Showing 345 results

Authority record
Family

Σταύρου, οικογένεια

  • Family

Ο Σταύρος Ιωάννου ή Τσαπαλάμος (θ. 1823) ήταν έμπορος και πρόκριτος στα Γιάννινα επί Αλή Πασά. Γιος του ήταν ο Γεώργιος Σταύρου που υπηρέτησε από το 1825 σε διάφορες θέσεις στην ελεύθερη Ελλάδα και ίδρυσε αργότερα την Εθνική Τράπεζα.

Αντωνίου, οικογένεια

  • Family

Ο ποιητής Δημήτρης Αντωνίου γεννήθηκε το 1906 στη Μπέιρα της Μοζαμβίκης και καταγόταν από κασιώτικη ναυτιλιακή οικογένεια. Ήταν γιος του Ιωάννη Αντωνίου και της Μαρίκας Πνευματικού και είχε τέσσερα αδέλφια τον Γιώργο, την Αγγελική, την Έλλη και την Άννα. Έζησε στη Μοζαμβίκη και στο Σουέζ ως το 1912, οπότε η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική σχολή Αθηνών και παράλληλα μελέτησε ξένες γλώσσες, ορυκτολογία, βοτανική, εντομολογία, ζωολογία και μουσική. Εργάστηκε στην εμπορική ναυτιλία και έφθασε ως τον βαθμό του πλοιάρχου. Συνταξιοδοτήθηκε το 1968. Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο τορπιλοβόλο Κίος. Ανήκε στον κύκλο των λογοτεχνών της γενιάς του τριάντα, εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές και πολλά έργα (ποίηση, δοκίμιο, μετάφραση) σε περιοδικά και εφημερίδες. Πέθανε το 1994.
Ποιητικές συλλογές του Δ. Ι. Αντωνίου:
Ποιήματα (1939)
Ινδίες (Β΄κρατικό βραβείο ποίησης 1967)
Χάι-κάι και Τάνκα (Α΄κρατικό βραβείο ποίησης 1972)

[Πηγή βιογραφικού: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών ΕΚΕΒΙ, www.ekebi.gr]

Δράκου, οικογένεια

  • Family

Γεωργάκης Δ. Δράκος (1788-1827)
Ο Γεωργάκης ήταν γιος του Δήμου Δράκου, επιφανούς αρχηγού της οικογένειας Δράκου του Σουλίου κατά τον 18ο αιώνα. Ο Δήμος Δράκος ήταν γνωστός για την στρατιωτική του ικανότητα και ευφυΐα, αρετές τις οποίες επέδειξε σε όλες τις συγκρούσεις των Σουλιωτών με τους Τούρκους, ήδη από το 1730. Το Δεκέμβριο του 1803 μαζί με το Φώτο Τζαβέλλα και άλλους οπλαρχηγούς οδήγησαν 2000 περίπου γυναικόπαιδα από το Σούλι στην Κέρκυρα. Εκεί ο Δήμος κατατάχθηκε στο ρωσικό στρατό (με το βαθμό του εκατόνταρχου) αλλά πέθανε τρεις μήνες αργότερα για ν’ αντικατασταθεί από το γιό του, Γεωργάκη. Ο Γεωργάκης ήταν και αυτός διακεκριμένος οπλαρχηγός του Σουλίου, ο οποίος έλαβε μέρος στην ελληνική επανάσταση και διακρίθηκε στις μάχες του Μεσολογγίου, των Θηβών και της Αθήνας. Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε στο φρούριο της Χαλκίδας όπου και πέθανε.

Ιωάννης Γ. Δράκος (1820-1875)
Ο Ιωάννης Δράκος γεννήθηκε στο Σούλι το 1820. Ήταν γιος του Γεωργάκη Δράκου. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βαυαρίας από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπασπιστή του ιππικού. Διετέλεσε υπασπιστής του Όθωνα με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη του ιππικού. Συνόδευσε τον Όθωνα στην εξορία, στη Βαμβέργη, και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατο του εξόριστου βασιλιά το 1867. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πέρασε από δίκη για λιποταξία στο εξωτερικό και αθωώθηκε. Διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών το 1871. Πέθανε το 1875. Για τις υπηρεσίες του προς τον Όθωνα, η Αμαλία ανέλαβε να καταβάλλει οικονομικό βοήθημα στη χήρα του Αικατερίνη. Μετά το θάνατο της Αμαλίας, το βοήθημα κατέβαλλαν οι κληρονόμοι τους.
Ο Ιωάννης Δράκος παντρεύτηκε την Αικατερίνη Δαγκλή και έκαναν τρεις γιους (Γεώργιο, Νικόλαο και Κωνσταντίνο) και μία κόρη, τη Μαρία (σύζυγο Κωνσταντίνου Πλανητέρου).
Ο γιος του, Γεώργιος, υπηρέτησε στον πρωσικό στρατό και σκοτώθηκε το Σεπτέμβριο του 1870 στη μάχη του Sedan (γαλλο-πρωσικός πόλεμος του 1870).

Νικόλαος Ι. Δράκος (1861-1927;)
Ο Νικόλαος Ιωάννου Δράκος γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1861. Εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) το 1877 και αποφοίτησε στις 24 Μαρτίου 1881 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού Πυροβολικού. Έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1913, με το βαθμό του συνταγματάρχη, διετέλεσε Φρούραρχος Θεσσαλονίκης. Το 1916 διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου. Αποστρατεύθηκε το 1916. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του διετέλεσε επίσης μέλος της επιτροπής των εισιτηρίων εξετάσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Παντρεύτηκε την Αιμιλία Μπότσαρη, κόρη του Δημητρίου Μπότσαρη και της Χαρίκλειας Δεληγιάννη. Ο Δημήτριος Μπότσαρης ήταν γιος του Μάρκου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Καλογήρου.
Ο Νικόλαος Δράκος και η σύζυγός του Αιμιλία απέκτησαν τρεις κόρες και έναν γιο: 1. την Αικατερίνη (Κάκιω, γεν. 1894) που παντρεύτηκε τον Λεόντιο Λεοντίου και σε δεύτερο γάμο –λόγω χηρείας– τον αξιωματικό του Βασιλικού Ναυτικού Κωνσταντίνο Σπ. Λιόλιο, 2. την Αθηνά (γεν. 1898, άγαμη), 3. τη Μαρία (γεν. 1900, σύζυγο Ιακώβου(;) Κορέσση, βιομήχανου) και 4. τον Ιωάννη (1896, έγγαμος), χωρίς όμως άλλα στοιχεία. Ο Ιωάννης το 1956 φαίνεται ότι εργαζόταν στο τμήμα διοίκησης υποκαταστημάτων της Ιονικής Τραπέζης. Η Αικατερίνη Ν. Δράκου έκανε από τον πρώτο της γάμο μία κόρη, τη Θεοδώρα. Η Μαρία Ν. Δράκου έκανε μάλλον τρία παιδιά: την Ελένη, τον Ιωάννη και τον Αλκιβιάδη (βλ. οικογένεια Κορέσση, αρχεία ΕΛΙΑ). Ο Νικόλαος Δράκος πέθανε το 1927.

Πρόσωπα που εμφανίζονται στο αρχείο και παράγουν τον κύριο όγκο των επιστολών προς τον Νικόλαο και την Αιμιλία Δράκου είναι τα ακόλουθα:

Αικατερίνη Ι. Δράκου το γένος Δαγκλή
Σύζυγος του Ιωάννη Γ. Δράκου, απόγονος κι αυτή σουλιώτικης οικογένειας.

Κωνσταντίνος Δράκος
Ο Κωνσταντίνος Δράκος ήταν αδελφός του Νικολάου Ι. Δράκου. Σύμφωνα με τη Μεγάλη Στρατιωτική Εγκυκλοπαίδεια, γεννήθηκε το 1861. Αρχικά αξιωματικός του ιππικού, έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Αποστρατεύθηκε με το βαθμό του υπιλάρχου (υπολοχαγού) για να υπηρετήσει στη συνέχεια ως αξιωματικός της Χωροφυλακής (δεύτερος αστυνόμος) στην Αίγινα και στον Πόρο. Σημειώνεται ότι στο μητρώο των αξιωματικών του στρατού του 1908 (στο οποίο περιλαμβάνονται οι αξιωματικοί της χωροφυλακής), το όνομά του δεν αναφέρεται. Φαίνεται ότι παντρεύτηκε μία Βασιλική (Βάσω). Από την αλληλογραφία δεν προκύπτουν πληροφορίες για τέκνα. Από τις επιστολές του αρχείου προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος μάλλον υπέφερε από κάποια ασθένεια.

Μαρία Κ. Πλανητέρου (το γένος Ιωάννου Δράκου)
Η Μαρία (Μαριγουλίτσα) φοίτησε στη Σχολή Χιλλ. Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο (Ντάντο) Πλανήτερο από τη Ζάκυνθο, έμπορο σταφίδας. Πρόκειται για αρχοντική οικογένεια της Ζακύνθου (απαντάται στο νησί από το 1509, με ρίζες αρχικά στο Ναύπλιο). Απέκτησαν τέσσερα τέκνα: τον Ιωάννη (Γιάγκο), την Αικατερίνη (1891-;) τον Νικόλαο και τον Γεώργιο (Τζωρτζάκη, 1893-;). Τόσο ο Λεωνίδας Ζώης όσο και ο Mihail-Dimitri Sturdza αναφέρουν ότι μια Αικατερίνη Πλανητέρου παντρεύτηκε τον Σπυρίδωνα Καρρέρ (1880-1962), επίσης από τη Ζάκυνθο, και απέκτησαν μια κόρη, την Ανδριανή– ίσως πρόκειται για την κόρη της Μαρίας. Από την αλληλογραφία προκύπτει ότι η Μαρία και ο Κωνσταντίνος Πλανήτερος απέκτησαν τρία εγγόνια: τη Σόνια (Σοφία), τον Κωνσταντίνο και τη Μαρία.

Χαρίκλεια Δ. Μπότσαρη, το γένος Νικολάου Δεληγιάννη
Κόρη του Νικολάου Δεληγιάννη και της Αικατερίνης Νοταρά. Παντρεύτηκε τον Δημήτριο Μπότσαρη (1814-1871), γιο του Μάρκου Μπότσαρη (1790-1823) και της Χρυσούλας Καλογήρου. Ο Δημήτριος Μπότσαρης ήταν στρατιωτικός (έφτασε στο βαθμό του υποστρατήγου) και διετέλεσε δύο φορές υπουργός Στρατιωτικών. Απέκτησαν επτά τέκνα: την Αικατερίνη (1851-1875), τη Χρυσούλα (1852-1922, σύζυγο Γεωργίου Προβελεγγίου), το Μάρκο (1854-1873), την Αθηνά (1857-1878), τον Κωνσταντίνο (1858-1919 άγαμος), τον Αθανάσιο (1860-1944, παντρεύτηκε τη Σοφία Σπυρίδωνος Ρώμα) και την Αιμιλία (1868, σύζυγο Νικολάου Ι. Δράκου).

Χρυσούλα Γ. Προβελεγγίου, το γένος Δημητρίου Μπότσαρη
Κόρη του Δημητρίου Μπότσαρη και της Χαρίκλειας Δεληγιάννη. Η Χρυσούλα παντρεύτηκε το σίφνιο νομικό Γεώργιο Προβελέγγιο (ανιψιό του πολιτικού Κωνσταντίνου Προβελέγγιου και αδελφό του πολιτικού και ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου και του εκπαιδευτικού Νικολάου Προβελέγγιου) και απέκτησαν δύο κόρες, την Αικατερίνη, την Όλγα (και ίσως μία τρίτη, την Ελένη) και δύο γιους: τον Ιωάννη και το Δημήτριο. Η Όλγα παντρεύτηκε τον Γεώργιο (;) ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στο Poti της σημερινής Γεωργίας. Απέκτησαν μιά κόρη η οποία πέθανε μάλλον σε νηπιακή ηλικία. Ο Δημήτριος Προβελέγγιος παντρεύτηκε την Baby (δεν αναφέρεται άλλο όνομα) και απέκτησαν μία κόρη, τη Χαρίκλεια, η οποία πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Ο Ιωάννης, μετά από μια διαμονή στο Λονδίνο (στα 1912) εγκαταστάθηκε και εργάστηκε -για άγνωστο διάστημα- στο Cawnpore (Kanpur) της Ινδίας. Εγγονός της Χρυσούλας και του Γεωργίου Προβελέγγιου ήταν ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελλέγιος (1914-1999). (Βλ. συνέντευξη του Αριστομένη Προβελέγγιου στο Θανάση Λάλα, Τα Νέα, 07/11/1999).

Αθανάσιος Δημ. Μπότσαρης
Γιος του Δημητρίου Μπότσαρη και της Χαρίκλειας Δεληγιάννη. Γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1860. Εισήλθε στη Στρατιωτικού Σχολή Ευελπίδων το 1880 και αποφοίτησε το 1884 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού Πυροβολικού. Παντρεύτηκε τη Σοφία Ρώμα (1863-), κόρη του Σπυρίδωνος Ρώμα (1826-1881) και της Ασπασίας Μουρούζη. Ο Αθανάσιος και η Σοφία απέκτησαν πέντε τέκνα: την Ασπασία (1891-1974, μικροβιολόγο), το Δημήτριο (1892-1965, παντρεύτηκε την Καλλιόπη Διαμαντίδη), το Μάρκο (1893-1960, μάλλον ανύπαντρος), το Σπύρο (1894-1948, παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τη Μυρσίνη Αμπελοράβδη και σε δεύτερο την Αλεξάνδρα Παντζίρη) και την Pierrete (1902-;) η οποία παντρεύτηκε το Δημοσθένη Χωρέμη). Ο Σπύρος απέκτησε δύο τέκνα: το Μάρκο και τη Ρόζα. Από μια αναφορά σε επιστολή της εξαδέλφης του Μαρίας (υποφ. 2.6) φαίνεται ότι το 1911 έχασαν ένα παιδί – ίσως πρόκειται για αποβολή.

Κωνσταντίνος Σπ. Λιόλιος
Ο Κωνσταντίνος Σπυρίδωνος Λιόλιος γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1869. Εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1885 και αποφοίτησε το 1890 ως μάχιμος σημαιοφόρος. Στους Βαλκανικούς Πολέμους, με το βαθμό του πλωτάρχη, υπηρέτησε ως κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Ναυκρατούσα. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Λήμνου και της Τενέδου. Αποστρατεύθηκε το Μάρτιο του 1917 με το βαθμό του αντιπλοιάρχου. Επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, με το βαθμό του πλοιάρχου, διετέλεσε Διοικητής Μοίρας Σαρωνικού (1917-1919) και μοίραρχος αρχηγός του Ελαφρού Στόλου (1918). Με την ίδια ιδιότητα έλαβε μέρος και στις επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αποτάχθηκε το 1921. Η απόταξή του ακυρώθηκε το 1922 και με αίτησή του αποστρατεύθηκε οριστικά το 1923 με το βαθμό του υποναυάρχου. (Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, βλ. παρακάτω).
Ο Κωνσταντίνος Λιόλιος παντρεύτηκε την Αικατερίνη, κόρη του Νικολάου Δράκου και χήρα του Λεοντίου Λεοντίου. Το 1936 υιοθέτησε την κόρη της Αικατερίνης από τον πρώτο γάμο της, Θεοδώρα. Πέθανε το 1947. Η οικογένεια Λιόλιου συνδέεται με την οικογένεια Μπότσαρη ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα καθώς η αδελφή του Μάρκου Μπότσαρη, Δέσπω, είχε παντρευτεί τον Γ. Λιόλιο. Ο Κωνσταντίνος Λιόλιος πιθανότατα συνδέεται με τον υποστράτηγο (Μηχανικού) Γεώργιο Λιόλιο (1858-1923), ο οποίος φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στην ίδια κλάση με τον Νικόλαο Ι. Δράκο.

Πηγές:
Μητρώον των αξιωματικών και ανθυπασπιστών του κατά γην στρατού 1908. Αθήνα, Υπουργείο Στρατιωτικών, 1908: 12
Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τ.3 και 5.
Αναστάσιος Κ. Δημητρακόπουλος (αντιναύαρχος ΠΝ ε.α.), Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Οι τάξεις εισόδου 1884-1950, τ. 2, Αθήνα, 2006.
Λεωνίδας Χ. Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1963.
Μαρίνος Γερουλάνος, Αναμνήσεις (1867-1957). Σελίδες από την ιστορία της νεώτερης ιατρικής στην Ελλάδα, Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτη, Β΄ έκδοση 1995.
Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης και Νικ. Δ. Σχίζας, Η ασθένεια και ο θάνατος του βασιλέως Κωνσταντίνου (1915-1922), άρθρο στην ιστοσελίδα Ελεύθερη Ζώνη www.elzoni.gr/html/ent/072/ent.26072.asp
Mihail-Dimitri Sturdza, Dictionnaire Historique Genealogique des Grandes Familles de Grece d'Albanie et de Constantinople, Paris, 1983.

Μήτσα, οικογένεια

  • Family

Οικογένεια από το Καστρί Αργολίδας. Τα αδέλφια Ιωάννης και Σταμάτης Μήτσας συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821, ενώ ο Σταμάτης ήταν πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις και αργότερα βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Βαλλιάνου, οικογένεια

  • Family

Κλάδος κεφαλλονίτικης οικογένειας που το 19ο αι. εγκαταστάθηκε στην Πόλη και ύστερα στη Σμύρνη. Από άλλο κλάδο της προέρχονται οι ομώνυμοι βαθύπλουτοι ευεργέτες της Εθνικής Βιβλιοθήκης

Μεσσηνέζη, οικογένεια

  • Family

Η παλαιά εμπορική οικογένεια Μεσσηνέζη έχει καταγωγή από τη Χίο. Από τις αρχές του 18ου αιώνα εγκαταστάθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί, στα 1780, γεννήθηκε και ο Λέων Ιωάννου Μεσσηνέζης, αγωνιστής του 1821, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, φίλος -και πελάτης στη συνέχεια- του Γ. Σταύρου. Σε ηλικία τριάντα ετών ο Λέων θα εγκατασταθεί στο Αίγιο, όπου θα αναπτύξει έντονη και κερδοφόρα εμπορική δραστηριότητα μέχρι το ’43, όταν, λόγω διαφόρων συγκυριών, κηρύσσει πτώχευση. Παρά τις οικονομικές δυσχέρειες ενδιαφέρθηκε για την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και έγινε ένας από τους πρώτους μετόχους της.

Ο τρισέγγονος του Λέοντος, Νύσης (1902-1992), υπήρξε υπάλληλος της Τράπεζας. Το 1950 ανέλαβε την ανασύσταση του Ιστορικού Αρχείου και του Γραφείου Ιστορίας της ΕΤΕ, οι εργασίες των οποίων είχαν διακοπεί το 1940 λόγω του πολέμου. Η συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα του Νύση Μεσσηνέζη περιλαμβάνει και μία έρευνα στα Κρατικά Αρχεία της Βαυαρίας και στα Μυστικά Αρχεία του βασιλικού οίκου των Βίττελσμπαχ, με σκοπό τη συλλογή στοιχείων της ιστορίας της εποχής που ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα (κυρίως στοιχείων που αφορούν τη συμβολή του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας στην ίδρυση της Εθνικής) αλλά και της οικονομικής ζωής στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο για το λεύκωμα των 125 χρόνων της ΕΤΕ. Το 1950 ο Νύσης Μεταξάς Μεσσηνέζης εξέδωσε το βιβλίο του Ο Γεώργιος Σταύρος από την Επανάσταση έως την ίδρυση της Εθνικής Τραπέζης, ενώ το 1956 εξέδωσε το βιβλίο Γεώργιος Σταύρος και Εθνική Τράπεζα, προϊόν έρευνας στα ανέκδοτα αρχεία του βασιλιά Όθωνα, στα αρχεία της Εθνικής, στο αρχείο Λέοντος Μεσσηνέζη (βρίσκεται στο τοπικό Ιστορικό Αρχείο Αιγίου) κ.α.

Ψύχα, οικογένεια

  • Family

Ο Δημήτριος Ψύχας (1837-1909) καταγόταν από οικογένεια εμποροκτηματιών του Άργους, αλλά ο πατέρας του Σωτήρ(ι)ος 1789-1850) σταδιοδρόμησε στον αιγυπτιακό στρατό και επέστρεψε στην Ελλάδα με την εκστρατεία του Ιμπραήμ. Ο ίδιος εργάστηκε ως τελώνης και έφορος σε νησιά των Κυκλάδων κ.ά.· μετά το 1890 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε λογιστής του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Νέος μετείχε στο κίνημα του Ναυπλίου κατά του Όθωνα (1862) και το 1864 παντρεύτηκε στη Νάξο με εκούσια απαγωγή την αρχοντοπούλα Αρτεμισία (ή Άννα) Βαρότση (1845-1932). Παιδιά τους ήταν η Αικατερίνη (1868-1937), ο διπλωματούχος χημικός και διευθυντής σε κρατικές εμπορικές σχολές Άγις ή Γεώργιος (1874-1945) και ο δικηγόρος αλλά και ερασιτέχνης ποιητής Ιδομενέας (1875-1956). Ο τελευταίος εγκαταστάθηκε το 1906 στο Κάιρο, όπου παντρεύτηκε τη γερμανίδα της Κων/πολης Αμάντα (ή Ελένη) Μάντσκε (1881-1959) και όπου γεννήθηκαν τα τρία παιδιά τους.

Σπάρτση, οικογένεια

  • Family

Ο Χατζή Αναστάσιος Σπάρτσης κατάγεται από παλιά οικογένεια του Ντραζιλόβου Νάουσας, η οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Νάουσα μετά την καταστροφή του 1822. Εργαζόταν ως υδραυλικός την εποχή της κατασκευής των μεγάλων εργοστασίων της πόλης (τέλη 19ου-αρχές 20ου αι.), οπότε οι γνώσεις του αξιοποιούνται για την κατασκευή των υδραγωγών που φέρνουν το νερό που κινεί τις βιομηχανίες. Επίσης δραστηριοποιείται σε διάφορες επιχειρήσεις, ενώ πριν την απελευθέρωση αγοράζει ένα μεγάλο τουρκικό τσιφλίκι στον Αρχάγγελο Ναούσης.
Ο γιος του Νικόλαος Σπάρτσης (1921-2018) απόφοιτος του Λαππείου Γυμνασίου Νάουσας, σπούδασε γεωπόνος στο ΑΠΘ κατά την κατοχή και δίδαξε ως καθηγητής στο ΤΕΙ Γεωπονίας Θεσσαλονίκης. Συνέγραψε πλήθος βιβλίων περί γεωπονικών, λαογραφικών και άλλων θεμάτων.
Πηγή: Δελτίο Περιγραφής Αρχείου από τον φορέα

Λάσκαρη (Λάσκαρι), οικογένεια

  • Family

Ελάχιστες πληροφρορίες για την οικογένεια Λάσκαρη στάθηκε δυνατό να εντοπιστούν στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Τα στοιχεία που παρατίθενται εδώ προέρχονται από το υλικό του ίδιου του αρχείου.
Η οικογένεια Λάσκαρη ήταν εγκατεστημένη στο Μελένικο (μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ανήκει στη Βουλγαρία), όπου φαίνεται ότι κατείχε σημαντική ακίνητη περιουσία. Το πρώτο πρόσωπο για το οποίο το αρχείο παρέχει στοιχεία είναι ο Ευάγγελος (Βαγγέλης) Λάσκαρης, ο οποίος νυμφεύθηκε τουλάχιστον δύο φορές (1820 και 1838, ενδεχομένως και πρωιμότερα) και απέκτησε τουλάχιστον πέντε παιδιά: μία κόρη (1840), τον Δημήτριο (1842), την Αικατερίνη (1844), την Καλλιόπη (1847) και τον Γεώργιο (1850). Ο Δημήτριος, νυμφέυθηκε επίσης δύο φορές (το 1866 και το 1877) και απέκτησε συνολικά εννέα παιδιά. Από την πρώτη του σύζυγο (Καλίτζα(;) Αναστασίου Ανδρέου) απέκτησε τον Λάσκαρη (1870) και την Ελισάβετ (1873), ενώ από τη δεύτερη (Ελισάβετ (Τσαβώ) Γ. Ζάχου) τον Γεώργιο (1878-1879), την Αικατερίνη (1879), τον Γεώργιο (1881), τον Βασίλειο (1884), τον Σπανδωνή (1885), τον Αλέξανδρο (1888) και την Αλεξάνδρα (1891). Την περίοδο 1883-1884 διετέλεσε μέλος της εφορείας των σχολείων στο Μελένικο. Επίσημα έγγραφα τον εμφανίζουν να εργάζεται ως αμπελουργός και οινοποιός. Η οικογένειά του εγκατέλειψε τον τόπο της μετά την απόδοσή του στη Βουλγαρία (1913) και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το 1860, κάποιος Δημήτριος Α. Λάσκαρης (πιθανότατα συγγενής του προηγούμενου) αναφέρεται ως σχολάρχης και δάσκαλος στο Μελένικο, με βοηθό του (υποδιδάσκαλο) τον Ιωάννη Βασματζίδη. Η οικογένεια Λάσκαρη είχε εξ αγχιστείας συγγένεια με την οικογένεια Βασματζή ή Βασματζίδη (τα αδέλφια Ευγενία, Σπανδωνής και Ιωάννης ήταν θείοι «εκ μητρός» του Δημητρίου Λάσκαρη). Το όνομα της οικογένειας μαρτυρείται επίσης σε κατάστιχα της μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών ήδη από το 1747 (βλ. Κατσαρός, Β., Παπαστάθης, Χ., 2013. «Προδρομικά αποσημειώματα. Βραχέα χρονικά σημειώματα τεσσάρων καταστίχων της μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών των ετών 1730-1806 μετά ‘παρατήματος’ δύο γραμμάτων: ‘ζητείας’ και επικυρώσεως», Σερραϊκά Σύμμεικτα 2, 21-86. Μπάκας, Ι.Θ., 2013, «Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η ελληνική εκπαίδευση στο Μελένικο», http://yaunatakabara.blogspot.com/2013/03/blog-post_6.html).

Δεστούνη, οικογένεια

  • Family

Η οικογένεια Δεστούνη είναι διαπρεπής οικογένεια λογίων, ιατρών, φαρμακοποιών και διπλωματών, η οποία συγκαταλέγεται στις αριστοκρατικές οικογένειες που ήταν εγγεγραμμένες στο Libro d' oro της Κεφαλονιάς και συμμετείχαν στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Παρουσία της στο Κάστρο της Άσσου μαρτυρείται ήδη από τις αρχές του 18ο αιώνα, ενώ μέλη της δραστηριοποιήθηκαν στην Οδησσό και την Πετρούπολη. Ενδεικτικά αναφέρεται ο Ιωάννης Δεστούνης, έμπορος, Γενικός Πρόξενος της Ιονίου Πολιτείας από το 1802 και Δήμαρχος της Οδησσού κατά τα έτη 1796-1799, και ο Σπυρίδων Δεστούνης, που υπηρέτησε ως Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας στη Σμύρνη κατά τα έτη 1818-1822 . Στο αρχείο περιλαμβάνονται έγγραφα και αλληλογραφία των εξής μελών της: Δεστούνης, Παναγής, Δεστούνης, Τζώρτζης (1737;-1817), Δεστούνης, Ιωάννης (;-1826), Δεστούνης, Νικόλαος (;-1848), Δεστούνης, Σπυρίδων (1782-1848), Δεστούνης, Γαβριήλ (1818-1895), Δεστούνης, Κωνσταντίνος, Δεστούνης, Ιωάννης Κ. (1827-;), Φενερλή-Παναγιωτοπούλου, Αγγελική (1934-2021).

[Πηγές: Υλικό του αρχείου, ιστοσελίδα https://www.forwoman.gr/index.php/epikairotita/taksidia/13322-limpro-d-oro-libro-d-oro-to-arxontoloi-tis-kefallonias-to-1799, Prousis, Theophilus C., "The Destunis Collection in the Manuscript Section of the Saltykov-Shchedrin State Public Library in Leningrad" (1989). History Faculty Publications. 18. https://digitalcommons.unf.edu/ahis_facpub/18 ]

Μακκά, οικογένεια

  • Family

Ο Γεώργιος Α. Μακκάς (1818-1909) γεννήθηκε στη Χίο και σπούδασε ιατρική στο Μόναχο, συμπληρώνοντας τις σπουδές του στη Λειψία, στο Παρίσι και τη Βιέννη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εξάσκησε το επάγγελμά του στη Σύρο (1840-1848) και κατόπιν διορίστηκε καθηγητής στην Αθήνα. Διετέλεσε αρχίατρος του Βασιλιά Γεωργίου, ιδρυτικό μέλος του «Ευαγγελισμού» και πρόεδρος του Δ.Σ. του Δρομοκαϊτίου. Παντρεύτηκε την Μαριγώ (Μαρία) Ταρποχτζή, κόρη του Αργύρη και της Κωστάντζας, με την οποία απέκτησε μαζί της 10 παιδιά: την Ειρήνη, τον Κωνσταντίνο, τον Νικόλαο, τον Πέτρο, την Αγγελική, την Αλεξάνδρα, τον Δημήτριο, την Ελένη, την Ιουλία και τον Στέφανο.

Ο Νικόλαος Γ. Μακκάς (1847-1935), γιος του Γεωργίου Μακκά, ήταν ιατρός. Γεννήθηκε στη Σύρο και πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα στη Βιέννη (1870) και στη συνέχεια διετέλεσε τακτικός καθηγητής της φαρμακολογίας, της ειδικής νοσολογίας και της παθολογικής κλινικής (1893-1917). Ήταν ένας από τους διευθυντές και ιδρυτές του περιοδικού Γαληνός. Παντρεύτηκε την Αργυρώ Ροδοκανάκη το 1876. Το ζεύγος απέκτησε τρία παιδιά: τον Γεώργιο, τον Ματθαίο και την Δέσποινα.

Ο Γεώργιος Ν. Μακκάς (1877-1946), γιος του Νικολάου, ήταν παιδίατρος με σπουδές στη Βιέννη, στο Παρίσι και το Βερολίνο. Το 1929 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1935 απολύθηκε για πολιτικούς λόγους (δικτατορία Κονδύλη) και το 1936 επανήλθε στο Πανεπιστήμιο. Παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα Νικολαΐδου και απέκτησαν δύο κόρες: την Ρέα και την Έλλη.

Ο Νικόλαος Κ. Μακκάς (1875-1950), πρώτος εξάδελφος του Γεωργίου, ήταν ναύαρχος, πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στην συνέχεια ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέσεις στο ναυτικό μεταξύ των οποίων και την αρχηγεία του στόλου. Παντρεύτηκε την Ελένη Ζλατάνου (κόρη της Αικατερίνης) και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: την Ειρήνη (Ιρέν), τη Λίλιαν, την Αλεξάνδρα (Αλέκα) και τον Γρηγόριο.

[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, υλικό του αρχείου, αρχείο Ρωξάνης Φέσσα]

Ματθαίος (Μαθιός) Ν. Μακκάς (1879-1965)
Δευτερότοκος γιος του Νικολάου και της Αργυρώς Μακκά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1879. Σπούδασε Ιατρική στη Βιέννη και εργάστηκε ως επιμελητής σε Χειρουργικές Κλινικές στο Μπρεσλάου και στη Βόννη. Υφηγητής το 1912 στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, διετέλεσε διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής του «Ευαγγελισμού» (1914-1930) και στη συνέχεια του «Ερυθρού Σταυρού» (1930-1954), ενώ ήταν πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής του νοσοκομείου. Παντρεύτηκε το 1927 την Δότη Βερροιοπούλου (1888-1966) με την οποία δεν απέκτησαν παιδιά.

Αλέξανδρος (Αλέκος) Ν. Μακκάς (1886-1967)
Τριτότοκος γιος του Νικολάου και της Αργυρώς Μακκά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1886. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1902-1906) και Χημεία στο πανεπιστήμιο Μονάχου (1908-1914). Εργάστηκε στο χημικό εργαστήριο του υπουργείου Επισιτισμού (1917-1923) και ως διευθυντής στα εργοστάσια: «Κεραμεία Ζακύνθου» (1925-1929), στην «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Βιομηχανικών Επιχειρήσεων Γύψου» στον Πειραιά (1929-1934), στην Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Εμπορίου Γεωργικών Προϊόντων (1934-1947). Εργάστηκε επίσης ως υπάλληλος από το 1947 και εντεύθεν στα Κλωστοΰφαντήρια Χαλκίδος, επιχείρηση του γαμπρού του Αντώνη Φωτιάδη. Ασχολήθηκε με τα γενεαλογικά διάφορων χιώτικων οικογενειών και της οικογένειας Μακκά. Πέθανε στην Αθήνα, στα 81 του χρόνια, το 1967.

Δέσποινα Ν. Μακκά (1892-1990)
Κόρη του Νικολάου και της Αργυρώς Μακκά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1892. Παντρεύτηκε το 1922 τον Αντώνη Φ. Φωτιάδη. Είχε ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και γνώριζε καλά εκτός από ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά λίγα ιταλικά και ινδικά. Ήταν πρώτη εξαδέλφη του γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη και πίστεψε από πολύ νέα στο δημοτικισμό. Είχε ευχέρεια στο γράψιμο και τα τελευταία χρόνια της ζωής της έγραψε διάφορες αναμνήσεις από τη ζωή της (Ομηρία 1944), την οικογένειά της και τη ζωή των Ελλήνων στην Ινδία. Ήταν βενιζελική και ασχολήθηκε από νέα με φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Το 1940-41 εργάστηκε ως εθελόντρια και ήταν υπεύθυνη για τα συσσίτια και την ψυχαγωγία των ασθενών. Ασχολήθηκε, όπως και ο αδελφός της Αλέκος, με τα γενεαλογικά της πατρικής και μητρικής της οικογένειας. Πέθανε 98 χρονών, στην Αθήνα το 1990.

[Τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από το υλικό του αρχείου. Τα γενεαλογικά και βιογραφικά στοιχεία στο αρχείο αφθονούν και αποτελούν το κυρίως περιεχόμενό του, ώστε οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει ανατρέξουν για πληρέστερες βιογραφικές πληροφορίες στο ίδιο το υλικό].

Δεληγεώργη, οικογένεια

  • Family

Το αρχείο της οικογένειας Δεληγεώργη μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την πορεία και εξέλιξη της οικογένειας από τον πάππο Μήτρο Δεληγεώργη και τον μετεπαναστατικό και οθωνικό περίγυρο στον οποίο έζησε και έδρασε, μέχρι τον εγγονό του Αλέξανδρο, γέννημα και θρέμμα μιας αστικής πλέον οικογένειας με μεγάλη κτηματική περιουσία και πολιτικές καταβολές, ο οποίος βρέθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου σε δεινή οικονομική κατάσταση. Ο κύκλος της ενασχόλησης της οικογένειας με την πολιτική διεκόπη με τον θάνατο του Επαμεινώνδα το 1879 και έκλεισε γύρω στο 1900, όταν ο αδελφός του Λεωνίδας αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική. Ο κύκλος των κτηματικών εισοδημάτων της οικογένειας του Λεωνίδα στη Θεσσαλία, έκλεισε με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών το 1920. Τα δύο αγόρια της τρίτης γενεάς, γόνοι πολιτικών και γαιοκτημόνων ασχολήθηκαν, περνώντας για ένα διάστημα από το υπουργείο Εξωτερικών, ο πρωτότοκος Επαμεινώνδας (που πέθανε πολύ νέος) με την ποίηση και τα γράμματα, ο μικρότερος Αλέξανδρος, ως δημόσιος υπάλληλος, με τη Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Δημήτριος (Μήτρος) Δεληγεώργης (1785-1860)

Ο Μήτρος Δεληγεώργης, φρούραρχος Μεσολογγίου στις πολιορκίες της πόλης από τους Τούρκους, κατόρθωσε μετά την ηρωϊκή έξοδο των Μεσολογγιτών (10 Απριλίου 1826) να καταφύγει με τους διασωθέντες στρατιώτες του στο Ναύπλιο, όπου το 1826 διορίστηκε φρούραρχος στο Μπούρτζι και το 1828 ανέλαβε με εντολή του Ι.Καποδίστρια τη αρχηγία της Ενόπλου Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα προσέφερε τις υπηρεσίες του στην καταδίωξη της ληστείας και στην επιβολή της τάξης, διοριζόμενος και προβιβαζόμενος στη Χωροφυλακή και στον Στρατό:

1833 Ταγματάρχης Χωροφυλακής

1838-39 Αρχηγός των Μεταβατικών Σωμάτων Δυτικής Ελλάδας

1840 Αρχηγός των Μεταβατικών Σωμάτων όλης της Πελοποννήσου

1840 (τέλος) Αρχηγός στρατευμάτων Φθιώτιδας προς καταδίωξη της αποστασίας των Βελέντζα

1844 Αρχηγός των στρατευμάτων Αχαϊοήλιδος, Αρχηγός Χωροφυλακής, Αρχηγός Στρατευμάτων της Δυτικής Ελλάδας και της Αχαϊοήλιδος

1845 Αρχηγός των στρατευμάτων κατά της αποστασίας της Λακωνίας

1847 Αρχηγός των στρατευμάτων κατά της αποστασίας του Θ.Γρίβα

1848 (Φεβρ.) Παύεται από τη θέση του Αρχηγού της Χωροφυλακής και διορίζεται νομοεπιθεωρητής Αργολίδος

1849-1850 Αρχηγός των στρατευμάτων Πελοποννήσου

1853 Παύεται από νομοεπιθεωρητής και μετατίθεται στην Φάλαγγα

1854 (Μάιος) Αρχηγός Στρατευμάτων Δυτικής Ελλάδας

1855 Επανήλθε στη Φάλαγγα.

Ο Μήτρος Δεληγεώργης ακολούθησε όπως οι περισσότεροι αγωνιστές και καπεταναίοι της Επανάστασης, την πορεία και την τύχη όσων εντάχθηκαν στον οθωνικό τακτικό στρατό και ανέπτυξαν προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς με τους κομματικούς παράγοντες. Στρατηγός το 1825, πέθανε συνταγματάρχης της Φάλαγγας, του τιμητικού αυτού σώματος των αγωνιστών που δημιουργήθηκε το 1835, έχοντας προικοδοτηθεί με εθνικές γαίες στην περιοχή της πατρίδας του.

Ο Μήτρος είχε παντρευτεί την Χρυσάϊδω Μπενεδέτου από την Ιθάκη με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά: την Πηνελόπη, σύζυγο Αθ.Ν.Δροσίνη, την Μαρία, σύζυγο Φιλάρετου, τον Επαμεινώνδα (πολιτικό και πρωθυπουργό), σύζυγο της Ξανθής Λ. Γιουρδή, τον Θεμιστοκλή, και τον Λεωνίδα, σύζυγο της Θεανώς Χρηστάκη Ζωγράφου.

Μνημείο με την προτομή του έχει στηθεί στον Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι, τα δε όπλα του (καρυοφίλια, πιστόλι, γιαταγάνια, πάλα) και αντικείμενα που του ανήκαν ( παλάσκες, φέρμελη, γιλέκα, σελάχι, φουστανέλλα) δωρήθηκαν το 1924 από τον γιο του Λεωνίδα στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

Επαμεινώνδας Δ. Δεληγεώργης (1829-1879)

Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1829. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Τρίπολη και στο Μεσολόγγι, ενώ ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές σπουδές του στην Αθήνα, σπουδάζοντας Νομικά. Άρχισε να δικηγορεί το 1850, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε το ίνδαλμα της φιλελεύθερης “χρυσής νεολαίας". Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσολογγίου το 1859 και τάχθηκε ανοιχτά κατά της δυναστείας, με αποτέλεσμα να αποκλεισθεί από τη Βουλή ως αντιπολιτευόμενος, και μετά την επανάσταση του Ναυπλίου να συλληφθεί και εξοριστεί στην Κύθνο και Μύκονο. Υπουργός Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην πρώτη κυβέρνηση μετά την έξωση του Όθωνα (Οκτ.1862), πρωθυπουργός ολιγοήμερων κυβερνήσεων τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1865, ανέλαβε το 1866 υπουργός Εξωτερικών και προσωρινός υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Δ.Βούλγαρη. Αρχηγός του δικού του πολιτικού κόμματος, τέσσερεις φορές πρωθυπουργός από το 1870 έως τον θάνατό του (1870, 1872, 1876, 1877), διέθετε μεγάλη δημοτικότητα και ρητορικές ικανότητες. Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης αποσύρθηκε από την πολιτική στις αρχές του 1878 και ένα χρόνο αργότερα πέθανε σε ηλικία 50 ετών. Παντρεύτηκε την Ξανθή, κόρη του Υδραίου Λαζάρου Γιουρδή, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Δημήτριο, την Πηνελόπη, την Λίζα (σύζυγο Μ.Μαλακάση), την Μαρία και τον Κωνσταντίνο.

Λεωνίδας Δ. Δεληγεώρης (1839-1928) - Θεανώ Λ. Δεληγεώργη (1858-1922)

Ο Λεωνίδας, μικρότερος γιος του Δημητρίου και της Χρυσάϊδως Δεληγεώργη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1839. Μαθητής της Σχολής των Παλαμάδων, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στα φοιτητικά του χρόνια ακολουθώντας την πολιτική του αδελφού του Επαμεινώνδα, έλαβε μέρος στις αντι-οθωνικές εξεγέρσεις της νεολαίας και υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας Το Μέλλον της Πατρίδας. Την εποχή που ο αδελφός του δημιούργησε πολιτικό κόμμα, ο Λεωνίδας ανέλαβε τη διεύθυνση του δημοσιογραφικού οργάνου του Εφημερίς των Συζητήσεων, όπου πραγματεύθηκε πολιτικά και οικονομικά θέματα υποστηρίζοντας αντισλαυϊκή πολιτική. Μετά τον θάνατο του αδελφού του, πολιτεύθηκε στο Μεσολόγγι ως αντίπαλος του Χ.Τρικούπη, παραμένοντας ανεξάρτητος στη Βουλή, ενώ το 1890 συμμετείχε στην κυβέρνηση Θ.Δεληγιάννη ως υπουργός Εξωτερικών. Το 1902 αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική για λόγους υγείας και ασχολήθηκε με την πλούσια βιβλιοθήκη του και τη συγγραφή οικονομικών μελετών.

Παντρεύτηκε τη Θεανώ, κόρη του Ηπειρώτη τραπεζίτη και μεγαλοκτηματία Χρηστάκη Ζωγράφου, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1858 και πέθανε στο Μεράν της Ελβετίας το 1922. Η Θεανώ είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Σόλωνα, τη Μαρία (1847-1901), σύζυγο Κωνσταντίνου Καραπάνου, τη Σοφία, σύζυγο Αλέξανδρου Ρώμα και τον Γεώργιο (1863-1920), βουλευτή, υπουργό Εξωτερικών και αρχηγό της κίνησης Αυτονομίας της Ηπείρου το 1914.

Ο Λεωνίδας και η Θεανώ απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Επαμεινώνδα, τη Σοφία, τη Δώρα, σύζυγο Κωνσταντίνου Βάσου και τον Αλέξανδρο. Πέθανε στην Αθήνα το 1928.

Σοφία Λ. Δεληγεώργη (1880-1938)

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και έζησε για μεγάλα διαστήματα στη Γαλλία, Γερμανία και στην Ελβετία. Η Σοφία ενδιαφέρθηκε για την ποίηση και τα λογοτεχνικά κινήματα της εποχής καθώς και για την προβολή του έργου και της προσωπικότητας του πρόωρα χαμένου αδελφού της Νώντα. Παρ’ότι έπασχε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε συχνά σε σανατόρια της Γερμανίας (το 1904 με τον αδελφό της Νώντα) και της Ελβετίας (Leysin), εργάστηκε με αυτοθυσία ως αδελφή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στο Εσκί-Χισάρ άλλωστε, το 1921 αναγκάστηκε να νοσηλευτεί η ίδια μαζί με τους τραυματισμένους στρατιώτες, διότι η υγεία της ήταν σε κακή κατάσταση.

Έμεινε ανύπαντρη και έζησε μαζί με τον αδελφό της Αλέξανδρο στο πατρικό τους σπίτι, αντιμετωπίζοντας σοβαρή οικονομική στενότητα, μέχρι το θάνατό της που επήλθε στις 13 Ιουλίου 1938.

Επαμεινώνδας Λ. Δεληγεώργης (1883-1908)

Ο Επαμεινώνδας (Νώντας) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1883. Μαθητής παρισινού κολλεγίου το 1896-1899, πήγε στη Δρέσδη της Γερμανίας το 1900 με προοπτική να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Πολυτεχνείου. Επέλεξε τελικά τη νομική επιστήμη σπουδάζοντας στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και της Χαϊδελβέργης. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του με τη συγγραφή διδακτορικής διατριβής με θέμα “Die Kapitulationes der Turkei" και το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για δύο χρόνια ως ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών, αρθρογραφώντας τακτικά για την πολιτική κατάσταση των Βαλκανίων στη γαλλική εφημερίδα Le Gaulois καθώς και στην εφημερίδα του Σπ.Παππά Le Monde Hellenique.

Ο Νώντας Δεληγεώργης ασχολήθηκε στο σύντομο πέρασμά του από την ζωή με τα γράμματα και την ποίηση, αφήνοντας σε όλους τους συνεργάτες του τις καλύτερες εντυπώσεις ενός λαμπρού και πολλά υποσχόμενου νέου. Έγραψε δύο αξιόλογες μελέτες για τον Α.Καρκαβίτσα και τον Αλ.Παπαδιαμάντη που δημοσιεύθηκαν στο Νέον Άστυ και στην Monde Hellenique και μία συλλογή ποιημάτων με τίτλο “Rythmes du Reve et de la Mort" και πρόλογο του Jean Moreas, που εκδόθηκε από τον Vanier στο Παρίσι, λίγο μετά τον θάνατό του. Ο απροσδόκητος θάνατος του Νώντα, σε ηλικία μόλις 25 ετών, από τυφοειδή πυρετό, βύθισε στο πένθος, τον Νοέμβριο του 1908, την οικογένειά του και τους φιλολογικούς κύκλους που είχαν γνωρίσει τον ίδιο και το έργο του. Ενδιαφέρουσες μαρτυρίες και κρίσεις για το έργο του νέου ποιητή έγραψαν οι Κ.Παλαμάς, Μ.Μαλακάσης, Κ.Ουράνης, Σπ.Παππάς, Δ.Κακλαμάνος και ο Α.Ανρεάδης.

Δώρα Λ. Δεληγέωργη (1888-1966)

Παντρεύτηκε το 1916 τον αξιωματικό του Στρατού και γιο του Τιμολέοντα Βάσου, Κωνσταντίνο Βάσο (1886-1963) με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά: τον Αλέξανδρο και την Αλμερή (Άλμα), σύζυγο Ιωάννη Τσερέζολε.

Αλέξανδρος Λ. Δεληγεώργης (1890-1940)

Το τελευταίο παιδί του Λεωνίδα και της Θεανώς Δεληγεώργη γεννήθηκε το 1890. Ο Αλέξανδρος (Αλέκος), έδωσε εξετάσεις και μπήκε στο υπουργείο Εξωτερικών το 1910, ενώ στους Βαλκανικούς πολέμους υπηρέτησε ως δεκανέας. Το 1921 ήταν διπλωματικός υπάλληλος στην πρεσβεία της Ρώμης και το 1922 μετατέθηκε ως επιτετραμμένος στη Χάγη, όπου παρέλαβε την ελληνική πρεσβεία από τον Σπ. Λεβίδη. Εργάστηκε επίσης ως τμηματάρχης στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, απ’όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1938. Πέθανε άγαμος στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 1940. Ο Αλέκος είχε, ως νέος, αδυναμία στις γυναίκες, στο ποτό και στα χαρτιά, ενώ η ζωή που έκανε ο ίδιος και οι παρέες του, στεναχωρούσε ιδιαίτερα του γονείς του. Επηρεασμένος από τις λαμπρές λογοτεχνικές ικανότητες και το έργο του αδελφού του Νώντα, αποπειράθηκε και ο ίδιος να ασχοληθεί με το γράψιμο.

Αργυροπούλου, οικογένεια

  • Family
  • π. 18ος αιώνας - 20ος αιώνας;

Η οικογένεια Αργυρόπουλου είναι παλιά φαναριώτικη οικογένεια, που έδρασε προεπαναστατικά στην Κωνσταντινούπολη και μετεπαναστατικά στην Αθήνα.

Μάτεση, οικογένεια

  • Family
  • 1794-1875 (Αντώνιος Μάτεσης), 1835-1919 (Σπυρίδων Αντωνίου Μάτεσης), ;-; (Αντώνιος Σπυρίδωνος Μάτεσης)

Ο ζακυνθινός λόγιος Αντώνιος Μάτεσης, δημιουργός του θεμελιώδους για το νεοελληνικό θέατρο δράματος Ο βασιλικός (1829-1830), ήταν γιος του Δημητρίου Μάτεση και της Βεατρίκης Τερτσέτη. Γεννήθηκε το 1794 στη Ζάκυνθο και πέθανε το 1875 στην Ερμούπολη της Σύρου. Από την πλευρά της μητέρας του, ήταν εξάδελφος του Γεωργίου Τερτσέτη (1800-1874). Ο δικαστικός Σπυρίδων Α. Μάτεσης (1835-1919) ήταν γιος του Αντωνίου Μάτεση και της Κιάρας Β. Μανούσου. Ο δικηγόρος Αντώνιος Σπ. Μάτεσης ήταν γιος του Σπυρίδωνος Α. Μάτεση και της Ευτέρπης Παΐτα.

Μαυρομιχάλη, οικογένεια

  • Family

Πολυπρόσωπη και πολύκλαδη, η οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν μία από τις παλαιότερες και ισχυρότερες στη Μάνη, με μέλη πολιτικούς και στρατιωτικούς που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στα προεπαναστατικά γεγονότα και είχαν σημαντική δράση στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά και στην πολιτική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στο αρχείο του ΕΛΙΑ Αθήνας υπάρχουν έγγραφα που αναφέρονται σε μέλη μεταγενέστερων γενεών.

Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, γιός του Κυριακούλη, ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα. Όντας ανθυπασπιστής, πήρε μέρος στην επανάσταση του 1843. Τα επόμενα χρόνια (1844-1847), κλήθηκε να καταστείλει διάφορες στάσεις στην περιοχή της Λακωνίας, και υπήρξε αρχηγός του Λακωνικού σώματος στην Εύβοια το 1848. Από το 1847 εκλεγόταν βουλευτής Οιτύλου.

Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (Αθήνα, 1850 - 1916) ήταν γιος του Πέτρου. Πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής Οιτύλου το 1879. Υπουργός Εσωτερικών (1895 - 1897, 1902 - 1903, 1905), Στρατιωτικών (1904 - 1905), μετά τη δολοφονία του Δεληγιάννη έγινε αρχηγός του “Εθνικού Κόμματος" (τμήματος του παλιού δεληγιαννικού) και ύστερα από την επανάσταση στο Γουδί ορκίστηκε πρωθυπουργός (Αύγουστος 1909). Παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1910 διαφωνώντας με τους στρατιωτικούς.

Ο Πέτρος Κυριακούλη Μαυρομιχάλης υπήρξε πολιτικός και το 1946 ήταν υπουργός Στρατιωτικών.

Υλικό υπάρχει και για άλλα πρόσωπα όπως για: τον Πετρόμπεη και Λεωνίδα Μαυρομιχάλη, την Λίνα Μαυρομιχάλη (σύζυγο του πρωθυπουργού Κυριακούλη), τον Πέτρο Αντωνίου Μαυρομιχάλη (βουλευτή), την Ασπασία Μαυρομιχάλη (σύζυγο Ιωάννου Ράλλη, πρωθυπουργού επί Κατοχής) και τον γιο τους Δημήτριο Ιωάννου Ράλλη.

Μπουντούρη, οικογένεια

  • Family
  • 1715-

Υδραίικη οικογένεια με μέλη, μεταξύ άλλων, τον πρόκριτο Βασ.Ν. Μπουντούρη (1775-; ) που είχε δραστηριοποιηθεί στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, ενίσχυσε σημαντικά τον Αγώνα και συμμετείχε ενεργά στη διοίκηση και πολιτική εξουσία του νέου κράτους, τον γιο του Νικόλαο (Νικολό) Β. Μπουντούρη (Υδρα 1805-Χαλκίδα 1868) που έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα (1821-1827), υπηρέτησε στο Υγειονομείο Πειραιά (1837-1844) και εγκαταστάθηκε στην Χαλκίδα το 1845, όπου εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής το 1853 και κατόπιν δήμαρχος (1855-57) και διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στις κυβερνήσεις Δ. Κυριακού (1863) και Μπ. Ρούφου (1866). Ο Βασ. Ν. Μπουντούρης και οι απόγονοί του αποτέλεσαν τον κλάδο Εύβοιας της οικογένειας, μιας που εγκαταστάθηκαν και έζησαν στην Εύβοια, αξιοποιώντας μεγάλες εκτάσεις γης που είχαν αγοράσει εκεί μαζί με άλλους Υδραίους γύρω στο 1830. Ο γιος του Νικολού, Βασίλειος Βουδούρης (Χαλκίδα 1840-Αθήνα 1910) ήταν μεγαλοκτηματίας, ιδιοκτήτης μεταλλείων, επιχειρηματίας και πολιτικός. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1868, πρόεδρος της Βουλής την περίοδο 1892-95, και διετέλεσε υπουργός Ναυτικών και Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γ. Θεοτόκη (1899-1901) και Δ.Γ. Ράλλη (1905). Η κόρη του Νικολού Μπουντούρη, Σκεύω ( ; -1904) ήταν σύζυγος του αρεοπαγίτη Θ. Βώκου και ο γιος του Δημήτριος (1842-1911) ήταν αξιωματικός του Ναυτικού, υπασπιστής του Γεωργίου Α΄, κυβερνήτης των πλοίων "Αμφιτρίτη" και "Σφακτηρία" και σύζυγος της Ιωσηφίνας Declaux.

Κέντρου, Θωμά, οικογένεια

  • Family

Ο Θωμάς Κέντρος του Ιωάννη και της Αθηνάς το γένος Καρβουνάρη ή Διαμαντίδου (η οποία απεβίωσε στο Μοναστήρι το 1900) γεννήθηκε το 1896 στο Μοναστήρι παρότι στο πιστοποιητικό εγγραφής στο μητρώο αρρένων του Δήμου Φλωρίνης που υπάρχει στον υποφάκελο 4.2 φαίνεται ως έτος γέννησης το 1892.

Στη Θεσσαλονίκη ήρθε με τον πατέρα του το 1913. Τελείωσε το Β´ Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης κι έπειτα εισήχθη στη Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως φοιτητής μετέφραζε για βιοποριστικούς λόγους τις λεζάντες γαλλικών έργων του βωβού κινηματογράφου, καθώς γνώριζε πολύ καλά τη γαλλική γλώσσα.

Μετά την αποφοίτησή του άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη, όπου διορίστηκε στις 29 Οκτωβρίου του 1925 (αρ. ΦΕΚ 235/1925, Ε.Λ.Ι.Α., Μητρώο των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, αύξ. Αριθ. 425). Από το 1930 υπηρέτησε διαδοχικά στις νομαρχίες Φλώρινας, Σερρών, Κιλκίς, Πέλλης, Κοζάνης (τμηματάρχης Α´ τάξεως) και Χαλκιδικής (από το 1940). Τον Μάρτιο του 1945 μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ανέλαβε την ανασύσταση και οργάνωση της νομαρχίας Θεσσαλονίκης ως διευθυντής της, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 1950, μολονότι ανήκε οργανικά στη νομαρχία Δράμας. Το 1950 μετατέθηκε στη νομαρχία Ημαθίας, παρά το γεγονός ότι δύο χρόνια νωρίτερα (Νοέμβριος 1948) είχε προηγηθεί διαταγή απόσπασης που ανακλήθηκε μετά την διαμαρτυρία του, ενώ στη συνέχεια φαίνεται ότι υπηρέτησε και στη νομαρχία Πέλλης. Στο μεταξύ είχε μεταβεί στη Χάγη για μετεκπαίδευση με εντολή και δαπάνες της υπηρεσίας. Συνταξιοδοτήθηκε το 1956.

Ο Θωμάς Κέντρος διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Μοναστηριωτών και πέριξ « Η Καρτερία» το διάστημα 1955-1966. Ήταν παντρεμένος από το 1925 με την Αφροδίτη (1904-1978), κόρη του εμπόρου Νικόλαου Χατζηπέτρου και της Λουκίας Τσούπση που κατάγονταν από το Μοναστήρι. Από το γάμο του απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Σωκράτη-Ιωάννη (Θεσσαλονίκη 1926- Βαλτιμόρη 1994), τον Νικηφόρο-Νικόλαο (Θεσσαλονίκη 1927-Θεσσαλονίκη 2003), την Μαργαρίτα-Αθηνά και την Κλειώ-Λουκία[1]. Ο Θωμάς απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1979, έναν περίπου χρόνο μετά το θάνατο της συζύγου του, σε ταξίδι της στη Βαλτιμόρη, όπου είχε πάει για να επισκεφθεί τον πρωτότοκο γιο της και την οικογένειά του.

Ο Νικηφόρος-Νικόλαος Κέντρος γεννήθηκε το 1927 και αποφοίτησε από το Β´ Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης. Αρχικά επιθυμούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο αλλά επειδή δεν είχε συσταθεί ακόμη η αντίστοιχη σχολή στη Θεσσαλονίκη, τελικά έμεινε στην πόλη και εισήχθη στη Νομική Σχολή. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ασκούσε το δικηγορικό επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον αθλητισμό και συνήθιζε μάλιστα να κρατάει στατιστικά στοιχεία για τα αθλητικά αλλά και τα εκλογικά αποτελέσματα. Ήταν επίσης ναυτοπρόσκοπος και έπαιζε βιολί, όπως και ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Σωκράτης. Ο Νικηφόρος πέθανε τον Μάρτιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη.

Ο Σωκράτης-Ιωάννης Κέντρος γεννήθηκε το 1926 και φοίτησε στο γυμνάσιο Πολυγύρου, όπου ήταν διορισμένος ο πατέρας του. Έπειτα μετέβη στη Θεσσαλονίκη μαζί με τα αδέλφιά του και αποφοίτησε από το Β´ Γυμνάσιο Αρρένων. Το ακαδημαϊκό έτος 1943-44 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αλλά στη συνέχεια διέκοψε τις σπουδές του για να καταταχθεί στο στρατό. Αποφοίτησε έπειτα και το 1955 ή 1956 έφυγε από την Ελλάδα για μετεκπαίδευση στις Η.Π.Α. όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Αρχικά έμεινε στο Σικάγο και μετά από 2 χρόνια εγκαταστάθηκε στη Βαλτιμόρη, όπου ασχολήθηκε με την μικροχειρουργική γυναικολογία. Παντρεύτηκε την Πόλλα Ουζιέλ με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Θωμά. Πέθανε το 1994.

Η Μαργαρίτα-Αθηνά Κέντρου φοίτησε, αρχικά στο γυμνάσιο του Πολυγύρου και αποφοίτησε από το Γ´ Γυμνάσιο Θηλέων Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε το 1954 με τον αξιωματικό της αεροπορίας, Ελευθέριο Χατζηιωάννου και απέκτησε δύο παιδιά, την Αφροδίτη και τον Αλύπιο.

Η Κλειώ-Λουκία τελείωσε το γυμνάσιο Σχινά στη Θεσσαλονίκη και φοίτησε για ένα έτος στη Σχολή Βρεφοκόμων «Μητέρα» στην Αθήνα. Έπειτα τελείωσε (1960-1962) τη σχολή αρχιτεκτονικού και μηχανολογικού σχεδίου του Ευκλείδη. Εργάστηκε στην Επιθεώρηση Μεταλλείων και έπειτα στη Siemens ως σχεδιάστρια. Δραστηριοποιήθηκε στη Χριστιανική Ένωση Νεανίδων Θεσσαλονίκης (κεντρική). Από το 1974 δραστηριοποιήθηκε στην Χ.Ε.Ν. Καλαμαριάς όπου διετέλεσε ταμίας τα έτη 1978-1982.

[Πηγές σύνταξης: συνέντευξη Κλειώς Κέντρου στην Ελπίδα Βόγλη, υλικό του αρχείου].

Δαμιανού, οικογένεια

  • Family

Ο Ιωάννης Δαμιανός (Αθήνα,1861-1920) υπήρξε αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, πρώτος κυβερνήτης του θωρηκτού “Αβέρωφ”, αρχηγός των μοιρών Αμβρακικού και Ευδρόμων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Προήχθη σε υποναύαρχο κατ’ εκλογήν το 1914. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη μετά το κίνημα στο Γουδί (15/8/1909-18/1/1910) και στις φιλοβασιλικές κυβερνήσεις Καλογερόπουλου και Λάμπρου (21/6/1916-21/4/1917). Μετά την φυγή του βασιλιά και την άνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και εξορίστηκε στην Κρήτη.

Ο Κωνσταντίνος Δαμιανός (1853-1915), αδελφός του Ιωάννη, ήταν αξιωματικός του Πυροβολικού, αρχηγός της στρατιάς που κατέλαβε την Κορυτσά στους Βαλκανικούς πολέμους και αρχηγός του 4ου σώματος στρατού στην Καβάλα μετά τη λήξη των πολέμων.

Μπουστίντουι, οικογένεια

  • Family

Ο Ιωσήφ Μπουστίντουι γεννήθηκε στο Σαν Σεμπαστιάν της Ισπανίας στις 30 Απριλίου 1882. Ξεκίνησε σπουδές μουσικής σε ηλικία δέκα ετών στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Αγίου Σεβαστιανού και σε ηλικία 17 ετών του απονεμήθηκε χρυσό μετάλλιο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Βρυξελλών με δάσκαλο βιολιού τον Cesar Thomson. Μετά από τρία χρόνια σπουδών, το 1902, του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο με διάκριση και έλαβε μέρος ως σολίστ σε συναυλίες στην πατρίδα του καθώς και στις Βρυξέλλες όπου συνέχισε τις σπουδές του ως το 1903. Τότε επέστρεψε στην Ισπανία όπου μελέτησε αρμονία με δάσκαλο τον μαέστρο don Emilio Serrano. Παράλληλα έπαιρνε μέρος σε συναυλίες, μεταξύ αυτών και μία στα βασιλικά ανάκτορα της Ισαβέλλας των Βουρβόνων.

Το 1904, μετά από σύσταση του καθηγητή Thomson προς τον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Γεώργιο Νάζο, διορίστηκε καθηγητής βιολιού και μουσικής δωματίου στο Ωδείο αυτό. Το 1906 διορίστηκε καθηγητής βιολιού και μουσικής δωματίου στο Ωδείο Πειραιώς (Πειραϊκός Σύνδεσμος). Τις πρώτες συναυλίες μουσικής δωματίου έδωσε το 1905 με τον καθηγητή πιάνου Βασενχόβεν και τις μαθήτριες του τελευταίου, Φούλα Πάλμα και Ήβη Πανά. Από την ίδια χρονιά ως το 1920 έδωσε ρεσιτάλ και συμμετείχε σε συναυλίες στην Ισπανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, πόλεις της Ελλάδας και στη Σμύρνη. Το 1906 έδωσε συναυλίες κουαρτέτου εγχόρδων με τους καθηγητές Αρμάνδο Μαρσίκ, Σούλτσε, Μπέμερ και στη συνέχεια διοργάνωσε άλλο κουαρτέτο με τη σύζυγό του Ελένη, τον Αχ. Παπαδημητρίου και την Α. Κοψίδα. Από το 1904 ως το 1921 ήταν το 1ο βιολί της συμφωνικής ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Το 1922 ανέλαβε, μετά την αποχώρηση του Α. Μαρσίκ, τη διεύθυνση της συμφωνικής ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, το οποίο από το επόμενο έτος του απένειμε τον τίτλο του δεύτερου διευθυντή ορχήστρας. Στα 1922-1924 οργάνωσε με τους Φιλ. Οικονομίδη και Σπ. Φαραντάτο τις πρώτες λαϊκές συναυλίες στην αίθουσα Αττικόν. Στα 1928-1930 διηύθηνε τη συμφωνική ορχήστρα στο Σαν Σεμπαστιάν, της οποίας έγινε επίτιμος διευθυντής. Από το 1930 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ωδείου Πειραιώς. Το 1931 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ωδείου Πατρών με τον Βελούδιο και από το 1945 ήταν επίτιμος διευθυντής του. Από το 1939 ως το 1959 ήταν διευθυντής της ορχήστρας του Ραδιοφωνικού σταθμού και επί τρία χρόνια ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Παντρεύτηκε την βιολίστρια και μαθήτριά του Ελένη Γεωργαντοπούλου (γεν. 30.11.1888) και απέκτησαν δύο κόρες την Ιουλία και την Μαρία. Πέθανε το 1964. Το 1947; ο Ι. Μπουστίντουι απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα.

Τιμητικές διακρίσεις: αντεπιστέλλον μέλος της ακαδημίας Καλών Τεχνών αγίου Φερδινάνδου (Ισπανία), Ιππότης του τάγματος της Villaviciosa (Ισπανία), Ιππότης του τάγματος του Αλφόνσου X του σοφού (Ισπανία), Ιππότης του τάγματος του Σωτήρος (Ελλάδα), έκτακτο μέλος της Ακαδημίας και Ιππότης του τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων (Γαλλία).

Η Μαρία Μπουστίντουι, κόρη του Ιωσήφ Μπουστίντουι και της Ελένης Γεωργαντοπούλου-Μπουστίντουι, γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1912, σπούδασε μουσική και δραματική στο Ωδείο Αθηνών και στη Σχολή Εθνικού θεάτρου. Άρχισε να ζωγραφίζει το 1952 και πρωτοεμφανίστηκε στην γκαλερί Ζυγός το 1959. Αντλούσε τα θέματά της κυρίως από την παλαιότερη αστική και παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ζωή και δούλεψε κυρίως με τέμπερα, αυγοτέμπερα και λάδι. Έκανε πολλά ενημερωτικά ταξίδια σε Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ελβετία. Ήταν μέλος του καλλιτεχνικού επιμελητηρίου και του Σωματείου Ελληνίδων Ζωγράφων.

Πραγματοποίησε αρκετές ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό [Βλ. φακέλους 1-3].

Έργα της υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και σε πολλές πινακοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Ήταν παντρεμένη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Πωπ, γιο του Γεωργίου Πωπ, εκδότη της εφ. Αθήναι. Η ίδια εργάστηκε στην ισπανική πρεσβεία της Αθήνας. Πέθανε το 2009.

Γιατράκου, οικογένεια

  • Family

Ιστορική μανιάτικη οικογένεια, μέλη της οποίας μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχαν στον ένοπλο αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης.

Γλυκή, Οικογένεια

  • Family
  • 1619 - ;

Γλυκής, Νικόλαος (1619-1693), εκδότης και ιδρυτής εκδοτικού οίκου της Βενετίας παράλληλα ασχολούνταν και με το εμπόριο. Ο εκδοτικός οίκος των Γλυκήδων εξέδωσε πάνω από 1200 ελληνικά βιβλία τα περισσότερα λειτουργικά και θρησκευτικά. Μετά τον θάνατο του τη διεύθυνση του εκδοτικού οίκου ανέλαβαν ο γιος του Μιχαήλ, τα παιδιά αυτού και ο ανιψιός του.

Μπόταση, οικογένεια

  • Family
  • 1730 - ;

Μπότασης, οικ. Ιστορική σπετσιώτικη οικογένεια ηπειρωτικής καταγωγής που από τον 17ο αιώνα εγκαταστάθηκε στο Κρανίδι. Γενάρχης της σπετσιώτικης οικογένειας θεωρείται ο Νικόλαος Μπότασης (1730-1812) που αναγκάστηκε να μεταφερθεί το 1736 στις Σπέτσες και απέκτησε μεγάλη περιουσία από την ενασχόληση του με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα ενώ μετά την απελευθέρωση διατέλεσε Σύμβουλος της Επικρατείας και Υπουργός Οικονομικών.

Περρούκα, οικογένεια

  • Family
  • 1687 (;) - 1851 (;)

Οικογένεια του Άργους. Η ασχολία των μελών της με το εμπόριο, η απόκτηση μεγάλης ακίνητης περιουσίας και η ενασχόληση με τα κοινά της Πελοποννήσου, χάρισαν στην οικογένεια μεγάλο πλούτο και πολιτική δύναμη.
Τα μέλη της κατείχαν πολιτικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την εποχή των Βενετών και των Τούρκων και ήταν πλουσιότατοι μεγιστάνες και προεστοί του τόπου, τον οποίο στην ουσία κυβερνούσαν. Ήταν δε τόσο γνωστό το οίκημα που διέμεναν, ώστε λεγόταν «το Αρχοντικόν του Μωρέως Περρουκαίικον». Αξίζει να σημειωθεί ότι με πρωτοβουλία της συγκεκριμένης οικογένειας, ιδρύθηκε στο Άργος το πρώτο ελληνικό σχολείο το έτος 1798.
Ο πρώτος μέχρι σήμερα γνωστός γενάρχης της επιφανούς αυτής οικογένειας ήταν ο Γιαννάκης Περρούκας, ο οποίος έζησε επί Βενετών και πιθανώς επί της προ του 1687 Τουρκοκρατίας. Στα μέσα όμως του 18ου αιώνα αναφαίνεται ο γιος του Αποστόλης Περρούκας και ο γιος του κυρ Δημήτρης Περρούκας, μεγαλογαιοκτήμονες και τοκιστές. Ο κυρ Δημήτρης απέκτησε τέσσερεις γιους, τους Νικολή, Γεωργαντά, Σωτήρη και Απόστολο και υπήρξε ο πρώτος από όλους που διέπρεψε.
Ο Νικόλαος Περρούκας ήταν από την 18η εκατονταετηρίδα επιφανέστατος Αργείος, ο οποίος διετέλεσε και βεκίλης της επαρχίας παρά τη Υψηλή Πύλη. Παντρεύτηκε την Αγγελική Ιωάν. Συλλιβέργου (της οποίας η μητέρα Ευδοκία ήταν γόνος της οικογένειας των Νοταράδων στην Κορινθία) και μετά την αρχοντική ζωή που έζησε, πέθανε την 12η Απριλίου 1822.
Απέκτησε δε λαμπρούς γιους, τον Ιωάννη, Δημήτριο και Χαραλάμπη και δύο κόρες, την Ευγενία, σύζυγο του δοτόρου Χριστόδουλου Σεβαστού, γιατρού και αδελφού του μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρίου (1783 – 1819) και την Ευδοκία, σύζυγο του προεστού της Κερπίνης Δημητράκη Ζαήμη ή Ζαήμογλου, γιου του περίφημου εθνομάρτυρα Ανδρούτσου Ζαήμη, γενικού προεστού της Πελοποννήσου.
Οι γιοι του Νικολάου Περρούκα ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και προεστοί και πήραν μέρος στην επανάσταση και στην προετοιμασία της.
Ο πρεσβύτερος και διαπρεπέστερος, ο Ιωάννης Περρούκας ανήκει στους εθνομάρτυρες. Ως προεστός του Άργους, κυβέρνησε κυρίως κατά την τελευταία δεκαετηρίδα της Τουρκοκρατίας και το 1821 φυλακίσθηκε στην Τρίπολη μαζί με τους υπόλοιπους προεστούς και αρχιερείς της Πελοποννήσου. Στη φυλακή υπέστη οδυνηρά μαρτύρια επί έξι μήνες και πέθανε λίγο μετά την άλωση της Τρίπολης και 12 ημέρες μετά την αποφυλάκισή του, την 4η Οκτωβρίου 1821.
Ο νεότερος αδελφός Χαραλάμπης Περρούκας ήταν από το 1816 μεγαλέμπορος στην Πάτρα. Όταν ήταν μικρός, πριν από την Επανάσταση, ήρθε στο Άργος, όπου και δημιούργησε εμπορικό κατάστημα, το οποίο όμως και κατέλαβαν οι Τούρκοι αργότερα με την έκρηξη της επανάστασης. Στον αγώνα προσέφερε ό,τι μπορούσε. Τον Ιούνιο του 1821 διορίσθηκε από τη Γερουσία της Πελοποννήσου έφορος της επαρχίας και του στρατεύματος του Άργους και γερουσιαστής. Συμμετείχε στις μάχες κατά του Δράμαλη. Το 1823 διορίσθηκε υπουργός των Οικονομικών. Πέθανε την 27η Οκτωβρίου 1824.
Ο Δημήτριος Περρούκας ήταν μορφωμένος και γνώριζε κάλλιστα, εκτός της ελληνικής γλώσσας, την τουρκική, τη γαλλική και την ιταλική. Σπούδασε Νομική και ιδίως Πολιτικές επιστήμες. Ήταν προεστός της Πελοποννήσου και διετέλεσε από το 1812-1821 βεκίλης του Μωρηά, παρά τη Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Υπηρέτησε τον Αγώνα, ως πολιτικός άνδρας, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Τον Δεκέμβριο του 1821 ψηφίσθηκε ως μέλος της Α’ Βουλής του Έθνους. Επί Κυβερνήτη γνώρισε μεγάλη δόξα, αφού έγινε μέλος της Πανελληνίου και Πρώτος Γραμματέας του για τα εσωτερικά και δικαστικά θέματα, μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, πρόεδρος του θαλάσσιου Δικαστηρίου, γερουσιαστής και νομοθέτης του νεοσύστατου έθνους. Σε αυτόν οφείλονται οι νόμοι του Δημοσίου Δικαίου και οι Δικαστικοί, η διοικητική διαίρεση της Πελοποννήσου και πολλά άλλα. Ο βασιλιάς Όθωνας τον ανέδειξε και ως Σύμβουλο της Επικρατείας το 1843. Ο διάσημος άνδρας υπήρξε μέλος της Δ’ και Ε’ Εθνικής Εθνοσυνέλευσης (1829 και 1831) έως και σε αυτή του 1843, έλαβε δε και πολλά αξιώματα, ενώ με τη φιλία και την εκτίμησή τους τον τίμησαν όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες της Ελλάδας, της Ανατολής, αλλά και πολλές από την Ευρώπη. Επί πλέον διατήρησε μέχρι και τον θάνατό του όλη ανελλιπώς την απέραντη αλληλογραφία του ως μέγιστο ιστορικό αρχείο, το οποίο έγινε πλούσια πηγή ιστορικής ύλης. Δολοφονήθηκε στο σπίτι του στο Άργος τη 13η Νοεμβρίου 1851..

Βιβλιογραφία:
Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος "Μορέας", Εν Τριπόλει 1913.

Φραγκούδη, οικογένεια

  • Family
  • 1737-

Σημαντική οικογένεια της Κύπρου, που άκμασε κατά τον 18ο αιώνα και εξής και διακρίθηκε σε διάφορους τομείς. Πρώτο μέλος της οικογένειας στην Κύπρο ήταν ο γιατρός Δημήτριος Φραγκούδης από την Τεργέστη, ο οποίος γύρω στα 1737 εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό.
Γνωστότερα μέλη της οικογένειας Φραγκούδη είναι (αλφαβητική σειρά με βάση το πρώτο όνομα)
Γιάγκος ή Ιωάννης Φραγκούδης: Γνωστός αγωνιστής στην ελληνική επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε το 1800 και πέθανε το 1880. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στην Ακαδημία της Κέρκυρας. Με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1821, πήγε στις Σπέτσες και κατετάγη εθελοντικά στο πολεμικό καράβι «Ηρακλής» του Αναργύρου Α. Χατζηαναργύρου. Κατά την αγωνιστική αυτή υπηρεσία του, το 1821-1822, κρατούσε και το πολεμικό ημερολόγιο του πλοίου «Ηρακλής» το οποίο αργότερα ο γιος του Επαμεινώνδας Φραγκούδης δώρισε στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών (1884). Αργότερα ο Γιάγκος Φραγκούδης υπηρέτησε και σε άλλα καράβια (αναφέρεται ότι διετέλεσε γραμματέας του πλοίου του Γ. Χατζηανδρέου). Ήταν γνωστός και με την προσωνυμία Γιαμαρέλλος.
Δημήτριος Φραγκούδης: Καταγόταν από την Τεργέστη και ήταν γιατρός. Ιδρυτής της κυπριακής οικογένειας Φραγκούδη. Ήρθε στην Κύπρο περί το 1737 κι εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό. Το 1738 διορίστηκε ως ο πρώτος υποπρόξενος της Αγγλίας στη Λεμεσό.
Δημήτριος Φραγκούδης: Εμπορευόμενος της Λεμεσού. Πέθανε το 1828. Πρόξενος της Νεαπόλεως (Δύο Σικελιών), πρόξενος του Cinque Porti (=Πέντε Λιμάνια, Αγγλία), υποπρόξενος της Αγγλίας και προξενικός πράκτορας της Ρωσίας και της Γαλλίας στη Λεμεσό. Με τις διπλωματικές του αυτές ιδιότητες μπόρεσε να βοηθήσει πολλούς Έλληνες Κυπρίους, ιδίως κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων σφαγών από τους Τούρκους το 1821.
Επαμεινώνδας Φραγκούδης: Γιος του αγωνιστή Γιάγκου Φραγκούδη. Γεννήθηκε κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και πέθανε το 1892. Σπούδασε στη γνωστή Ιόνιον Ακαδημία της Κέρκυρας. Στην Κύπρο επέστρεψε ως γραμματέας του ελληνικού υποπροξενείου της Λάρνακας. Το 1848 ανέλαβε τη διεύθυνση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, μέχρι το 1854, οπότε κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί εξέδωσε το 1856-1857 το περιοδικό Θελξινόη. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι όπου εργάστηκε ως καθηγητής σε ανώτερες σχολές και ύστερα στο εκεί Πανεπιστήμιο. Υπήρξε συνεργάτης εφημερίδων (Ἀμάλθεια και Ἐφημερίς της Σμύρνης, Νέα Ἡμέρα της Τεργέστης, Ἡ Ἓνωσις Ερμουπόλεως• στην τελευταία δημοσίευσε το 1855 σε συνέχειες το ιστορικό διήγημά του Οἱ Βαχαβίται). Ασχολήθηκε με την ποίηση και τη λαογραφία, ιδίως τη συλλογή και καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών.
Ευρυβιάδης Φραγκούδης. Ξάδελφος του Επαμεινώνδα Φραγκούδη. Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1829 και πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 1887. Εμπορευόμενος, προξενικός πράκτορας της Αγγλίας, Σουηδίας και Νορβηγίας στη Λεμεσό (1853-1866) και υποπρόξενος των ιδίων χωρών στη Λεμεσό (1866-1879). Ύστερα από ατυχίες του στο εμπόριο, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανέλαβε την αρχισυνταξία της εφημερίδας Ὁμόνοια. Στην Αλεξάνδρεια εξέδωσε Ἐγχειρίδιον Χωρογραφίας καί Γενικῆς Ἱστορίας τῆς Κύπρου (τεύχος Α', 1885, τεύχος Β', 1886).
Ιωάννης Φραγκούδης: Από τις μεγαλύτερες αθλητικές φυσιογνωμίες του ελληνικού αθλητισμού. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο τον 18ο αιώνα και πέθανε στην Αμερική το 1916. Ακολούθησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία κι αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων, στην οποία αργότερα εργάστηκε κι ως καθηγητής. Πήρε μέρος σε αποστολές σε διάφορες χώρες. Ως αξιωματικός του πυροβολικού, πήρε μέρος στους πολέμους του 1897 και του 1912-13. Στην πρώτη διοργάνωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, το 1896, κέρδισε μετάλλια στα αγωνίσματα της σκοποβολής με πιστόλι από απόσταση 25 μέτρων και της σκοποβολής με πολεμικό όπλο από απόσταση 300 μέτρων. Τιμήθηκε με τον μεγαλόσταυρο του Φοίνικος.
Μενέλαος Φραγκούδης: Λόγιος, εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, μεταφραστής και αθλητής, γιος του νομικού και δικαστή Δημητρίου Φραγκούδη και πατέρας του αθλητή Pένου Φραγκούδη. Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1871 και πέθανε το 1931. Το 1896 εξέδωσε στη Λεμεσό την εβδομαδιαία εφημερίδα Ἀναγέννησις και από τον επόμενο χρόνο τη σημαντική εφημερίδα Ἀλήθεια την οποία και διηύθυνε μέχρι τον χρόνο του θανάτου του. Διετέλεσε μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και της εφορείας των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λεμεσού, μέλος της Εθνικής Οργανώσεως Κύπρου (Ε.Ο.Κ.) και του Εθνικού Συμβουλίου. Φανατικός υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, δημοσίευσε σχετικές μελέτες κι έκανε πολλές ομιλίες για την καθιέρωσή της. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του πρώτου Γυμναστικού Συλλόγου της Κύπρου, του Γ. Σ. Ολύμπια (Γ. Σ. Ο.) που ιδρύθηκε το 1892. Ως αθλητής ο ίδιος κέρδισε το άλμα εις ύψος με κοντάρι στους πρώτους Παγκύπριους αγώνες που έγιναν στη Λεμεσό το 1896.
Νικόλαος Φραγκούδης: Γνωστός και ως Νικολάκης. Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1857 και πέθανε το 1913. Αδελφός του Μενελάου Φραγκούδη. Καθηγητής της γαλλικής στην Ελληνική Σχολή Λεμεσού και εκδότης, κατά το 1901-1902, της εβδομαδιαίας εφημερίδας Διάπλασις στη Λάρνακα. Λόγιος. Έγραψε ποιήματα κοινωνικά και πατριωτικά που εξέδιδε σε φυλλάδια και τα διένειμε, συνήθως δωρεάν. Ποιήματά του έχουν επίσης δημοσιευθεί σε έντυπα της εποχής.
Ρένος Φραγκούδης: Γιος του Μενελάου Φραγκούδη, σημαντικός αθλητής. Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1909 και πέθανε στην Αθήνα το 1982. Πήρε μέρος σε δυο Ολυμπιάδες (Λος Άντζελες το 1932 και Βερολίνο το 1936). Στον Φραγκούδη απονεμήθηκε, για την πολυσήμαντη προσφορά του στον ελληνικό αθλητισμό, ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος.
Τάκης (Δημήτριος) Φραγκούδης: Ζωγράφος. Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1900 και πέθανε στην Αθήνα το 1978. Γιος του Μενελάου Φραγκούδη.

Γούλενου, οικογένεια

  • Family

Τα αδέρφια Γιωργάκης, Θεόδωρος και Γιαννάκης Γούλενος έπαιξαν ρόλο στις μάχες κατά του Δράμαλη και αλλού στο Μοριά. Ο Γιαννάκης υπήρξε σε μερικές Εθνοσυνελεύσεις πληρεξούσιος Πραστού και κατόπιν δήμαρχος στο Λεωνίδιο.

Στεφάνου, οικογένεια

  • Family

Η οικογένεια Στεφάνου καταγόταν από τη Σαρατσά της Κορώνης Πελοποννήσου και εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο μετά τα Ορλωφικά.
Ο Παναγιώτης-Μαρίνος Στεφάνου, γιος του Θεοδώρου και της Μαρίας Ρίζου-Χίτου, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1791. Σπούδασε γιατρός στην Πίζα και στο Παρίσι και το 1813 επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε το επάγγελμά του ιατροχειρούργου με ανιδιοτέλεια και ανθρωπισμό.
Δραστήριο μέλος της Φιλικής Εταιρείας και της Επιτροπής Αγώνος Ζακύνθου διακρίθηκε για τη μόρφωσή του και τον πατριωτισμό του και προσέφερε πολλά στον Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ελλήνων (βλέπε και το αρχείο Διονυσίου Ρώμα). Μετά από πρόταση του άγγλου Αρμοστή (Th. Maithland) μεσολάβησε ο ίδιος στην απελευθέρωση των γυναικών του Χουρσίτ Πασά που αιχμαλωτίστηκαν μετά την άλωση της Τριπολιτσάς.
Παντρεύτηκε το 1823 την Almaide Honorine de Chantal κόρη του γάλλου προξένου Maximilien Hegesippe Ildephonse de Chantal και της Maria Rosa de Beon και απέκτησε μαζί της πέντε παιδιά από τα οποία επέζησαν η Μαρία Ρόζα και ο Διονύσιος. Η γυναίκα του πέθανε νεότατη από ευλογιά το 1837.
Τιμήθηκε από την Γ΄Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας (1827) και από τον Οθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος (1841), ενώ υπήρξε ευεργέτης της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
Πέθανε στη Ζάκυνθο την 1 Ιουνίου 1863, λίγες μόνο μέρες μετά την Ενωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Ο γιος του Παναγιώτη-Μαρίνου Στεφάνου Διονύσιος, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 13 Νοεμβρίου 1835. Τελείωσε το σχολείο στο ¨Ελληνικό Εκπαιδευτήριο¨ στην Αθήνα και παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα Νομικής στο Πανεπιστήμιο. Το 1857 πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του, όπου και πήρε το πτυχίο της Νομικής.
Το 1864 διορίστηκε ειρηνοδίκης στην Κέρκυρα και ακολούθησε όλες τις βαθμίδες της δικαστικής υπηρεσίας μέχρι τον προβιβασμό του σε αρειοπαγίτη το 1873.
Το 1882 διορίστηκε από τον Χ. Τρικούπη νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών και ένα χρόνο αργότερα (1883) αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στη Διεθνή Επιτροπή Αποζημιώσεων Αιγύπτου. Ανέλαβε επίσης τη νομική και διπλωματική επίλυση της ελληνορουμανικής διαφοράς που είχε προκύψει με το θέμα της κληρονομίας Ζάππα. Το 1888 προήχθη σε δικαστικό σύμβουλο του υπουργείου Οικονομικών και πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου. Μετά το θάνατο του Κ. Λομβάρδου, ο Χ. Τρικούπης πρότεινε στον Δ. Στεφάνου να παραιτηθεί από τα υψηλά δικαστικά του καθήκοντα και να εκτεθεί ως υποψήφιος βουλευτής του κόμματος του Λομβάρδου στη Ζάκυνθο. Ο Δ. Στεφάνου πρωτοεξελέγη βουλευτής το 1890, ενώ από το 1893 ως το 1895 διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών. Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο έλαβε μέρος μαζί με τον έλληνα πρεσβευτή Ν. Μαυροκορδάτο στις διαπραγματεύσεις στην Κων/πολη για την οριστική υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Διετέλεσε επίσης υπουργός Δικαιοσύνης (1908-9) επί κυβερνήσεως Γ. Θεοτόκη και το 1909 ανέλαβε τη διεύθυνση του Πολιτικού Γραφείου του βασιλέως Γεωργίου Α΄, θέση από την οποία παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Υπήρξε μέλος πολλών Συλλόγων και Εταιρειών (Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, Εθνική Εταιρεία κ. ά. ) καθώς και υψηλόβαθμος τέκτονας.
Σπουδαίος νομομαθής, ο Δ. Στεφάνου έγραψε πολλές νομικές μελέτες, άρθρα και βιβλιοκρισίες.
Διακρίθηκε και τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Σωτήρος, με Μεγαλόσταυρους και άλλα παράσημα ξένων κρατών.
Παντρεύτηκε το 1869 την Αικατερίνη Αλεξίου Πάλλη και απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Αλέξιο, την Ονορίνα, τον Δημήτριο, τον Γεώργιο και τον Ιωάννη.
Πέθανε την 1 Νοεμβρίου 1916 μετά από ασθένεια που οφειλόταν σε ελώδεις πυρετούς.

Τεφόπουλου ή Τέφου, οικογένεια

  • Family

Τα πρώτα μέλη της οικογένειας Τεφόπουλου που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ήταν ο Μιχαήλ Τεφόπουλος (1874;-1921) από το χωριό Τσαραπλανά του Πωγωνίου της Ηπείρου και η σύζυγός του Βασιλική το γένος Βίτσικα με την ίδια καταγωγή. Ο Μ. Τεφόπουλος διατηρούσε αρτοποιείο στην πόλη Μενούφ ενώ είχε ξεκινήσει ως αρτεργάτης στην Τάντα της Αιγύπτου. Απέκτησαν δύο παιδιά τον Χρήστο (Βασιλικό, 1903) και τη Σταματία. Ο Χρήστος συνέχισε τη λειτουργία του αρτοποιείου στο Μενούφ και από το 1942 στο Sidi Gaber της Αλεξάνδρειας, ενώ εργάστηκε και ως οδηγός δημόσιου οχήματος. Άλλαξε το οικογενειακό επίθετο σε Τέφος. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Ζιάρρου από το Βασιλικό Πωγωνίου Ηπείρου και απέκτησαν τρία παιδιά:τη Βασιλική (1928), τον Μιχάλη (1930), τον Σταύρο (1934) και την Ελένη (1945) από τα οποία το πρώτο απεβίωσε σε νηπιακή ηλικία. Σε έγγραφο του 1969, ο Χρήστος Τέφος φαίνεται πλέον ως κτηματίας με μόνιμη διαμονή στην Πτολεμαΐδα.

Ροϊλού, οικογένεια

  • Family

Οι Ροϊλοί ήταν οκογένεια αγωνιστών απο τη Στεμνίτσα της Αρκαδίας. Ο Γεώργιος Χ.Ροϊλός (1796;-1886) ήταν αντισυνταγματάρχης της Φάλαγγας. Ως οπλαρχηγός του Θ.Κολοκοτρώνη, πολέμησε στις μάχες του Βαλτετσίου, Τριπόλεως, Δερβενακίων, Τρικόρφων κ.ά. Μετά την Επανάσταση του ανατέθηκαν αποστολές καταδίωξης ληστών, διετέλεσε πάρεδρος του Ειρηνοδικείου και υπηρέτησε ως δασονόμος Περαχώρας. Αδέλφια του ήσαν οι Νικόλαος (έπεσε μαχόμενος με τον θείο του Κωνσταντίνο Ροϊλο στη μάχη του Δραγατσανίου), Δημήτριος (λοχαγός της Φάλαγγας που πέθανε το 1866) και Αργύριος. Ο Βασίλειος Ροϊλός, ταγματάρχης της Φάλαγγας, διετέλεσε δήμαρχος Στεμνίτσας, ο δε Αναγνώστης Ροϊλός, ειρηνοδίκης Καρύταινας.

Results 101 to 200 of 345