕΜΠ (ΕΑΔΙΠ-ΕΜΠ) που ιδρύθηκε το 1996 για τον σκοπό αυτό.

Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης Ιωάν.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1824-1879

Ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε το 1824 στη Λευκάδα. Γονείς του ήταν ο Ιωάννης Βαλαωρίτης που ασχολήθηκε με το εμπόριο και τις ναυτικές επιχειρήσεις και έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτική ως βουλευτής και γερουσιαστής στα Επτάνησα, και η Αναστασία Τυπάλδου Φορέστη. Η οικογένεια Βαλαωρίτη ή Βαλαώρα, καταγόταν από το χωριό Βαλαώρα της Ευρυτανίας. Εκεί σε εξέγερση εναντίον των Τούρκων το 1684-1715 μαρτυρείται η συμμετοχή του Χρήστου Βαλαωρίτη και του μοναδικού γιου του Μόσχου. Την ίδια περίοδο η Βενετία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, οπότε μετά τη λήξη της εξέγερσης οι πρωτοστάτες της που είχαν καταφύγει στην ενετοκρατούμενη Λευκάδα, ανταμείφθηκαν με την παραχώρηση κτημάτων και τίτλων ευγενείας και την εγγραφή της οικογενείας στο Libro d’ oro. Προπάππος του ποιητή ήταν ο Αθανάσιος Βαλαωρίτης, γιος του Μόσχου. Ο πάππος του ποιητή Χαράλαμπος, ήταν ο μοναδικός γιος του Αθανασίου που επέζησε. Απέκτησε με τη σειρά του τρεις γιους: τον Αθανάσιο που έγινε ιερομόναχος, τον Ευστάθιο που αφού σπούδασε στη Γαλλία και την Ιταλία κατέλαβε σημαντικές πολιτικές θέσεις στα Επτάνησα, και τον Ιωάννη, πατέρα του ποιητή.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μαθήτευσε στο Λύκειο Λευκάδας και φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Το 1842 ταξίδεψε με τον πατέρα του στην Ευρώπη περνώντας από την Ιταλία στη Γενεύη όπου και παρέμεινε για σπουδές ως το 1844. Συνέχισε στο Παρίσι με σπουδές στη Νομική Σχολή (1844-1846), τις οποίες τελικά ολοκλήρωσε στην Πίζα (1846-1848). Στο τελευταίο αυτό διάστημα συμμετείχε στα απελευθερωτικά κινήματα εναντίον των Αυστριακών, και έλαβε μέρος σε επαναστατική εξέγερση στην Ουγγαρία. Το 1852 παντρεύτηκε στη Βενετία την Ελοϊσία, κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου και δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκαν στη Λευκάδα. Απέκτησαν επτά παιδιά που -εκτός από τον Ιωάννη- δεν ευτύχησαν να ζήσουν αρκετά. Με τη σειρά της γέννησής τους ήταν: η Μαρία (1853-1855), ο Ιωάννης (1855-1914), ο Αιμίλιος (1857-1882), η Μαρία (; -1866), ο Ανδρέας (1867-1887), η Όλγα (1869-1897) και η Ναταλία (1870-1875). Στο διάστημα 1860-1864 ο Βαλαωρίτης έκτισε την έπαυλη της οικογένειας στο ιδιόκτητο νησάκι Μαδουρή. Έζησε κυρίως στη Λευκάδα από τις έγγειες προσόδους της κτηματικής περιουσίας του που καλλιεργούσε ή υπενοικίαζε, χωρίς να αποφεύγει τις οικονομικές δυσχέρειες, κυρίως λόγω της συμμετοχής του στον απελευθερωτικό αγώνα των αλύτρωτων περιοχών και στις εκλογικές αναμετρήσεις. Από το 1857 ως το 1868 συμμετείχε στην πολιτική ως βουλευτής Λευκάδας, αρχικά στην Ιόνιο Βουλή και μετά την ένωση της Επτανήσου στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Όπως φαίνεται είχε καλή σχέση με τον βασιλέα Γεώργιο και με τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο που ως πρωθυπουργός του είχε κατ’ επανάληψη προτείνει το υπουργείο Εξωτερικών, χωρίς εκείνος να το δεχτεί. Ως το τέλος της ζωής του συμμετείχε ενεργά στα απελευθερωτικά κινήματα της Ηπείρου και της Κρήτης, σε συνεργασία με ανάλογα κινήματα των Βαλκανίων όπως του Μαυροβουνίου, παίρνοντας μέρος στις σχετικές οργανώσεις, διακινώντας πολεμοφόδια, περιθάλποντας γυναικόπαιδα. Πέθανε στη Λευκάδα στις 24 Ιουλίου 1879 σε ηλικία μόλις πενήντα πέντε ετών.
Ο Βαλαωρίτης εμφανίστηκε στα γράμματα το 1847 με τα Στιχουργήματα ενώ δέκα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε η συλλογή Μνημόσυνα και ακολούθησαν η Κυρά Φροσύνη (1859), ο Αθανάσιος Διάκος και ο Αστραπόγιαννος (1867), ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου Ε΄, Πατριάρχου Κωνστανστινουπόλεως (1872), ο ημιτελής Φωτεινός (1879). Το έργο του είχε σημαντική απήχηση, κυρίως στην καλούμενη γενιά του 1880, καθώς θεωρήθηκε ότι εξέφραζε την εθνική ταυτότητα και το ηρωϊκό ιδανικό σύμφωνα με το πρότυπο του κλέφτικου δημοτικού τραγουδιού που επίμονα προβαλλόταν ως παράδειγμα προς μίμηση. Οπωσδήποτε ο Βαλαωρίτης, και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του στους προλόγους των έργων του, υπήρξε ένας ρομαντικός ποιητής της εποχής του, τον οποίο πάντως ομόφωνα η κριτική διαχωρίζει από τον κύκλο των μαθητών και επιγόνων του Σολωμού. Καλλιέργησε με πάθος και ως τη λεξιθηρική εκζήτηση τη δημοτική γλώσσα, γι’ αυτό και η πρόσκλησή του από το Πανεπιστήμιο να προσφωνήσει τον ανδριάντα του Πατριάρχη το 1872, και η εξαιρετική υποδοχή του ποιήματός του θεωρήθηκαν, πιθανώς περισσότερο από όσο δικαιολογούσαν τα ίδια τα πράγματα, μία νίκη της δημοτικής. Ο Βαλαωρίτης παρέμεινε σε όλη του τη ζωή προσανατολισμένος σε ένα ηρωικό απελευθερωτικό συλλογικό όραμα, παρ' όλες τις προσωπικές του δυσχέρειες και τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις. Το ίδιο όραμα εξέφρασε ενιαία με το λογοτεχνικό του έργο, με τη συμμετοχή του στην πολιτική και στα απελευθερωτικά κινήματα του δικού του τόπου ή άλλων ελληνικών περιοχών, του δικού του λαού ή άλλων λαών της Ευρώπης και των Βαλκανίων.

Βαλαωρίτης, Αιμίλιος Αριστοτ.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1857-1882

Δευτερότοκος γιος του Αριστοτέλη και της Ελοϊσίας Βαλαωρίτη, γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1857 στη Βενετία. Πήγε σχολείο όπως και ο αδελφός του Ιωάννης στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα και κατόπιν, το 1873, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και πήρε διπλώματα Φιλοσοφίας από τα πανεπιστήμια της Λειψίας, του Μονάχου και της Ιένας (1875-1878). Η διδακτορική του διατριβή, η οποία εκδόθηκε από τον φίλο του και καθηγητή της Φυσιολογίας W. Preyer, είχε τίτλο “ Η γένεσις του ζωικού ωού” και ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονων εργαστηριακών ερευνών.
Ο Αιμίλιος Βαλαωρίτης ο οποίος έπασχε από φυματίωση, αναγκάστηκε λόγω της υγείας του να εγκατασταθεί στη νήσο Μαδέρα των Καναρίων, όπου τον Ιανουάριο του 1882, λίγους μήνες πριν πεθάνει, διορίστηκε επίσημα ως Έλληνας πρόξενος.
Άφησε την τελευταία του πνοή στη Μαδέρα στις 10 Ιουλίου 1882, σε ηλικία 25 ετών, και ετάφη στο αγγλικό κοιμητήριο του νησιού.

Βαλαωρίτης, Ιωάννης Αριστοτ.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1855-1914

Ο πρωτότοκος γιος του Αριστοτέλη και της Ελοϊσίας γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1855 στη Λευκάδα. Μαθήτευσε στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο και στο Γυμνάσιο της Λευκάδας συνεχίζοντας τις γυμνασιακές σπουδές του στην Κέρκυρα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1872-1876) και επέστρεψε στη Λευκάδα, όπου διορίστηκε δικηγόρος δικαστηρίων, αναλαμβάνοντας συγχρόνως τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του εξακολούθησε να δικηγορεί στη Λευκάδα μέχρι την εγκατάστασή του στα τέλη του 1881 στην Αθήνα και την πρόσληψή του στο δικηγορικό γραφείο του Ξενοφώντα Ψαρρά. Όταν το 1882 ιδρύθηκε η Εταιρεία Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, ο Ιωάννης Βαλαωρίτης ανέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα διεκπεραιώνοντας πολλές σημαντικές υποθέσεις της Εταιρείας. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1890 προσελήφθη από τον Μάρκο Ρενιέρη ως γραμματέας στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για να εκλεγεί υποδιοικητής το 1895. Όταν ο διοικητής Στ. Στρέιτ ανέλαβε το υπουργείο Οκονομικών το 1897, ο Βαλαωρίτης ανέλαβε την αναπλήρωσή του στη διοίκηση της Τράπεζας. Ήδη από το 1902 στον εορτασμό των εξήντα χρόνων του πρώτου πιστωτικού ιδρύματος της χώρας, ο Στρέιτ θεωρούσε τον Βαλαωρίτη ως διάδοχό του. Η εκλογή του από τη Γενική Συνέλευση της Τράπεζας στη θέση του διοικητή έγινε τον Ιανουάριο του 1911.
Η σημαντικότερη οικονομική μελέτη του, μεταξύ πολλών συμβάσεων, νομοσχεδίων και άρθρων είναι το βιβλίο του Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος που εκδόθηκε το 1902.
Το θαυμασμό και το καθήκον προς το όνομα του πατέρα του εκπλήρωσε ο Ιωάννης γράφοντας τη βιογραφία του εμπλουτισμένη με πλήθος ανέκδοτων εγγράφων Αριστοτέλους Βαλαωρίτου, Βίος και έργα που εκδόθηκε από τη Βιβλιοθήκη Μαρασλή το 1907.
Ο Ιωάννης Βαλαωρίτης είχε παντρευτεί το 1891 τη Ζωή, κόρη του Κωνσταντίνου Μουρούζη και της Ελένης Μαυρομιχάλη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Αριστοτέλη (1892-1960), τον Κωνσταντίνο (1893-1936), την Ελοϊσία (1895- ;) και την Ελένη (1902-1985).
Πέθανε σε ναυτικό δυστύχημα στον Πειραιά στις 16 Μαρτίου 1914 και ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης Ιωάν.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1892-1960

Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη και της Ζωής, το γένος Μουρούζη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1892 και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Έλαβε μέρος ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και το 1926 εξελέγη βουλευτής της περιφέρειας Λευκάδας-Άρτας-Πρέβεζας με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ι. Μεταξά, ενώ απέτυχε στις εκλογές του 1928. Από τις 30 Νοεμβρίου 1935 μέχρι τις 4 Αυγούστου 1936 διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών των κυβερνήσεων Κ. Δεμερτζή και Ι. Μεταξά.
Μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (1924-1953), παραιτήθηκε όταν αποφασίστηκε, με νόμο και χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων, η συγχώνευση με την Τράπεζα Αθηνών. Ήταν επίσης αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Εράνου Βορείων Επαρχιών, μέλος της Επιτροπής του Δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Γεωργίου Β΄, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης και διαφόρων αθλητικών σωματείων. Έλαβε μέρος σε πολλούς διεθνείς οπλομαχητικούς αγώνες ως μέλος της ελληνικής ομάδας.
Τιμήθηκε με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Φοίνικος, με τον Ταξιάρχη του Γεωργίου Α΄, τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Ιταλικού Στέμματος και με τα μετάλλια των Βαλκανικών Πολέμων.
Παντρεύτηκε την Πολύμνια Μηνιάτη με την οποία απέκτησε μία κόρη την Ελένη, σύζυγο Λ. Καραπαναγιώτη.
Πέθανε στην Αθήνα το 1960.

[Οι πληροφορίες προέρχονται από το Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν του Βοβολίνη και από χειρόγραφο σημείωμα του ιδίου που βρίσκεται στο αρχείο του.]

Βαλαωρίτης, Σπυρίδων, Ευστ.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1820-1887

Γιος του Ιππότη Ευσταθίου Χαρ. Βαλαωρίτη και της Μαρίας Τουρληνό γεννήθηκε το 1820 στη Λευκάδα. Διδάκτωρ Νομικής της Ιονίου Ακαδημίας συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι.
Ο Σπυρίδων Βαλαωρίτης είχε εκλεγεί πληρεξούσιος Λευκάδος στην Ιόνιο Βουλή το 1849. Μετά την ένωση της Επτανήσου εξελέγη και πάλι βουλευτής το 1868 και διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Μπ. Ρούφου (1866) και Θρ. Ζαΐμη 1869) και υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Δ.Βούλγαρη (1868). Το 1874 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο με ειδική αποστολή να πείσει την αγγλική κυβέρνηση να συγκατατεθεί στη μεταβολή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, περιορίζοντας τις ελευθερίες του λαού, αλλά στη συνέχεια ανακλήθηκε από τον πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη. Επανεξελέγη βουλευτής τον Δεκέμβριο του 1881, ακολουθώντας τον Τρικούπη μετά το θάνατο του Κουμουνδούρου, και διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής την περίοδο 1882-1883.
Είχε παντρευτεί την Μαρία Ρόζα, το γένος Παναγιώτη Στεφάνου, με την οποία είχαν αποκτήσει τρία παιδιά: την Ονορίνα, τον Ευστάθιο-Ερρίκο και τον Περικλή.
Πέθανε και ετάφη στην Αθήνα το 1887.

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων

  • Νομικό Πρόσωπο

Η σύνταξη, έγκριση και έκδοση των διδακτικών βιβλίων αποτελούσαν αρμοδιότητα κάποιου τμήματος, ή γραφείου ή διεύθυνσης του ΥΠ.Ε.Π.Θ. Κατά τη διάρκεια των ετών 1920-1970 έγιναν αρκετές αλλαγές στη διάρθρωση της Κ.Υ. του ΥΠ.Ε.Π.Θ. μερικές από τις οποίες άλλαξαν σημαντικά την ισχύουσα κατάσταση. Σύμφωνα με τον Α.Ν. 782/15ης Ιουλίου 1937 «Περί Οργανισμού της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας» η Γ΄ Γενική Διεύθυνση Παιδείας περιλάμβανε και τη Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων και Εποπτικών μέσων διδασκαλίας στην οποία υπαγόταν το τμήμα των Διδακτικών βιβλίων. Ο Υπουργός είχε υπό την αρμοδιότητά του όλα τα θέματα που αφορούσαν τη Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων, όπως τη συγγραφή και την κρίση των βιβλίων κατόπιν προκήρυξης διαγωνισμών, την έκδοση, διάθεση, εκτύπωση των βιβλίων από τον Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων (Ο.Ε.Σ.Β.) -που ιδρύθηκε το 1937-(Α.Ν. 952/19-11-1937, Φ.Ε.Κ. 469 τ.Α΄), όπως και την αποζημίωση των συγγραφέων. Ο Ο.Ε.Σ.Β. διατήρησε την ονομασία αυτή μέχρι το 1964, όπου μετονομάστηκε σε Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.). Εκτός των άλλων η Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων ήταν σε συνεργασία και με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το οποίο ιδρύθηκε το 1964 (Ν.Δ. 4379/1964) και μέχρι σήμερα κάνει τις εισηγήσεις και τις γνωμοδοτήσεις των βιβλίων σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα. Την σημαντική ανατροπή έφερε η χούντα με την Υ.Α. 101491/1ης Αυγούστου 1969 (Φ.Ε.Κ. 490 άρθρο 5. «Περί αναδιαρθρώσεως Κεντρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ανακατανομής και καθορισμού των αρμοδιοτήτων αυτών». Κατά το άρθρο 5 η Γενική Διεύθυνση Γενικής Εκπαιδεύσεως συνίσταται από την Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, η οποία περιλαμβάνει το Τμήμα Προγράμματος και Μελετών στην αρμοδιότητα του οποίου είναι και η σύνταξη, έγκριση και έκδοση των διδακτικών βιβλίων και από την Διεύθυνση Μέσης Εκπαιδεύσεως που περιλαμβάνει το Τμήμα Προγράμματος και Μελετών στην αρμοδιότητα του οποίου είναι επίσης η σύνταξη, έγκριση και έκδοση των διδακτικών βιβλίων.

Ελληνική Αστυνομία, Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, Επιτελείο, Τμήμα Γενικής Αστυνόμευσης

  • Νομικό Πρόσωπο

Νομοθετήματα:
1987: Π.Δ. 95 9/27 Απριλίου 1987 (ΦΕΚ Α΄56) «Αναδιάρθρωση, σύσταση, οργάνωση και λειτουργία υπηρεσιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και άλλες διατάξεις»
1992: ΠΔ.198 27 Μαΐου /5 Ιουνίου 1992 (ΦΕΚ Α’ 92) «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και άλλες διατάξεις.»
2001: Π.Δ.1 28 Δεκεμβρίου / 10 Ιανουαρίου (ΦΕΚ Α΄ 1) «Αναδιάρθρωση, σύσταση, οργάνωση και λειτουργία υπηρεσιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και άλλες διατάξεις»
Σύμφωνα με τα παραπάνω νομοθετήματα που αφορούν την οργάνωση των υπηρεσιών της Γ.Α.Δ.Α. το Τμήμα Γενικής Αστυνόμευσης του Επιτελείου της ΓΑΔΑ είναι αρμόδιο για
α) Την προετοιμασία έκδοσης αστυνομικών διατάξεων, όταν αυτές αφορούν περιοχή περισσοτέρων των μίας Διευθύνσεων
β) Το χειρισμό θεμάτων οργάνωσης των Υπηρεσιών, κατεύθυνσης, συντονιμού και ελέγχου της δράσης τους, καθώς και για την παροχή οδηγιών προς τις Διευθύνσεις της Γ.Α.Δ.Α. για την εφαρμογή της νομοθεσίας που ανάγεται στην αρμοδιότητά τους

Άσκηση γενικής αστυνόμευσης
Σύμφωνα με τον Νόμο 2800 της 29 Φεβρουαρίου 2000 (Φ.Ε.Κ. Α΄, 41) «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (άρθρο 8, παρ. 3) η άσκηση της γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως:
α) Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές
β) Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές
γ) Τον έλεγχο της λειτουργίας δημόσιων κέντρων, θεαμάτων και καταστημάτων
δ) Την τήρηση της τάξης στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων και τις μεταγωγές κρατουμένων
ε) Έλεγχος τήρησης αγορανομικής και τουριστικής νομοθεσίας

Τοπικό Τελωνειακό Γραφείο Ωρωπού

  • Νομικό Πρόσωπο

Αρμοδιότητα της Τελωνειακής Υπηρεσίας είναι η εφαρμογή της τελωνειακής και δασμολογικής νομοθεσίας, η βεβαίωση και είσπραξη δασμών και λοιπών φόρων και δικαιωμάτων, κατά την εισαγωγή, διαμετακόμιση, αποταμίευση, αποστολή, εξαγωγή και μεταφορά εμπορευμάτων και αποσκευών επιβατών, καθώς και η δίωξη του λαθρεμπορίου, και κάθε άλλη ανατιθέμενη υπηρεσία (ΒΔ 1/1961). Στις μέρες μας η αποστολή είναι πιο σύνθετη και περιλαμβάνει εκτός των άλλων και την καταπολέμηση των εσόδων από εγκληματικές ενέργειες.

Η Τελωνειακή Υπηρεσία χωρίζεται και διαρθρώνεται στην Κεντρική και στις Περιφερειακές υπηρεσίες μία από τις οποίες είναι και το Τελωνείο Ωρωπού.

Με την υπ’ αριθμ. Δ6Β 1168860 ΕΞ 2011/6/12/2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ανεστάλη η λειτουργία του Τοπικού Τελωνειακού Γραφείου Ωρωπού και η καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμοδιότητά του περιήλθε στο Τελωνείο Αθηνών της Περιφερειακής Ενότητας Βόρειου Τομέα Αθηνών του Νομού Αττικής.

Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), Ταμείο Είσπραξης Εσόδων Πειραιά

  • Νομικό Πρόσωπο

Τα Ταμεία Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ συστάθηκαν με το ΝΔ 1383/1942 με την ονομασία Δημόσια Ταμεία Εσόδων ΙΚΑ. Σύμφωνα με τον ΑΝ. 1846/1951 «Περί κοινωνικών ασφαλίσεων» (άρθρο 27) τα Ταμεία ήταν υπεύθυνα για τις εισπράξεις των καθυστερούμενων εισφορών, πρόσθετων τελών ή επαυξήσεως εισφορών.

Σύμφωνα με το ΠΔ 266 της 18/22 Μαίου 1989 (ΦΕΚ Α΄ 127) «Οργανισμός του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.)» (άρθρο 4 περ. 3) τα Ταμεία Είσπραξης Εσόδων αποτελούν περιφερειακές υπηρεσίες ασφάλισης του Ιδρύματος, επιπέδου Διεύθυνσης και ως έργο έχουν την είσπραξη των εσόδων που βεβαιώνονται από τα Υποκαταστήματα των περιοχών αρμοδιότητάς τους, όπως καθορίζονται από τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 18 του Ν. 1469/1984 (ΦΕΚ 111 Α΄) «Ασφάλιση ομογενών, τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της νομοθεσίας του ΙΚΑ και ρύθμιση διαφόρων ασφαλιστικών θεμάτων» ( βλ. και ΑΝ 1846 της 14/21 Ιουν. 1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων»).
Ο νόμος του 1984 προέβλεπε την ύπαρξη έξι (6) Ταμείων: Τέσσερα στην Αθήνα, ένα στον Πειραιά και ένα στην περιοχή Θεσσαλονίκης.

Σύμφωνα με το νόμο του 1989 οι περιφερειακές υπηρεσίες ασφάλισης του ΙΚΑ είναι τα Περιφερειακά Υποκαταστήματα, τα Τοπικά Υποκαταστήματα, τα Παραρτήματα και τα Ταμεία Είσπραξης Εσόδων.

Τα Ταμεία Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ διαρθρώνονται ως ακολούθως:
• Τμήμα Εσόδων
• Τμήμα Διοικητικής Εκτέλεσης
• Τμήμα Οικονομικού και Γραμματείας

Το Τμήμα Εσόδων ανάμεσα στις άλλες αρμοδιότητες ασκεί την έκδοση αποφάσεων για τμηματική εξόφληση οφειλών.

Το Τμήμα Διοικητικής Εκτέλεσης έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:
1) Μέριμνα για τη διενέργεια κατασχέσεων και πλειστηριασμών, την εγγραφή υποθήκης και την εκτέλεση ενταλμάτων προσωπικής κράτησης
2) Αναγγελία σε πτωχεύσεις και πλειστηριασμούς
3) Έλεγχος εξόδων και αμοιβών των δικαστικών κλητήρων και συμβολαιογράφων που συνεργάζονται με το Ταμείο
4) Τήρηση βιβλίων και φακέλων για τις ανωτέρω πράξεις παρακολούθηση των σχετικών διαδικασιών και αντιμετώπιση των θεμάτων που προκύπτουν με τη Νομική Διεύθυνση του Ιδρύματος

Αβέρωφ, Γεώργιος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1867-1939

Ο Γεώργιος Αβέρωφ ήταν ανιψιός και ο κυριότερος κληρονόμος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στη Γαλλία. Πολιτευτής Ευβοίας, διετέλεσε βουλευτής και πληρεξούσιος επανεκλεγόμενος συνεχώς από το 1895. Στενός συνεργάτης του Ε.Βενιζέλου, υπήρξε σπουδαίος παράγων και χορηγός του κινήματος Εθνικής Άμυνας και έλαβε μέρος στην Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης ως υπουργός Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της βενιζελικής οργάνωσης “Πατριωτική ΄Ενωσις”, της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας του Αρσακείου, του Ωδείου και της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων.

Νομαρχία Πρεβέζης

  • Νομικό Πρόσωπο

Οι Γενικές ∆ιοικήσεις
Η Πρέβεζα, όπως και οι υπόλοιπες Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, Νησιά ανατολικού Αιγαίου) ενσωµατώθηκε στο ελληνικό βασίλειο µε τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913 και τις συνθήκες του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου. Η εδαφική αυτή επέκταση της Ελλάδας καθιστούσε αναγκαία τον καθορισµό διοικητικών δοµών και τη διοικητική οργάνωση των Νέων Χωρών. Με τον Νόµο 4134 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχοµένων χωρών» της 1ης Μαρτίου 1913 διατηρήθηκε η διοικητική διαίρεση της οθωµανικής περιόδου, ορίστηκε ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στις απελευθερωθείσες περιοχές ο Γενικός ∆ιοικητής και εισήχθη ένα αποκεντρωτικό διοικητικό σύστηµα που στηριζόταν στις ευρύτατες διοικητικές και νοµοθετικές αρµοδιότητες της Γενικής ∆ιοίκησης. ∆ηµιουργήθηκαν πέντε Γενικές ∆ιοικήσεις: Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, Νήσων Αιγαίου και Σάµου. Η Πρέβεζα εντάχθηκε στη Γενική ∆ιοίκηση Ηπείρου. Με τον Νόµο 524 του 1914 «περί διοικητικής διαίρεσης των Νέων Χωρών» καταργήθηκε η Γενική ∆ιοίκηση Ηπείρου και µε το Β.∆. «περί διοικητικής διαίρεσης των Νέων Χωρών» του 1915 παγιώθηκε η διοικητική διαίρεση των Νέων Χωρών σε Νοµούς και Υποδιοικήσεις, εισάγοντας ουσιαστικά το σύστηµα διοικητικής διαίρεσης της Παλαιάς Ελλάδας. Στην Ήπειρο δηµιουργήθηκαν οι Νοµοί Ιωαννίνων και Πρέβεζας. Το 1918 µε τον Νόµο 1149 η κυβέρνηση Βενιζέλου επανέφερε τον θεσµό των Γενικών ∆ιοικήσεων µε αυξηµένες αρµοδιότητες και µε τον Γενικό ∆ιοικητή να έχει τον βαθµό Υπουργού. Στις επόµενες δεκαετίες ακολουθεί µια αλληλουχία υποβαθµίσεων-αναβαθµίσεων των αρµοδιοτήτων του θεσµού των Γενικών ∆ιοικήσεων και καταργήσεων-επανιδρύσεων Γενικών ∆ιοικήσεων. Σε γενικές γραµµές από το 1918 µέχρι τη δικτατορία του Μεταξά – µε κάποιες εξαιρέσεις – ο θεσµός των Γενικών ∆ιοικήσεων τείνει να παγιωθεί ως θεσµός αποκεντρωµένων υπηρεσιών τρίτου επιπέδου µε τις διευθύνσεις τους να αντιπροσωπεύουν στη ζώνη ευθύνης τους τα αντίστοιχα κεντρικά Υπουργεία. Την ίδια περίοδο, µε τους Νόµους 3265/1925 και 4392/1929 καθορίζονται οι αρµοδιότητες του Γενικού ∆ιοικητή στον οποίο µεταβιβάζονται αποθετικά στη ζώνη ευθύνης του οι αρµοδιότητες των υπουργών (πλην των υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και ∆ικαιοσύνης), µε το τεκµήριο της αρµοδιότητας να είναι υπέρ του Γενικού ∆ιοικητή και όχι του Υπουργού. Από το 1936 και τον Α.Ν. 130/1936 «περί επεκτάσεως αρµοδιότητος του Νοµάρχη» µέχρι την οριστική κατάργηση των Γενικών ∆ιοικήσεων µε τον Νόµο 3200/1955 ο θεσµός των Γενικών ∆ιοικήσεων συνεχώς υποβιβάζεται µε τη µεταβίβαση των αρµοδιοτήτων του Γενικού ∆ιοικητή στον Νοµάρχη, γεγονός που προκαλούσε συνεχώς ζητήµατα σύγκρουσης δικαιοδοσίας και αρµοδιοτήτων ανάµεσα σε Γενικές ∆ιοικήσεις και Νοµαρχίες.

∆ιοικητικά όρια Νοµαρχίας Πρεβέζης
Ο Νοµός Πρέβεζας δηµιουργήθηκε, όπως αναφέρθηκε, µε το Β.∆. «περί διοικητικής διαίρεσης των Νέων Χωρών» του 1915. Ο Νοµός αποτελούνταν από δύο υποδιοικήσεις: α) την Υποδιοίκηση Πρέβεζας µε έδρα την Πρέβεζα, στην οποία υπήχθη και µέρος της τέως Υποδιοίκησης Φιλιππιάδος (το υπόλοιπο εντάχθηκε στον Νοµό Άρτας) και β) την Υποδιοίκηση Μαργαριτίου µε έδρα την Πάργα. Το 1916 η έδρα της Υποδιοίκησης Μαργαριτίου µεταφέρεται από την Πάργα στο Μαργαρίτι. Το 1925 η Υποδιοίκηση Λευκάδας αποσπάστηκε από τον Νοµό Κερκύρας και εντάχθηκε στον Νοµό Πρέβεζας. Τον Νοέµβριο του 1927 οι Υποδιοικήσεις µετονοµάζονται σε Επαρχίες˙ ο Νοµός Πρέβεζας διαιρούνταν σε τέσσερις Επαρχίες: Πρέβεζας, Λευκάδας, Μαργαριτίου και Φιλιππιάδος. Το 1928 η Υποδιοίκηση Πρέβεζας µετονοµάστηκε σε Νικοπόλεως. Το 1936 µε τον Α.Ν. 353 «περί συστάσεως Νοµού Θεσπρωτίας», η Επαρχία Μαργαριτίου (εκτός έξι κοινοτήτων) ενσωµατώθηκε στον νεοσυσταθέν Νοµό και ο Νοµός Πρέβεζας αποτελούνταν, πλέον, από τις Επαρχίες Λευκάδας, Νικοπόλεως και Φιλιππιάδος. Το 1940 ο Νοµός Πρέβεζας διαιρούνταν σε δύο Επαρχίες: Νικοπόλεως και Λευκάδας. Το 1946 οι κοινότητες Αγιάς, Αµµουδιάς, Ανθούσης, Θεµέλου, Καστρίου, Κορώνης, Μεσοποτάµου, Πάργας, Σταυροχωρίου, Τουρκοπαλούκου, που το 1936 είχαν υπαχθεί στον Νοµό Θεσπρωτίας, επανήλθαν διοικητικά στον Νοµό Πρέβεζας. Την ίδια χρονιά µε τον Α.Ν. 953 η Επαρχία Λευκάδας αποσπάστηκε από τον Νοµό Πρέβεζας αποτελώντας ξεχωριστό Νοµό. Μετά τις νέες αυτές εξελίξεις στο διοικητικό χάρτη της χώρας, ο Νοµός Πρέβεζας διέθετε µόνο µία Επαρχία, αυτήν της Νικοπόλεως που από το 1948 µε το Β.∆. «περί διοικητικών µεταβολών µεταξύ οµόρων Νοµών και Επαρχιών» µετονοµάστηκε σε Επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας.

Αρµοδιότητες Νοµάρχη
Για την περίοδο που αφορά το αρχείο της Νοµαρχίας Πρεβέζης που απόκειται στην Κ.Υ. των ΓΑΚ (1945-1950) οι αρµοδιότητες του Νοµάρχη και το οργανόγραµµα των υπηρεσιών της Νοµαρχίας καθορίζονται, αρχικά, από τους Αναγκαστικούς Νόµους 1179/13.4.1938 «Περί των Νοµαρχών» και 1488/22.11.1938 «Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών» και το εκτελεστικό Βασιλικό ∆ιάταγµα του τελευταίου (Β.∆. 20.3.1939 «Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Νόµου περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών»3. Σύµφωνα µε την παραπάνω νοµοθεσία, οι Νοµάρχες προΐστανται των πολιτικών υπηρεσιών της περιοχής τους – πλην των δικαστικών – καθώς και των αστυνοµικών και λιµενικών υπηρεσιών και ασκούν αρµοδιότητες των υπουργείων, είτε αποκλειστικά είτε µετά από µεταβίβασή τους από την κεντρική εξουσία. Ειδικότερα, ο Νοµάρχης εποπτεύει τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια της περιοχής δικαιοδοσίας του και εγκρίνει τις αστυνοµικές διατάξεις, ασκεί εποπτεία επί των υπηρεσιών των λιµενικών αρχών όσον αφορά τη δηµόσια τάξη και υγεία, ασκεί εποπτεία σε όλες τις ενώσεις και τα σωµατεία του Νοµού, ασκεί πειθαρχική εξουσία επί πάντων των υπηρετούντων στην περιφέρεια του Νοµού πολιτικών υπαλλήλων, αίρει τις µεταξύ διοικητικών και δικαστικών αρχών εγειρόµενες συγκρούσεις καθηκόντων κ.ά. Το Β΄ κεφάλαιο του Αναγκαστικού Νόµου 1179 καθορίζει λεπτοµερώς τις αρµοδιότητες που ασκεί ο Νοµάρχης ανά υπουργείο (Εσωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Οικονοµικών, Εθνικής Οικονοµίας, Συγκοινωνίας, Γεωργίας, Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, Σιδηροδρόµων και Αυτοκινήτων και των Υφυπουργείων Αγορανοµίας και Εργασίας) εξειδικεύοντας µάλιστα ανά ∆ιευθύνσεις υπουργείων. Στις αρµοδιότητες αυτές ανά υπουργείο θα γίνει εκτεταµένη αναφορά στις σχετικές υποσειρές του αρχείου. Ο Νοµάρχης, όσον αφορά την υπαλληλική του κατάσταση, υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών, ενώ για τους Νοµούς που υπάγονται σε Γενικές ∆ιοικήσες – όπως ο Νοµός Πρέβεζας – άµεσος προϊστάµενος των Νοµαρχών είναι ο Γενικός ∆ιοικητής.

Το 1949 µε το Βασιλικό ∆ιάταγµα «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείµενον νόµου των ισχυουσών διατάξεων νόµων περί Νοµαρχών, Επάρχων, Νοµαρχιών και Γραφείων Επάρχων»4 συστηµατοποιήθηκαν τα ζητήµατα υπηρεσιακής κατάστασης των Νοµαρχών. Όσον αφορά τις αρµοδιότητες των Νοµαρχών, αυτές εξακολουθούσαν να καθορίζονται από τον Αναγκαστικό Νόµο 1179 του 1938, ενώ στο Βασιλικό ∆ιάταγµα του 1949 συµπεριλήφθηκαν και κάποιες επιµέρους τροποποιήσεις αρµοδιοτήτων των Νοµαρχών ή προσθήκες νέων, που σχετίζονταν, κυρίως, µε τη σύσταση και την κατάργηση υπουργείων και τη συνακόλουθη αναδιάταξη των αρµοδιοτήτων τους. Έτσι, ο Νοµάρχης ασκεί αρµοδιότητες των υπουργείων Εσωτερικών, Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας, Οικονοµικών, Εθνικής Οικονοµίας, Εργασίας, ∆ηµοσίων Έργων, Τ.Τ.Τ., Γεωργίας, Κοινωνικής Πρόνοιας, Υγιεινής και του υπουργείου Μεταφορών. Με νέα Βασιλικά ∆ιατάγµατα µεταβιβάζονταν στο Νοµάρχη και επιπλέον αρµοδιότητες των υπουργείων, όπως, για παράδειγµα, µε το Βασιλικό ∆ιάταγµα της 26ης Ιανουαρίου 1950 καθορίζονταν οι αρµοδιότητες του Νοµάρχη επί θεµάτων του υπουργείου Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας5. Το 1950 µε τον Α. Ν. 1489 «περί επεκτάσεως της αρµοδιότητος των Νοµαρχών» που κυρώθηκε από τον Ν. 1673/1951 οι Νοµάρχες ασκούν, πλέον, στα όρια της δικαιοδοσίας τους τις αρµοδιότητες που µέχρι τότε ασκούσε ο Γενικός ∆ιοικητής.

Οργάνωση της εσωτερικής υπηρεσίας των Νοµαρχιών και κατανοµή των αρµοδιοτήτων
Το οργανόγραµµα της εσωτερικής υπηρεσίας των Νοµαρχιών και η κατανοµή των αρµοδιοτήτων για την περίοδο 1945-1950 καθορίστηκε από το Βασιλικό ∆ιάταγµα της 20ής Μαρτίου 1939 «περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Αναγκαστικού Νόµου περί οργανώσεως των ∆ιοικητικών Υπηρεσιών του υπουργείου Εσωτερικών».

Σύµφωνα µε το Βασιλικό ∆ιάταγµα του 1939, η εσωτερική υπηρεσία της Νοµαρχίας αποτελούνταν από: α) το Γραφείο Νοµάρχου, β) το Τµήµα ∆ιοικήσεως, γ) το Τµήµα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, δ) το Τµήµα Αποκεντρώσεως ε) το Τµήµα ∆ιεκπεραιώσεως Αρχείου και Καταχωρίσεως. Επικεφαλής των τεσσάρων Τµηµάτων της Νοµαρχίας, αρµόδιος εν γένει για τη λειτουργία της εσωτερικής υπηρεσίας της Νοµαρχίας και αναπληρωτής του Νοµάρχη σε περίπτωση απουσίας ή κωλύµατος του τελευταίου ήταν ο Γενικός Γραµµατέας. Με το Νοµοθετικό ∆ιάταγµα 147/1941 «περί καταργήσεως των θέσεων των Γενικών Γραµµατέων των Νοµαρχιών» τα καθήκοντα και οι αρµοδιότητες του Γενικού Γραµµατέα ασκούνται πλέον από τον ∆ιευθυντή της Νοµαρχίας. Σύµφωνα µε το Βασιλικό ∆ιάταγµα του 1939, παρά τη Νοµαρχία λειτουργούσαν, επίσης, το Γραφείο Αγροτικής Ασφάλειας, η Μηχανική Υπηρεσία ∆ήµων και Κοινοτήτων καθώς και άλλες ειδικές υπηρεσίες και γραφεία.

Γραφείο Νοµάρχου
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου Νοµάρχου υπάγονταν ο συντονισµός και η εναρµόνιση των ενεργειών των Αρχών του Νοµού µε τις γενικές γραµµές της κυβερνητικής πολιτικής, η εποπτεία της δηµόσιας τάξης και της δηµόσιας υγείας, η σύνταξη εκθέσεων για τη διοίκηση του Νοµού, για τους υπαλλήλους της Νοµαρχίας και για όλους τους δηµόσιους λειτουργούς του Νοµού, η ενέργεια επί των εµπιστευτικών εγγράφων, η τήρηση του εµπιστευτικού πρωτοκόλλου και αρχείου καθώς και τα ζητήµατα που αφορούσαν τη φυσική αγωγή και την οργάνωση της νεολαίας.

Τµήµα ∆ιοικήσεως
Το Τµήµα ∆ιοικήσεως αποτελούνταν από τρία Γραφεία (Γραφείο I, II και III).
Γραφείο I
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου I εντάσσονταν τα ζητήµατα που αφορούσαν την εν γένει διοίκηση του Νοµού και τη διαρρύθµιση των διοικητικών του ορίων, την υπηρεσιακή κατάσταση των δηµοσίων υπαλλήλων του Νοµού, την άσκηση εποπτείας και ελέγχου σε σωµατεία, ενώσεις και Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου, τη διαχείριση εράνων, την οργάνωση εκθέσεων και διαλέξεων, την τήρηση της εθιµοτυπίας, την τέλεση δηµοσίων εορτών, τα ζητήµατα των σχέσεων του Νοµάρχη µε τους αντιπροσώπους των ξένων κρατών καθώς και τα ζητήµατα που σχετίζονταν µε τη λειτουργία του παρά τη Νοµαρχία Γνωµοδοτικού Συµβουλίου.
Γραφείο II
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου II υπάγονταν τα ζητήµατα που αφορούσαν την αστική, δηµοτική και στρατολογική κατάσταση των πολιτών, την αποδηµία στο εξωτερικό και τη µετανάστευση, την αστυνοµική επιτήρηση συνεπεία δικαστικής απόφασης καθώς και τον διορισµό και αντικατάσταση των ληξιάρχων.
Γραφείο III
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου III υπάγονταν τα ζητήµατα που αφορούσαν την προπαρασκευή της πολιτικής επιστράτευσης, την οργάνωση της παθητικής αεράµυνας, τις στρατιωτικές εισφορές και επιτάξεις και κάθε άλλο ζήτηµα αρµοδιότητας των υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας.

Τµήµα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
Το Τµήµα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία (Γραφείο I και II).
Γραφείο I
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου I υπάγονταν ζητήµατα που αφορούσαν τη σύσταση, διοίκηση και λειτουργία ∆ήµων, Κοινοτήτων και δηµοτικών-κοινοτικών ιδρυµάτων, την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων τους, τους οργανισµούς των εσωτερικών υπηρεσιών τους, τις καταλογιζόµενες ευθύνες και τις επιβαλλόµενες ποινές σε εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης, τη λειτουργία δηµοτικών και κοινοτικών αγορών, τη µίσθωση και εκποίηση δηµοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, την εκτέλεση έργων, τον έλεγχο των αποφάσεων των δηµοτικών και κοινοτικών συµβουλίων κ.ά.
Γραφείο II
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου II υπάγονταν τα ζητήµατα που αφορούσαν την οικονοµική διοίκηση, τον φορολογικό και λογιστικό έλεγχο ∆ήµων, Κοινοτήτων και δηµοτικών ή κοινοτικών φιλανθρωπικών ιδρυµάτων ή άλλων νοµικών προσώπων.

Τµήµα Αποκεντρώσεως
Το Τµήµα Αποκεντρώσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία (Γραφείο I και II) και στην αρµοδιότητα του υπάγονταν οι υποθέσεις που δεν χειρίζονταν από τα παραπάνω Τµήµατα και ανάγονταν στην αρµοδιότητα όλων των υπουργείων – πλην των Εσωτερικών – αρµοδιότητα που βάσει νόµου µεταβιβάστηκε στη δικαιοδοσία του Νοµάρχη.
Γραφείο I
Το Γραφείο Ι χειριζόταν τις υποθέσεις που ανάγονταν στην αρµοδιότητα των υπουργείων Οικονοµικών, Εθνικής Οικονοµίας, Συγκοινωνίας και Γεωργίας.
Γραφείο ΙΙ
Το Γραφείο ΙΙ χειριζόταν τις υποθέσεις που ανάγονταν στην αρµοδιότητα των υπουργείων Εξωτερικών, ∆ικαιοσύνης, Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας, Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, Σιδηροδρόµων και Αυτοκινήτων και των Υφυπουργείων Τύπου και Τουρισµού, Εργασίας, Αγορανοµίας και Εµπορικής Ναυτιλίας.

Τµήµα ∆ιεκπεραιώσεως, Αρχείου και Καταχωρίσεως
Το Τµήµα ∆ιεκπεραιώσεως, Αρχείου και Καταχωρίσεως αποτελούνταν από δύο Γραφεία (I και II).
Γραφείο Ι
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου Ι υπάγονταν η παραλαβή, χαρακτηρισµός, πρωτοκόλληση και ευρετηρίαση των εισερχοµένων εγγράφων, η συσχέτισή τους µε προγενέστερα έγγραφα που τηρούνται στο αρχείο, η κατανοµή και παράδοση στα οικεία Τµήµατα και Γραφεία των εισερχοµένων εγγράφων και των εξερχοµένων που χαρακτηρίζονται «επιστρεπτέα», η τοποθέτηση των παραπεµποµένων στο αρχείο εγγράφων στις οικείες θυρίδες και φακέλους, η ανεύρεση εγγράφων από το αρχείο κ.ά.
Γραφείο ΙΙ
Στην αρµοδιότητα του Γραφείου ΙΙ υπάγονταν η αντιγραφή και παραβολή των ενεργουµένων εγγράφων, η διεκπεραίωση και ταχυδρόµησή τους κ.ά.

Με το ίδιο Βασιλικό ∆ιάταγµα καθορίζονταν ο αριθµός των υπαλλήλων και η κατανοµή του στα Τµήµατα της Νοµαρχίας, τα καθήκοντα του προσωπικού της Νοµαρχίας, αλλά και τα βιβλία που τηρούσε το Γραφείο Νοµάρχου και τα Τµήµατα της εσωτερικής υπηρεσίας της Νοµαρχίας.

Το οργανόγραµµα της εσωτερικής υπηρεσίας των Νοµαρχιών και η κατανοµή των αρµοδιοτήτων τους καθορίστηκε εκ νέου µε το Βασιλικό ∆ιάταγµα 864 της 28ης ∆εκεµβρίου 1960, το οποίο όµως αφορά περίοδο για την οποία δεν υπάρχει υλικό στο αρχείο της Νοµαρχίας Πρεβέζης. Σηµειώνεται µόνο ότι η διαίρεση των Τµηµάτων σε επιµέρους Γραφεία που προβλεπόταν από το Βασιλικό ∆ιάταγµα του 1939 δεν υφίσταται πλέον.

Ανδρικοπούλου, Νέλλη

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1921 - 2014

Πολυσχιδής προσωπικότητα –ζωγράφος και γλύπτρια, ξεναγός, συγγραφέας και μεταφράστρια–, η Νέλλη Ανδρικοπούλου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Σε ηλικία 15 χρονών μετακομίζει με την οικογένεια της στην Αθήνα. Το 1939, ένα χρόνο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Δ. Μπισκίνη, και την επόμενη χρονιά παρακολουθεί και το εργαστήριο του Κ. Παρθένη. Το 1943 μεταπηδά στο εργαστήριο γλυπτικής του Μ. Τόμπρου. Τον Δεκέμβριο του 1945 θα επιβιβαστεί, μαζί με άλλες προσωπικότητες, στο θρυλικό πλοίο Mataroa, με προορισμό το Παρίσι. Εκεί σπουδάζει γλυπτική με τη Mme Lavrillier, μαθήτρια του Bourdelle, και παράλληλα σχέδιο και γλυπτική στην Ακαδημία Grande Chaumière, με δάσκαλο τον Ossip Zadkine. Το 1947 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στο «Ελληνικό Σπίτι» στη Διεθνή Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού με 3 γλυπτά και μια τέμπερα. Στα τέλη της χρονιάς όμως θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Στην Πανελλήνιο Έκθεση του 1948 γνωρίζεται με τον Ν. Εγγονόπουλο, με τον οποίο θα παντρευτεί δύο χρόνια αργότερα και θα αποκτήσει το 1951 ένα παιδί, τον Πάνο. Χωρίζουν το 1954. Το 1949 εκθέτει με την καλλιτεχνική ομάδα Αρμός στο Ζάππειο Μέγαρο. Έχοντας αποφοιτήσει από την νεοϊδρυθείσα Σχολή Ξεναγών, συνεργάζεται με τον ΕΟΤ περιοδεύοντας ως ξεναγός στα ελληνικά νησιά κατά το διάστημα 1955–1959. Από το 1959 έως το 1963, πάντα σε συνεργασία με τον ΕΟΤ, διευθύνει το θέαμα Ήχος και Φως της Ακροπόλεως Αθηνών και δημιουργεί το θέαμα Ήχος και Φως της Ρόδου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ταξιδεύει, με κρουαζιέρες στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, δίνοντας διαλέξεις και παράλληλα σχεδιάζοντας. Τις επόμενες δεκαετίες καταδύεται στον κόσμο της συγγραφής («Άγνωστες πτυχές από το έργο του Ν. Εγγόνοπουλου», Η Λέξη, τχ. 77, 1988 / «Σημειώσεις για την Πάτμο του Χαίλντερλιν», Νέα Εστία, τ. 131, 1992 / «Βάλτερ Μπένγιαμιν ή Η πορεία του θραύσματος», Νέα Εστία, τ. 133, 1993 / Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου, εκδ. Ποταμός, 2003 / Το Ταξίδι του Ματαρόα, 1945, εκδ. Εστία, 2007), αλλά και της μετάφρασης (Φ. Χαίλντερλιν, «Πάτμος», Νέα Εστία, τ. 133, 1992, E. M. Forster, Ο Δρόμος από τον Κολωνό, εκδ. Ερμείας, 1994 / μια ανέκδοτη μετάφραση του Über den Fetischcharakter in der Musik und die Regression des Hörens του Τ. W. Adorno, / Walter Benjamin, Μονόδρομος, εκδ. Άγρα, 2004, για τη μετάφραση του οποίου θα κερδίσει το 2005 το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης). Λίγο πριν από το θάνατό της το 2014 η Νέλλη Ανδρικοπούλου ανέθεσε στο ΜΙΕΤ να καταγράψει το σύνολο των έργων της (683 –ως επί το πλείστον ζωγραφική και σχέδια σε χαρτί–, συμπεριλαμβανομένων και 59 έργων άλλων καλλιτεχνών). Κατόπιν γενναιόδωρης προσφοράς της οι συλλογές του ΜΙΕΤ εμπλουτίστηκαν με 165 έργα της (εκ των οποίων 15 διπλής όψεως).

Καπάνταης, Βάσος

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1924 - 1990

Γεννημένος στα 1924 στη Μυτιλήνη, από Μικρασιάτες γονείς, ο Βάσος Καπάνταης ήταν ένας γλύπτης που με το έργο του ύμνησε την πατρίδα που δεν γνώρισε, θρήνησε έναν τόπο της ψυχής περισσότερο παρά του κόσμου τούτου, ευαγγελιζόμενος την πνευματική επιστροφή στη γενέθλια γη. Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1942-1947) με καθηγητές τους Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο, καθώς και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολήθηκε συστηματικά με την κεραμοπλαστική, το μετάλλιο, αλλά και με τις διακοσμητικές τέχνες επιδιώκοντας ένα ενιαίο ύφος που εκκινούσε από την αρχαιότητα και έφτανε ως τη λαϊκή τέχνη. Η δημιουργία του Καπάνταη εξελίσσεται μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής μεταπολεμικής γλυπτικής, δηλαδή τη σταδιακή απομάκρυνση από τύπους της αρχαϊκής πλαστικής και το άνοιγμα προς τάσεις του Μοντερνισμού και συγκεκριμένα την Αφαίρεση. Η Νίκη, που φιλοτέχνησε το διάστημα 1949-1951 προκειμένου να στηθεί στην Κρήτη και εκτέθηκε στην Πανελλήνια του 1952 κερδίζοντας καθολική αποδοχή, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αφετηρίας του. Αντίστοιχα, η αναθηματική Στήλη στην κεντρική πλατεία της Νέας Σμύρνης (1969) και το άγαλμα της Ελευθερίας στη Χελωνοσπηλιά Καλαβρύτων (1971) φανερώνουν τη βαρύτητα της παράδοσης στο έργο του Καπάνταη. Σταδιακά ο καλλιτέχνης θα στραφεί σε ολοένα και πιο αφαιρετικές και εξπρεσιονιστικές φόρμες. Η έννοια του σπαράγματος (κατάλοιπο της αρχαιολογικής του παιδείας), η επίδραση του Μοντερνισμού (ιδίως της γλυπτικής του Henry Moore) αλλά και η εγγενής ανάγκη του Καπάνταη να μετατρέψει το θέμα σε σύμβολο, χαρακτήρισαν την όψιμη δημιουργία του: μνημειακά, δημόσια έργα όπως το Ηρώο της Περγάμου στην πλατεία της Εστίας Νέας Σμύρνης (1978) και το Ηρώο του Πόντου στο Χαϊδάρι (1987) κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ανάλογο πνεύμα διακρίνει και μικρότερα γλυπτά του, με γυμνά γυναικεία σώματα αλλά και ζευγάρια που μιλούν για τη χαρά και την ομορφιά της ζωής. Ο Καπάνταης, παρ’ όλη την αφαιρετική διάσταση του όψιμου έργου του, δεν πέρασε ποτέ στην Αφαίρεση. Η κλασική του παιδεία και οι ιδέες του καθόρισαν την ανθρωποκεντρική του δημιουργία που φαίνεται πως υπάκουε σε μια και μόνο αρχή: το μέτρο. Το 1990, λίγο προτού πεθάνει, ο καλλιτέχνης παρατηρούσε πως «Είναι ήδη πολύ, ευτυχώς, να είσαι Ίων, να είσαι από πρόσφυγες γονείς του 1922, να είσαι γλύπτης και πολίτης του αρχαίου Δήμου των Αθηναίων, να είσαι πατέρας γιου και σύζυγος γυναίκας, να έχεις σπίτι και αυλή και δέντρα και σκύλους και πουλιά ελεύθερα στα δέντρα, να έχεις φίλους και Θεό και ελπίδα για ειρηνική παλιννόστηση στη γη των προγόνων». Μέσα στη φράση αυτή κρύβεται, εντέλει, όλο το μεγαλείο του γλύπτη αλλά και του ανθρώπου Καπάνταη.

Κατράκη, Βάσω

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1909 - 1988

1909: Γεννιέται στις 5 Ιουλίου στο Αιτωλικό.
1936-1940: Σπουδάζει στην ΑΣΚΤ. Μετά τα προκαταρκτικά μαθήματα κοντά στον Παύλο Μαθιόπουλο, επιλέγει το Εργαστήριο του Ουμβέρτου Αργυρού και στη συνέχεια το Εργαστήριο του Κωστή Παρθένη. Η χαρακτική όμως την κερδίζει. Στο Εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού εξασκείται στην ξυλογραφία, τη χαλκογραφία, την τυπογραφία και την τέχνη του βιβλίου.
1941: Παντρεύεται τον γιατρό Γιώργο Κατράκη, τον οποίο έχει γνωρίσει στα φοιτητικά της χρόνια.
1942-1943: Με το σύζυγό της έρχονται στην Αθήνα. Εντάσσεται, αν και απόφοιτη, στο Εργαστήριο χαρακτικής της Σχολής και δουλεύει κοντά στον Κεφαλληνό. Οργανώνεται στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών.
1946: Η οικογένεια Κατράκη, μαζί με τον Νικηφόρο Βρεττάκο, εγκαθίσταται στον Πειραιά, όπου θα παραμείνει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950.
1947: Συμμετέχει στη Διεθνή Έκθεση του Καίρου και στην έκθεση Grekisk Konst, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στοκχόλμης.
1949: ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Στάθμης».
1952: Συμμετέχει στην Πανελλήνιο έκθεση στο Ζάππειο.
1954: Συμμετέχει σε έκθεση ελληνικής χαρακτικής στη Γενεύη.
1956: Συμμετέχει στη Διεθνή Έκθεση Χαρακτικής «Xylon» στη Γερμανία, αλλά και στη Μπιενάλε Χαρακτικής της Λιουμπλιάνα.
1957: Συμμετέχει στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο.
1958: Γεννιούνται τα δίδυμα παιδιά της, Μαριάννα και Σπύρος.
1959: Ατομική έκθεση στη γκαλερί «Ζυγός».
1964: Ταξιδεύει στην Κίνα με αφορμή την ατομική της έκθεση στο Πεκίνο.
1965: Πραγματοποιεί ατομική έκθεση στη Βουδαπέστη.
1966: Μαζί με τους Κ. Λουκόπουλο, Α. Απέργη, Κ. Ανδρέου, Γ. Μαυροΐδη και Ν. Γεωργιάδη, εκπροσωπεί την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας.Τιμάται με το διεθνές βραβείο λιθογραφίας
1967: Με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Γυάρο. Λόγω προβλημάτων υγείας και ύστερα από διεθνείς πιέσεις, αφήνεται ελεύθερη το 1968.
1971: Ατομική έκθεση στη γκαλερί «Αργώ» της Λευκωσίας.
1976: Συμμετέχει σε έκθεση στο Museum am Ostwall στο Ντόρμουντ της Γερμανίας και στη Διεθνή Έκθεση Γραφικών Τεχνών Intergrafik
στην Ανατολική Γερμανία, όπου κερδίζει ένα ακόμη πρώτο βραβείο.
1980: Η Εθνική Πινακοθήκη τιμά το έργο της με την αναδρομική έκθεση Βάσω Κατράκη. Χαρακτική 1940-1980.
1986: Ατομική έκθεση στην γκαλερί «Αθήνα», όπου παρουσιάζει τα τελευταία έργα της με το γενικό τίτλο Ελεγεία.
1988: Συμμετέχει στις εκθέσεις: Ελληνική Μεταπολεμική Χαρακτική στην Εθνική Πινακοθήκη· Wspotczesna Graffika Grecka στο Μουσείο Naradowe της Βαρσοβίας· Πρώτη Μεσογειακή Μπιενάλε Χαρακτικής στο Μιραμπέλο της Κρήτης. Πεθαίνει στις 27 Δεκεμβρίου.

Ποτήρη, Δώρα

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1925 - 1998

Γεννήθηκε στο Κάιρο το 1925, όπου σπούδασε ζωγραφική με καθηγητή τον Εμμανουήλ Αύγουστο και αργότερα τον ζωγράφο και συγγραφέα Νίκο Νικολαΐδη. Στην Αθήνα πήρε μαθήματα και από τον ζωγράφο Μίκη Ματσάκη. Πρώτη της ατομική έκθεση στο Κάιρο το 1953. Στην Ελλάδα εκθέτει για πρώτη φορά το 1955 στην γκαλερί Ζαχαρίου 43 έργα με θέματα από την Αίγυπτο. Το 1962 εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα. Ατομικές της εκθέσεις: Πάτρα, ξενοδοχείο Σεσίλ (1956), Αθήνα, Μεγάλη Βρετανία (1957), Χαρτούμ, Σουδάν (1962), Γκαλερί Ζυγός (1963), στο εργαστήριό της στην Ύδρα (1967), στο εργαστήριό της στην Αθήνα (1969), Salisbury, Ροδεσία (1970), Αναδρομική της έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων (1975), Αίθουσα Διογένης, Θεσσαλονίκη (1976), Εταιρεία Γραμμάτων και τεχνών (1978), Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων (1979), στο εργαστήριό της στην Αθήνα (1981, 1982), Κέντρο Κεφαλληνίων & Ιθακησίων, Πειραιάς (1984), Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ύδρας (1985), ξενοδοχείο Greco, Ύδρα (1986), Αίθουσα Ζυγός, Αθήνα (1988). Ομαδικές εκθέσεις: Πανελλήνιος Έκθεση 1960, 1975), Σάμος (1965), Έκθεση Ελληνικών Προϊόντων, Σικάγο (1970), Ροδεσία (1972), Βιέννη (1976), Grand Palais, Παρίσι (1980), Έκθεση Αιγυπτιωτών Ελλήνων Ζωγράφων στην Εθνική Πινακοθήκη (1983), Πειραιάς (1983), Κεφαλλονιά (1984), Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα (1988).

Βαλαβανίδης, Γιάννης

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1939 - 2017

Ο Γιάννης Π. Βαλαβανίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική και ψηφιδωτό στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1957-1963). Έχει πραγματοποιήσει δώδεκα ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Υπήρξε μέλος της «Ομάδας Τέχνης Α» (1965-1967), της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1970-1973), του Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης (1979-1983) και της Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη (1979-1986).

Κείμενά του για την τέχνη έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Δίδαξε ζωγραφική και ψηφιδωτό στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1982-2006) και ήταν Αντιπρύτανης κατά την περίοδο 2001-2004. Από το 2007 έως τον θάνατο του το 2017 υπήρξε ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ.

Όπως αναφέρει ο ίδιος, σχεδίαζε εξώφυλλα βιβλίων επί τριάντα χρόνια. Είχε ξεκινήσει το 1970, μέσα στη δικτατορία, όταν ο Φίλιππος Βλάχος του είχε προτείνει να συνεργαστούν στις εκδόσεις «Κείμενα». Την εποχή εκείνη έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής, και τον απασχολούσαν ερωτήματα σχετικά με τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της τέχνης. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, θεώρησε ότι οι γραφικές τέχνες προσφέρουν ένα πεδίο ευρύτερης λειτουργίας της εικαστικής έκφρασης. Αυτό ήταν ένα από τα αρχικά του κίνητρα, για να ασχοληθεί με τα εξώφυλλα ως ζωγράφος.

Η σχεδίαση ενός εξωφύλλου βιβλίου, όταν γίνεται με πραγματικό ενδιαφέρον και μεράκι, είναι μια αρκετά σύνθετη εργασία. Κατά βάθος πρόκειται για μια πρώτη ερμηνεία του βιβλίου. Πρέπει να αντανακλά σε κάποιο βαθμό το περιεχόμενο των σελίδων του, να συμπυκνώνει τα νοήματα αναδεικνύοντάς τα με οπτικό τρόπο, είτε μέσω της εικόνας είτε με την επιλογή της κατάλληλης γραμματοσειράς και την τοποθέτηση του κειμένου. Ταυτόχρονα πρέπει να είναι αισθητικά ικανοποιητικό και ευχάριστο στο μάτι. Αυτές οι ανάγκες υπαγορεύουν μια ειδική αντιμετώπιση, που δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη διαδικασία της προσωπικής ζωγραφικής.

Δούλεψε με πολλούς εκδοτικούς οίκους, αλλά ξεχώρισε τους τρεις, με τους οποίους είχε στενή και μακροχρόνια συνεργασία. Πρώτα ήταν τα «Κείμενα» με το Φίλιππο Βλάχο, μετά συνέχισε στο «Θεμέλιο» με τον Μίμη Δεσποτίδη και το Θόδωρο Μαλικιώση, και στο «Πλέθρον» με το Σάμη Γαβριηλίδη και το Λουκά Ρινόπουλο.

Αποτελέσματα 2201 έως 2300 από 16948