Εμφανίζει 16948 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης

  • Νομικό Πρόσωπο
  1. Μέση Εκπαίδευση: Κεντρική οργάνωση (Διοίκηση-Εποπτεία)  

Η αναδιάρθρωση των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά την περίοδο της “δικτατορίας των συνταγματαρχών, 1967-1974” καθορίσθηκε με το Ν.Δ. 239/16-7-1969 (ΦΕΚ Α΄139) και την υπουργική απόφαση 101491/1-8-1969 (ΦΕΚ 490). Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τα εν λόγω νομοθετήματα, οι υπηρεσίες παιδείας κατανέμονται σε τέσσερις Γενικές Διευθύνσεις του υπουργείου: (1) Γενική Διεύθυνσις Θρησκευμάτων (2) Γενική Διεύθυνσις Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως (3) Γενική Διεύθυνσις Γενικής Εκπαιδεύσεως (4) Γενική Διεύθυνσις Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως. Ανεξάρτητες υπηρεσίες αποτελούν, επίσης, πέντε Διευθύνσεις: (1) Διεύθυνσις Σωματικής Αγωγής (2) Διεύθυνσις Σχολείων Αποδήμου Ελληνισμού (3) Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών (4) Διεύθυνσις Προγραμματισμού Επενδύσεων και (5) Διεύθυνσις Διοικητικού.

Η Διεύθυνσις Μέσης Εκπαιδεύσεως ήταν μία από τις τέσσερις συνιστώσες Διευθύνσεις της Γενικής Διευθύνσεως Γενικής Εκπαιδεύσεως1 και περιλάμβανε τρία τμήματα: Τμήμα Προγράμματος και Μελετών, Τμήμα Διοικητικού και Τμήμα Προσωπικού. Στην αρμοδιότητα της εν λόγω Διεύθυνσης, της οποίας προΐστάμενος ήταν γενικός επιθεωρητής ΜΕ (ΝΔ 651/1970), υπάγονταν όλα τα σχετικά με την Μέση Εκπαίδευση, δημόσια και ιδιωτική, θέματα (σχολεία, προσωπικό, μαθητές, εποπτεία).

Ειδικότερα, το πρώτο Τμήμα είχε αρμοδιότητες για θέματα που αφορούσαν τα προγράμματα Εκπαιδεύσεως και τις μεθόδους διδασκαλίας, την σύνταξη, έγκριση και έκδοση διδακτικών βιβλίων, την οργάνωση των σχολικών βιβλιοθηκών, τα εποπτικά μέσα και όργανα διδασκαλίας, την αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων της Μέσης Εκπαιδεύσεως, καθώς και την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως.

Στην αρμοδιότητα του δεύτερου Τμήματος υπάγονταν όσα θέματα είχαν σχέση με την ίδρυση και κατάργηση σχολείων, τα σχολικά ταμεία, την συγκέντρωση αριθμητικών στοιχείων για σχολεία και μαθητές· τις εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση, διαγωγή, ποινές, βαθμολογία, εξετάσεις, τίτλους σπουδών· τα ιδιωτικά σχολεία· τα φροντιστήρια και την κατ'οίκον διδασκαλία· την κατάρτιση ειδικού προϋπολογισμού, τις προμήθειες και την γενική οικονομική διαχείριση.

Αρμοδιότητα του τρίτου Τμήματος, εξάλλου, αποτελούσαν όλα τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού, βοηθητικού και υπηρετικού προσωπικού της Δημόσιας Μέσης Εκπαιδεύσεως θέματα, με την επιφύλαξη της συναφούς αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Σωματικής Αγωγής.

Το έργο της ανώτατης διοίκησης και εποπτείας επί της Γενικής Εκπαιδεύσεως ασκεί ο υπουργός Παιδείας με την συνεπικουρία του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (ΑΕΣ), το οποίο ιδρύθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 129/19-9-1967, άρθρο 17 (ΦΕΚ 163/25-9-1967), και συνίστατο από τα μέλη τριών επιπλέον ανωτάτων συμβουλίων: του Ανωτάτου Διοικητικού Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως (ΑΔΣΕ), του Ανωτάτου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως (ΑΓΣΕ) και του Ανωτάτου Συμβουλίου Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (ΑΣΕΕ).

Το ΝΔ 651/27-8-1970, άρθρο 2 (ΦΕΚ 179/29-8-1970) “Περί οργανώσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως και διοικήσεως του προσωπικού αυτής”, αναθέτει στο ΑΕΣ αρμοδιότητες αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων και εποπτείας επί της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως και των Σχολών Εκπαιδεύσεως Διδακτικού Προσωπικού. Αποφασιστική αρμοδιότητα έχει ως προς τα θέματα εκπαιδευτικού προσωπικού, σχολικών προγραμμάτων, σχολικών βιβλίων και διδασκαλίας. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου ασκείται επί θεμάτων αριθμητικής κατανομής των σχολείων κατά τύπους και γεωγραφική περιοχή και επί γενικών εκπαιδευτικών θεμάτων. Εποπτεία, τέλος, ασκεί το Συμβούλιο επί της λειτουργίας των Σχολών Εκπαιδεύσεως Διδακτικού Προσωπικού, ενώ έχει και την επιστημονική καθοδήγηση των παιδαγωγικών συνεδρίων. Στο τέλος κάθε έτους το ΑΕΣ υποβάλει στον υπουργό έκθεση σχετική με την κατάσταση της Εκπαιδεύσεως κατά βαθμίδες και εκπαιδευτικές περιφέρειες και προτείνει μέτρα για την βελτίωσή της.

Το ίδιο διάταγμα (651, άρθρο 53) συνιστά Κεντρικόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΚΥΣΜΕ) και Ανώτερον Κεντρικόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΑΚΥΣΜΕ). Το πρώτο είχε αρμοδιότητες συμβουλίου προαγωγών στον 3ο και 2ο βαθμό, πειθαρχικού συμβουλίου ( για διοικητικούς επιθεωρητές, επιθεωρητές ειδικοτήτων και γυμνασιάρχες Πειραματικών και Προτύπων σχολείων) και συμβουλίου επανακρίσεως επί προαγωγών στον 5ο και 4ο βαθμό). Το δεύτερο λειτουργούσε ως υπηρεσιακό και πειθαρχικό συμβούλιο επί όλων των υπηρεσιακών θεμάτων των γενικών και αναπληρωτών γενικών επιθεωρητών, καθώς και ως συμβούλιο επανακρίσεως επί προαγωγών του διδακτικού προσωπικού στον 2ο και 3ο βαθμό.

Μεταβατικές διατάξεις του διατάγματος (άρθρο 69) ορίζουν την κατάργηση των διά του ΑΝ 129/1967 συνιστώμενων συμβουλίων και την μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων τους στα ΚΥΣΜΕ και ΑΚΥΣΜΕ, όταν αυτά συγκροτηθούν και λειτουργήσουν.

  1. Μέση Εκπαίδευση: Περιφερειακή οργάνωση (Διοίκηση-Εποπτεία)

Σύμφωνα με την οργάνωση της Γενικής Εκπαιδεύσεως, όπως αυτή ορίζεται με το ΝΔ 651/1970, η χώρα διαιρείται σε δέκα ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες (άρθρο 5)2, η γεωγραφική έκταση των οποίων ρυθμίζεται με Βασιλικό Διάταγμα. Προϊστάμενος κάθε ανώτερης περιφέρειας είναι εκπαιδευτικός σύμβουλος (κατηγορία ειδικών θέσεων) ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο επόπτη της Εκπαιδεύσεως και επιτελεί έργο ανώτατης επιστημονικής και παιδαγωγικής καθοδήγησης, εποπτείας και διοίκησης επί των σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως, του εκπαιδευτικού και εποπτικού προσωπικού της περιφερείας του.

Σε κάθε ανώτερη εκπαιδευτική περιφέρεια ανήκουν μία ή περισσότερες Γενικές Επιθεωρήσεις Μέσης Εκπαιδεύσεως, με προϊσταμένους γενικούς επιθεωρητές, οι οποίοι έχουν την εποπτεία των σχολείων ενός ή περισσοτέρων νομών. Το διάταγμα του 1970, ωστόσο, ορίζει ότι σε κάθε ανώτερη εκπαιδευτική περιφέρεια αντιστοιχεί μία Γενική Επιθεώρηση (άρθρο 7) και μία θέση γενικού επιθεωρητή ΜΕ με βαθμό 1ο (άρθρο 18, § 1). Συνιστώνται, επίσης, επτά θέσεις αναπληρωτών γενικών επιθεωρητών ΜΕ, οι οποίοι κατανέμονται στις ανώτερες περιφέρειες με απόφαση του υπουργού. Οι γενικοί επιθεωρητές και οι αναπληρωτές γενικοί επιθεωρητές διατελούν υπό την υπηρεσιακή δικαιοδοσία των εκπαιδευτικών συμβούλων (εποπτών).

Μικρότερη εκπαιδευτική περιφέρεια αποτελεί ο Νομός (διοικητική περιφέρεια), με έδρα την πρωτεύουσά του, αν και εξαιρούνται οι Νομοί Αττικής, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι διαιρούνται σε πέντε, δύο και τρείς εκπαιδευτικές περιφέρειες αντιστοίχως. Το σύνολο των διοικητικών εκπαιδευτικών περιφερειών, βάσει της κατά Νομούς διοικητικής διαίρεσης της χώρας, ορίζεται σε 61 (άρθρο 17, § 1). Η έκταση των διοικητικών εκπαιδευτικών περιφερειών, καθώς και η υπαγωγή τους στις Γενικές Επιθεωρήσεις των ανωτέρων εκπαιδευτικών περιφερειών καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις. Προϊστάμενοι των διοικητικών (νομαρχιακών) περιφερειών είναι διοικητικοί επιθεωρητές, οι οποίοι ασκούν διοίκηση, επιθεώρηση, καθοδήγηση, εποπτεία και έλεγχο επί των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων της περιφερείας τους, καθώς και επί του προσωπικού αυτών.

Στο εποπτικό προσωπικό της Μέσης Εκπαιδεύσεως ανήκουν και επιθεωρητές ειδικοτήτων, οι θέσεις των οποίων κατανέμονται στις ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες με υπουργικές αποφάσεις. Οι επιθεωρητές ειδικοτήτων διατελούν υπό την άμεση διοικητική εξάρτηση των γενικών επιθεωρητών, επιθεωρούν, καθοδηγούν, ελέγχουν τους εκπαιδευτικούς της ειδικότητάς τους και συντάσσουν εκθέσεις υπηρεσιακής επιδόσεως για τους διευθυντές και εκπαιδευτικούς των σχολείων.

Αρμοδιότητες πειθαρχικές, κρίσεως επί προαγωγών του εκπαιδευτικού προσωπικού και γνωμοδοτικές επί θεμάτων δημόσιας και ιδιωτικής Εκπαιδεύσεως αναθέτει το ΒΔ 651/1970 (άρθρο 53) στα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια: Νομαρχιακόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΝΥΣΜΕ) και Ανώτερον Περιφερειακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΑΠΥΣΜΕ). Το πρώτο λειτουργεί σε επίπεδο νομαρχιακής και το δεύτερο σε επίπεδο ανώτερης εκπαιδευτικής περιφέρειας. Με την συγκρότηση και λειτουργία του ΝΥΣΜΕ το (προϋπάρχον) ΠΥΣΜΕ καταργείται.

  1. Μέση Εκπαίδευση: Σχολεία – Διδακτικό προσωπικό

Ο Αναγκαστικός Νόμος 129/ 19-9-1967 (ΦΕΚ 163/25-9-1967) “Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως και άλλων τινών διατάξεων” καταργεί την μέχρι τότε διάρθρωση των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως σε Γυμνάσια και Λύκεια και καθιερώνει Γυμνάσια διαιρούμενα σε κατώτερο και ανώτερο κύκλο. Τα λειτουργούντα ήδη Γυμνάσια διατηρούνται και διευθύνονται από βοηθό γυμνασιάρχη ή πρωτοβάθμιο καθηγητή. Στην Πρώτη τάξη του Γυμνασίου εισάγονται με εισιτήριες εξετάσεις απόφοιτοι της Στ΄τάξης του Δημοτικού σχολείου.

Το ΝΔ 651/1970 ορίζει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τους τύπους Γυμνασίων (άρθρο 14). Τα Γυμνάσια διαιρούνται σε ημερήσια και εσπερινά. Από τα πλήρη Γυμνάσια, τα ημερήσια έχουν έξι τάξεις, ενώ τα εσπερινά επτά, και δύο κύκλους σπουδών (ανώτερο και κατώτερο). Τα τριτάξια είναι Γυμνάσια κατωτέρου κύκλου, αυτοτελή ή παραρτήματα άλλων Γυμνασίων. Για τα τελευταία προβλέπεται κατάργηση με υπουργικές αποφάσεις ή μετατροπή σε αυτοτελή (κατωτέρου κύκλου). Τα ημερήσια Γυμνάσια διακρίνονται στον ανώτερο κύκλο σε τμήματα γενικής, θεωρητικής και θετικής κατεύθυνσης, ενώ τα εσπερινά σε Γυμνάσια γενικής και οικονομικής κατεύθυνσης.

Στην έδρα κάθε ανώτερης εκπαιδευτικής περιφέρειας υπάρχει δυνατότητα λειτουργίας ενός προτύπου σχολείου. Συνεχίζεται, επίσης, η λειτουργία των πειραματικών σχολείων και του μειονοτικού (μουσουλμανικού) της Κομοτηνής.

Ως διευθυντές πλήρων Γυμνασίων τοποθετούνται γυμνασιάρχες με 2ο βαθμό∙ η διεύθυνση των Γυμνασίων κατωτέρου κύκλου ανατίθεται σε καθηγητές 5ου ή 4ου βαθμού. Γυμνασιάρχες και διευθυντές Γυμνασίων ασκούν καθήκοντα διδακτικά, διοικητικά και εποπτικά επί των μαθητών και του προσωπικού των Γυμνασίων. Οι κλάδοι και οι ειδικότητες, η βαθμολογική εξέλιξη, οι οργανικές θέσεις και το ωράριο του διδακτικού προσωπικού της Μέσης Εκπαιδεύσεως ορίζονται με τα άρθρα 9, 10, 11, 12, 13 και 15 του διατάγματος.

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων

  • Νομικό Πρόσωπο

Η σύνταξη, έγκριση και έκδοση των διδακτικών βιβλίων αποτελούσαν αρμοδιότητα κάποιου τμήματος, ή γραφείου ή διεύθυνσης του ΥΠ.Ε.Π.Θ. Κατά τη διάρκεια των ετών 1920-1970 έγιναν αρκετές αλλαγές στη διάρθρωση της Κ.Υ. του ΥΠ.Ε.Π.Θ. μερικές από τις οποίες άλλαξαν σημαντικά την ισχύουσα κατάσταση. Σύμφωνα με τον Α.Ν. 782/15ης Ιουλίου 1937 «Περί Οργανισμού της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας» η Γ΄ Γενική Διεύθυνση Παιδείας περιλάμβανε και τη Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων και Εποπτικών μέσων διδασκαλίας στην οποία υπαγόταν το τμήμα των Διδακτικών βιβλίων. Ο Υπουργός είχε υπό την αρμοδιότητά του όλα τα θέματα που αφορούσαν τη Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων, όπως τη συγγραφή και την κρίση των βιβλίων κατόπιν προκήρυξης διαγωνισμών, την έκδοση, διάθεση, εκτύπωση των βιβλίων από τον Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων (Ο.Ε.Σ.Β.) -που ιδρύθηκε το 1937-(Α.Ν. 952/19-11-1937, Φ.Ε.Κ. 469 τ.Α΄), όπως και την αποζημίωση των συγγραφέων. Ο Ο.Ε.Σ.Β. διατήρησε την ονομασία αυτή μέχρι το 1964, όπου μετονομάστηκε σε Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.). Εκτός των άλλων η Διεύθυνση Διδακτικών Βιβλίων ήταν σε συνεργασία και με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το οποίο ιδρύθηκε το 1964 (Ν.Δ. 4379/1964) και μέχρι σήμερα κάνει τις εισηγήσεις και τις γνωμοδοτήσεις των βιβλίων σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα. Την σημαντική ανατροπή έφερε η χούντα με την Υ.Α. 101491/1ης Αυγούστου 1969 (Φ.Ε.Κ. 490 άρθρο 5. «Περί αναδιαρθρώσεως Κεντρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ανακατανομής και καθορισμού των αρμοδιοτήτων αυτών». Κατά το άρθρο 5 η Γενική Διεύθυνση Γενικής Εκπαιδεύσεως συνίσταται από την Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, η οποία περιλαμβάνει το Τμήμα Προγράμματος και Μελετών στην αρμοδιότητα του οποίου είναι και η σύνταξη, έγκριση και έκδοση των διδακτικών βιβλίων και από την Διεύθυνση Μέσης Εκπαιδεύσεως που περιλαμβάνει το Τμήμα Προγράμματος και Μελετών στην αρμοδιότητα του οποίου είναι επίσης η σύνταξη, έγκριση και έκδοση των διδακτικών βιβλίων.

Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Τμήμα Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως

  • Νομικό Πρόσωπο

Tο 1903, σύμφωνα με το νόμο 2991, συστήνονται οι εμπορικές σχολές οι οποίες υπάγονταν αρχικά στην αρμοδιότητα και εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας μέχρι το 1911 που στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας λειτούργησε το Γ΄ Τμήμα Εμπορίου και Βιομηχανίας (Ν. 3798 ΦΕΚ Α΄150/21.6.1911). Το Τμήμα υποδιαιρείται σε δύο γραφεία, το «εμπορικόν» και το «της εργασίας», αρμοδιότητες του οποίου ήταν «η σύστασις, η οργάνωσις και εποπτεία των Επαγγελματικών Σχολών».
Το 1918, με το ν.1577 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οργανισμού του Υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας νόμων» (ΦΕΚ Α΄258/28.12.1918), δημιουργούνται στη Διεύθυνση Εμπορίου και Βιομηχανίας (Ν. 780 ΦΕΚ Α΄179/29.8.1917) πέντε (5) τμήματα ένα εκ των οποίων ήταν και το Τμήμα Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως. Αρμοδιότητα του τμήματος ήταν η μελέτη και εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή και προστασία της εμπορικής και βιοτεχνικής εκπαιδεύσεως, η διοίκηση των Δημοσίων Εμπορικών και Βιοτεχνικών σχολών και η εποπτεία των σχολών αυτών, δημοσίων και ιδιωτικών.
Με το Β.Δ. της 17.2.1922 «περί οργανισμού της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας» ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 72 και το Συμβούλιο Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως. Το 1937 το Τμήμα Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καταργείται, αφού με τον Α.Ν. 891 (ΦΕΚ 394/13.10.1937) οι εμπορικές σχολές περνούν και πάλι στην αρμοδιότητα του Τμήματος Μέσης Εκπαιδεύσεως του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας.

Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Έγκρισης και Ελέγχου Ιδιωτικών Επενδύσεων

  • Νομικό Πρόσωπο

Διοικητικές υπαγωγές / άλλοι τίτλοι
1977: Υπουργείο Συντονισμού, Διεύθυνσις Α΄ Προωθήσεως Επενδύσεων και Αξιολογήσεως της Υπηρεσίας Ιδιωτικών Επενδύσεων
1982: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Α΄ Προωθήσεως Επενδύσεων και Αξιολογήσεως
1988: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Πολιτικής Ιδιωτικών Επενδύσεων
1993: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Γενική Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων, Διεύθυνση Έγκρισης και Ελέγχου Ιδιωτικών Επενδύσεων
2000: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Γενική Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων, Διεύθυνση Έγκρισης και Ελέγχου Ιδιωτικών Επενδύσεων

Νομικό πλαίσιο
ΠΔ 816/1977 (ΦΕΚ Α΄ 261)
ΠΔ 545/1988 (ΦΕΚ Α΄ 254)
ΠΔ 138/1993 (ΦΕΚ Α΄ 55)
ΠΔ 178/2000 (ΦΕΚ Α΄ 165)

Σύμφωνα με το Π.Δ. 178/14-7-2000 (ΦΕΚ Α΄ 165) "Οργανισμός του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας" (άρθρο 53), η Διεύθυνση Έγκρισης και Ελέγχου Ιδιωτικών Επενδύσεων υπαγόταν στην Γενική Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης και η κατανομή τους σε Τμήματα είχαν ως ακολούθως:
α) Τμήμα Αξιολόγησης και έγκρισης επενδυτικών σχεδίων
Η υποδοχή και ο έλεγχος πληρότητας των φακέλων και νομιμότητας των υποβαλλομένων επενδυτικών προτάσεων.
Η τεχνική και οικονομική αξιολόγηση επενδυτικών προτάσεων για την υπαγωγή τους στους αναπτυξιακούς νόμους καθώς και των αιτημάτων τροποποιήσεως εγκριτικών αποφάσεων. Η εισήγηση των παραπάνω θεμάτων στην Κεντρική Γνωμοδοτική Επιτροπή.
Η κατάρτιση της ημερησίας διάταξης της Γνωμοδοτικής Επιτροπής και η εν γένει γραμματειακή εξυπηρέτησή της, η τήρηση πρακτικών των συνεδριάσεων της επιτροπής και αρχείου αξιολογήσεων και εισηγητικών σημειωμάτων.
Η έκδοση των εγκριτικών, τροποποιητικών ή απορριπτικών αποφάσεων σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις της Γνωμοδοτικής Επιτροπής.
Η έκδοση των αποφάσεων ολοκλήρωσης και παραγωγικής λειτουργίας των επενδύσεων ή ανάκλησης των σχετικών εγκριτικών πράξεων, σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις της Κεντρικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής.

β) Τμήμα Ελέγχου και Εκταμιεύσεων
Η τεχνική και οικονομική παρακολούθηση της προόδου των Επενδύσεων που υπάγονται σε αναπτυξιακούς Νόμους από την Κεντρική Υπηρεσία, η παρακολούθηση και ο έλεγχος της τήρησης των όρων των παραπάνω εγκριτικών πράξεων και των διατάξεων των σχετικών αναπτυξιακών νόμων από τους επενδυτές κατά το στάδιο υλοποίησης ολοκλήρωσης και παραγωγικής λειτουργίας.
Η συγκρότηση των Κεντρικών Οργάνων Ελέγχου, καθώς και των Ειδικών Οργάνων Ελέγχου των επενδύσεων.
Ο επανέλεγχος από Ειδικά Όργανα Ελέγχου των επενδύσεων που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των αναπτυξιακών νόμων από οποιαδήποτε Υπηρεσία ή φορέα εφαρμογής, μετά από σχετική εντολή του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
Η εισήγηση στην Κεντρική Γνωμοδοτική Επιτροπή των θεμάτων που αφορούν την ολοκλήρωση των επενδύσεων, την έναρξη της παραγωγικής τους λειτουργίας και την τήρηση των όρων των εγκριτικών πράξεων και των διατάξεων των σχετικών αναπτυξιακών νόμων.
Ο έλεγχος των δικαιολογητικών πληρωμής επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων επιτοκίου και χρηματοδοτικής μίσθωσης και η έκδοση των σχετικών εντολών καταβολής των ενισχύσεων. Η υποβολή προτάσεων για ένταξη εγκεκριμένων επενδύσεων σε επιχειρησιακά προγράμματα συγχρηματοδότησης από την Ε.Ε. και η παροχή στοιχείων προόδου υλοποίησης αυτών.

γ) Τμήμα μελετών και στατιστικής τεκμηρίωσης
Η στατιστική παρακολούθηση των επενδυτικών προτάσεων που υποβάλλονται και των επενδύσεων που υπάγονται στις διατάξεις των αναπτυξιακών νόμων. Η ανάλυση και τεκμηρίωση των στατιστικών στοιχείων και η εσωτερική αξιολόγηση των παρεχομένων κινήτρων. Επίσης η παρουσίαση και έκδοση στατιστικών στοιχείων και μελετών καθώς και η υποβολή προτάσεων σχετικών με τα παρεχόμενα κίνητρα.
Η παρακολούθηση για την έγκαιρη αναγγελία του Δημοσίου σε πλειστηριασμούς παγίων επενδυτικών αγαθών που έχουν ενισχυθεί από αναπτυξιακούς νόμους.
Η τήρηση αρχείου κλαδικών μελετών και η συνεχής ενημέρωση αρχείου τεχνικών εκθέσεων κατά κλάδο και πινάκων τυποποιημένων μεγεθών καθώς και τιμών κόστους για κτιριακές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις των επενδυτικών μονάδων για τις ανάγκες τόσο της Κεντρικής όσο και των λοιπών υπηρεσιών εφαρμογής των αναπτυξιακών κινήτρων.

δ) Τμήμα ενημέρωσης και νομικών θεμάτων.
Η μελέτη και εισήγηση μέτρων και θεσμών που αποβλέπουν στην ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα και γενικότερα στην ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Η επεξεργασία και κατάρτιση των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων.
Η έκδοση ενημερωτικών εντύπων και υποδειγμάτων εντύπων για την υποβολή νέων επενδυτικών προτάσεων.
Η σύνταξη ερωτημάτων προς το Νομικό Συμβούλιο τους Κράτους και η παροχή στοιχείων στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικών με τις εκδικαζόμενες προσφυγές φορέων.
Η σύνταξη απαντήσεων και ενημερωτικών σημειωμάτων σχετικών με τα θέματα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου.
Η παρακολούθηση θεμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικών με την παροχή κινήτρων στις ιδιωτικές επενδύσεις και τα καθεστώτα ενισχύσεων.
Η συγκέντρωση των κοινοποιούμενων πλειστηριασμών, η διερεύνηση σχετικά με το αν το εκπλειστηριαζόμενο πάγιο έχει ενισχυθεί από αναπτυξιακό Νόμο και γενικά ο συντονισμός των διαδικασιών και η ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών εφαρμογής για την έγκαιρη αναγγελία του Δημοσίου.

ε) Τμήμα φορολογικών κινήτρων
Η υποδοχή, έλεγχος, αξιολόγηση επενδυτικών προτάσεων φορολογικών απαλλαγών και επιδότησης επιτοκίου δανείων ως προς την επιλεξιμότητα των σχετικών δαπανών. Η έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης, της απόφασης ολοκλήρωσης της επένδυσης και η εκταμίευση της επιδότησης επιτοκίου.

στ) Γραφείο Γραμματείας
Η τήρηση πρωτοκόλλου και αρχείου της Διεύθυνσης. Η ευθύνη για την αναπαραγωγή και διακίνηση των εγγράφων, την υποδοχή και πληροφόρηση των συναλλασσόμενων με την Διεύθυνση και για την εν γένει γραμματειακή υποστήριξη των μονάδων και του προσωπικού της Διεύθυνσης.

Υπουργείο Γεωργίας, Περιφερειακή Επιθεώρηση Δασών Αττικής και Νήσων

  • Νομικό Πρόσωπο

Στο Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθ. 1213 της 12/14 Οκτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄300) «Περί αναδιοργανώσεως των Δασικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας» ορίζεται η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες της κεντρικής υπηρεσίας της Γενικής Επιθεώρησις Δασών και των διανομαρχιακών υπηρεσιών των Περιφερειακών Επιθεωρήσεων Δασών

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας

  • Νομικό Πρόσωπο

Η Τοπογραφική Υπηρεσία συστάθηκε το 1917 παράλληλα με τη σύσταση του υπουργείου Γεωργίας και υπαγόταν στο Τεχνικό Τμήμα της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων. Την ίδια χρονιά με τον Νόμο 886 «Περί συστάσεως και οργανισμού σώματος τοπογράφων μηχανικών» συγκροτήθηκε σώμα τοπογράφων μηχανικών υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του υπουργείου Γεωργίας «προς διεξαγωγήν των τεχνικών υπηρεσιών της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων». Με τον ίδιο νόμο καθορίστηκαν ζητήματα διορισμού, μονιμότητας, αμοιβών και κατηγοριοποίησης του τεχνικού προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Έτσι, το τεχνικό προσωπικό της υπηρεσίας αποτελούσαν ο τμηματάρχης του Τεχνικού Τμήματος, πέντε επιθεωρητές, 36 προϊστάμενοι Τοπογραφικών Συνεργείων, 50 μηχανικοί, 36 βοηθοί και 12 σχεδιαστές. Με τον Νόμο 1317 του 1918 τροποποιήθηκε η σύνθεση του προσωπικού της υπηρεσίας ως εξής: ένας επιθεωρητής, πέντε ελεγκτές, 16 προϊστάμενοι συνεργείων, 20 τοπογράφοι μηχανικοί α΄ τάξεως, 25 τοπογράφοι μηχανικοί β΄ τάξεως, 25 δόκιμοι τοπογράφοι μηχανικοί. Τον Ιανουάριο του 1920 ψηφίστηκε ο Νόμος 1843 «περί κυρώσεως του από 15 Ιουλίου 1919 νομοθετικού διατάγματος περί συμπληρώσεως των διατάξεων περί τοπογραφικής υπηρεσίας της διευθύνσεως κτημάτων του Υπουργείου Γεωργίας» που διαμόρφωσε εκ νέου το οργανόγραμμα της υπηρεσίας και τη διάρθρωση του προσωπικού της. Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο δημιουργήθηκε θέση προϊσταμένου Σχεδιαστηρίου στην Τοπογραφική Υπηρεσία και αυξήθηκε και ο αριθμός των σχεδιαστών. Με τον ίδιο νόμο προβλεπόταν και η ανάθεση αρμοδιοτήτων τοπογράφων της υπηρεσίας που απορρέουν από την εφαρμογή του Νόμου 1072 σε στρατιωτικούς ή άλλους δημοσίους υπαλλήλους και η δυνατότητα πρόσληψης αλλοδαπών σχεδιαστών και τοπογράφων. Καθοριζόταν, επίσης, ότι τις λογιστικές υπηρεσίες της Τεχνικής Υπηρεσίας της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων εκτελεί αποσπασμένος αξιωματικός. Με το άρθρο 8 του Νόμου 1317 προβλεπόταν και η ίδρυση τεχνικών γραφείων στις πρωτεύουσες των νομών της χώρας με αρμοδιότητες «την εκτέλεσιν τοπογραφικών υπολογισμών και σχεδίων των κατά την περιφέρειαν του γραφείου εργαζομένων συνεργείων και την επί τούτων άσκησιν αμέσου εποπτείας». Οι λεπτομέρειες για την ίδρυση, λειτουργία και δικαιοδοσία των περιφερειακών τεχνικών γραφείων θα καθορίζονταν για το καθένα ξεχωριστά με σχετικά βασιλικά διατάγματα. Λίγους μήνες αργότερα με τον Νόμο 2204 ανατίθονταν τα ταμιακά και λογιστικά καθήκοντα της υπηρεσίας σε διοριζόμενο υπάλληλο απόφοιτο της Εμπορικής Σχολής, ενώ προβλεπόταν και η δυνατότητα πρόσληψης ως τοπογράφων στην Τοπογραφική Υπηρεσία αποφοίτων των στρατιωτικών σχολών των Ευελπίδων και των Υπαξιωματικών . Με τους Νόμους 3072 του 1924 και 3279 του 1925 τροποποιήθηκαν διάφορες διατάξεις που αφορούσαν κυρίως το προσωπικό της Τοπογραφικής Υπηρεσίας . Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Τοπογραφική Υπηρεσία διαιρούνταν στην Κεντρική Υπηρεσία και στα περιφερειακά τεχνικά γραφεία. Το τεχνικό προσωπικό της υπηρεσίας εργαζόταν σε τοπογραφικές εργασίες στην περιφέρεια συγκροτώντας Τοπογραφικά Συνεργεία τα οποία εποπτευόταν από τα περιφερειακά τεχνικά γραφεία. Στην Κεντρική Υπηρεσία εκτός από τη Γραμματεία και το Λογιστήριο υπαγόταν το Σχεδιαστήριο καθώς και το Τεχνικό Τμήμα. Στις αρμοδιότητες της Τοπογραφικής Υπηρεσίας ήταν η εκτέλεση τοπογραφικών εργασιών (κατάρτιση τοπογραφικών σχεδίων κτημάτων, σχεδίων ρυμοτομίας, καθορισμός ορίων κτημάτων, καθορισμός και διανομή κλήρων ακτημόνων και προσφύγων κ.ά.) στο πλαίσιο του εποικιστικού προγράμματος των ελληνικών κυβερνήσεων με την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και προσφύγων σε διαθέσιμες δημόσιες γαίες.
Το 1930 με τον Νόμο 4556 «περί οργανισμού Διευθύνσεως Τεχνικών Έργων Υπουργείου Γεωργίας» η Τοπογραφική Υπηρεσία εντάχθηκε ως τμήμα στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων η οποία περιλάμβανε επίσης και το Τμήμα Γεωργικής Υδραυλικής. Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, το Τοπογραφικό Τμήμα της Διευθύνσεως Τεχνικών Έργων είχε στην αρμοδιότητά του: α) «την εκτέλεσιν και παρακολούθησιν πάσης φύσεως τοπογραφήσεως εντός του Κράτους, είτε προς μελέτην υδραυλικής φύσεως έργων, είτε διά την εκμετάλλευσιν ή διανομήν εκτάσεων διατιθεμένων διά γεωργικούς ή εποικιστικούς σκοπούς». β) «Την εκτέλεσιν διαχωρισμών, προσωρινών και οριστικών διανομών, την σύνταξιν πινάκων διανομής και επίβλεψιν εφαρμογής των εγκεκριμένων σχεδίων διανομής». γ) «Την τήρησιν Αρχείου καταμετρήσεων και διανομών». Την ίδια χρονιά, με τον Νόμο 5006 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νόμου 4556» συστάθηκε Γραφείο Λογιστικού στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων. Με το Προεδρικό Διάταγμα της 30ης Δεκεμβρίου 1932 «περί συμπτύξεως Υπηρεσιών Υπουργείου Γεωργίας και κανονισμού αρμοδιοτήτων» περιορίστηκε ο αριθμός του προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας τόσο στην Κεντρική Υπηρεσία όσο και των Τοπογραφικών Συνεργείων από 503 σε 292. Έτσι, οι οργανικές θέσεις της Τοπογραφικής Υπηρεσίας καθορίζονταν ως εξής: ένας προϊστάμενος, δύο επιθεωρητές, επτά ελεγκτές, 12 προϊστάμενοι συνεργείων, 15 μηχανικοί Α΄, 15 μηχανικοί Β΄, 20 δόκιμοι μηχανικοί, 60 γεωμέτρες, 40 τεχνικοί βοηθοί, ένας προϊστάμενος σχεδιαστηρίου, 35 σχεδιαστές, ένας γραμματέας, τρεις γραφείς, ένας λογιστής, δύο βοηθοί λογιστή, 30 απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών και δύο κλητήρες. Ο αριθμός των 292 υπαλλήλων συμπληρωνόταν από τους μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους της τέως Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Τεχνικού Τμήματος της Διεύθυνσης Αγροτικής Εγκαταστάσεως Παλαιάς Ελλάδας Ηπείρου και Νήσων (ΠΕΗΝ) της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) που μετά την κατάργησή της εντάχθηκε –μαζί με το αρχείο της– στην Τοπογραφική Υπηρεσία του υπουργείου Γεωργίας.
Το 1933 με το Προεδρικό Διάταγμα «περί ιδρύσεως γραφείων Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας» ιδρύθηκαν Γραφεία της Τοπογραφικής Υπηρεσίας στη Θεσσαλονίκη, την Κομοτινή και τη Δράμα , ενώ αργότερα ιδρύθηκαν Γραφεία Τοπογραφικής Υπηρεσίας και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως το Γραφείο Ιωαννίνων, Κοζάνης και Κρήτης . Το 1935 με τον Αναγκαστικό Νόμο «περί των εκτάκτων υπαλλήλων της τοπογραφικής υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και διαρρυθμίσεως της υπηρεσίας Τεχνικών Έργων» η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων του υπουργείου Γεωργίας μετονομάζεται σε Διεύθυνση Υδραυλικών Έργων και δεν περιλαμβάνει πλέον ως τμήμα την Τοπογραφική Υπηρεσία η οποία αναβαθμίζεται σε αυτόνομη Διεύθυνση. Ένα χρόνο αργότερα συστάθηκε θέση Γενικού Επιθεωρητή παρά τη Τοπογραφική Υπηρεσία του υπουργείου Γεωργίας .
Το 1943 με τον Νόμο 480 «Περί οργανώσεως της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας» καθορίστηκαν εκ νέου οι αρμοδιότητες, το οργανόγραμμα και οι οργανικές θέσεις του προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας υπαγόταν: α) η εκτέλεση κάθε εργασίας που προβλεπόταν από τον Αγροτικό Νόμο ή άλλους ειδικούς νόμους και σχετίζονταν με την Τοπογραφική Υπηρεσία, η διατήρηση του αρχείου των αποτυπώσεων και διανομών κτημάτων, η έκδοση αντιγράφων διαγραμμάτων, κτηματολογικών πινάκων κ.λπ. για τον καταρτισμό οριστικών χρεώσεων και έκδοσης οριστικών τίτλων κυριότητας των αγροτικώς αποκατασταθέντων από τις εποικιστικές υπηρεσίες του Κράτους ή την τέως ΕΑΠ, η ενημέρωση του Κτηματολογίου για κάθε μεταβολή επί των κλήρων και η χορήγηση στοιχείων για την ρύθμιση των αποζημιώσεων στους αρχικούς ιδιοκτήτες απαλλοτριωθέντων κτημάτων. β) Η καταμέτρηση, διανομή και εκπόνηση διαγραμμάτων επί εκτάσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου στα οποία θα εκτελεστούν έργα προς επαύξηση του γεωργικού τους εισοδήματος ή θα γίνει αγροτική αποκατάσταση των μελών τους καθώς και η εκτέλεση κτηματογραφήσεων για τις ανάγκες Υπηρεσιών, Νομικών Προσώπων και Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Σύμφωνα με τον νόμο, η Κεντρική Υπηρεσία της Διεύθυνσης της Τοπογραφικής Υπηρεσίας περιλάμβανε δύο Τμήματα και δύο Γραφεία. Το Τμήμα Α΄-Τεχνικών Μελετών είχε στην αρμοδιότητά του την τεχνική οργάνωση της Υπηρεσίας, τη σύνταξη τεχνικών κανονισμών και υποδειγμάτων των εκτελουμένων εργασιών, την επιμέλεια και την εκάστοτε διάθεση του τεχνικού υλικού και την τήρηση των εργασιών τριγωνισμού. Το Τμήμα Β΄-Κτηματογραφήσεως και Ελέγχου είχε στην αρμοδιότητά του την τήρηση του τεχνικού αρχείου, την παρακολούθηση και τον έλεγχο των οριστικών διανομών, τις εισηγήσεις στις Επιτροπές Ελέγχου κυρώσεων ή τροποποιήσεων διανομών, τη χορήγηση διαγραμμάτων και κτηματολογικών πινάκων για την ενημέρωση του Κτηματολογίου, τον καταρτισμό των οριστικών χρεώσεων των κληρούχων, την έκδοση οριστικών παραχωρητηρίων, τον καταρτισμό προγράμματος των προς εκτέλεση εργασιών από τα Τοπογραφικά Συνεργεία και τη χορήγηση των απαιτούμενων στοιχείων προς ρύθμιση των οφειλομένων προς τους ιδιοκτήτες αποζημιώσεων. Στο Γραφείο Διοικητικού και Γραμματείας υπαγόταν η διεκπεραίωση κάθε εγγράφου, η τήρηση του διοικητικού αρχείου και των στοιχείων του προσωπικού της Διεύθυνσης, η παρακολούθηση των μετακινήσεων του καθώς και η ταξινόμηση και τήρηση νόμων, διαταγμάτων ή εγκυκλίων που αφορούν τη Διεύθυνση της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Στο Λογιστικό Γραφείο υπαγόταν ο καταρτισμός του προϋπολογισμού της υπηρεσίας, η σύνταξη εκθέσεων περί των απαιτούμενων πιστώσεων, ο καταρτισμός των σχετικών εντολών πληρωμής, η σύνταξη μισθολογικών καταστάσεων του προσωπικού και η διαχείριση και διαφύλαξη του υλικού και των οργάνων της υπηρεσίας.
Ο Νόμος 480 καθόριζε, εκτός από τις οργανικές θέσεις της υπηρεσίας, και τη δομή των περιφερειακών γραφείων της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Έτσι, οριζόταν η λειτουργία των Περιφερειακών Γραφείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και στις έδρες των υπολοίπων Γενικών Διοικήσεων της χώρας. Αρμοδιότητα των Περιφερειακών Γραφείων ήταν η μελέτη των εργασιών διανομής κλήρων, η επίλυση κάθε διαφοράς κατά τη διανομή των κλήρων, η χορήγηση αποσπασμάτων εκ των στοιχείων των διανομών στους ενδιαφερομένους, η εκτέλεση διαφόρων τοπογραφικών εργασιών και η χορήγηση αναγκαίων στοιχείων για οριστικές χρεώσεις καθώς και η έκδοση οριστικών τίτλων κυριότητας των κληρούχων.
Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε το 1946 νέο νόμο σχετικά με την οργάνωση της υπηρεσίας της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Γεωργίας . Ο Νόμος 197 όριζε τις αρμοδιότητες της Τοπογραφικής Υπηρεσίας κατά τον τρόπο που ορίζονταν στο νόμο του 1943 και διαιρούσε τη Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας σε Κεντρική και Περιφερειακή. Η Κεντρική Υπηρεσία περιλάμβανε τέσσερα Τμήματα α) Τμήμα Α΄, β) Τμήμα Β΄, γ) Γραμματεία και Διοικητικό και δ) Λογιστήριο. Με Βασιλικό Διάταγμα τον Ιούλιο του 1947 καθορίστηκε το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας, η διαίρεση των Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας σε Γραφεία και η αρμοδιότητα αυτών . Συγκεκριμένα το Τμήμα Α΄ ονομαζόταν Μελετών και Ελέγχου και διαιρούνταν σε πέντε (5) γραφεία ως εξής: Γραφείο 1ο Μελετών, Γραφείο 2ο Τριγωνισμού, Γραφείο 3ο Ελέγχου, Γραφείο 4ο Σχεδιάσεων, Γραφείο 5ο Κεντρικού Τεχνικού Αρχείου. Το Τμήμα Β΄ ονομαζόταν Προγράμματος και Κτηματολογίου και διαιρούνταν σε πέντε (5) Γραφεία ως εξής: Γραφείο 1ο Προγράμματος και Στατιστικής, Γραφείο 2ο Κυρώσεως Διανομών και Αποστολής Στοιχείων, Γραφείο 3ο Εκδόσεως Αντιγράφων Διαγραμμάτων και Πινάκων, Γραφείο 4ο Κτηματολογίου, Γραφείο 5ο Χρεώσεων και Παραχωρητηρίων. Τα Τμήματα Γραμματείας και Διοικητικού και Λογιστηρίου δεν διαρούνταν σε επιμέρους Γραφεία. Οι αρμοδιότητες κάθε Τμήματος και Γραφείου παρουσιάζονται αναλυτικά όταν περιγράφονται οι αντίστοιχες σειρές και οι υποσειρές του αρχείου.
Το 1952 με το Βασιλικό Διάταγμα «περί τροποποιήσεως της εις Τμήματα διαιρέσεως της Κεντρικής Υπηρεσίας της Διευθύνσεως Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας» τα Τμήματα Διοικητικού και Γραμματείας καθώς και του Λογιστηρίου διαιρούνται και αυτά σε Γραφεία. Συγκεκριμένα, το Τμήμα Διοικητικού και Γραμματείας ή Τμήμα Γ΄, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα του 1952, διαιρούνταν σε δύο (2) Γραφεία: α) Γραφείο 1ο Διοικητικό με αρμοδιότητα: την τήρηση των στοιχείων του προσωπικού της Διεύθυνσης, την παρακολούθηση των μετακινήσεων του, την τήρηση και ταξινόμηση νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων καθώς και την επίβλεψη της ασφάλειας και καλής συντήρησης των γραφείων της Κεντρικής Υπηρεσίας. β) Γραφείο 2ο Γραμματείας με αρμοδιότητα: τη διεκπεραίωση των εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων της Διεύθυνσης, την τήρηση του διοικητικού αρχείου και των ειδικών ευρετηρίων. Το Λογιστήριο ή Τμήμα Δ΄ διαιρούνταν και αυτό σε δύο (2) Γραφεία: α) Γραφείο 1ο Λογιστικό με αρμοδιότητα: τη σύνταξη του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας, την παρακολούθηση της εφαρμογής του, τη σύνταξη εκθέσεων περί των απαιτούμενων πιστώσεων καθώς και τη σύνταξη σχετικών εντολών πληρωμής και μισθολογικών καταστάσεων. Β) Γραφείο 2ο Κινήσεως Υλικού με αρμοδιότητα την τήρηση μητρώου των οργάνων και του εν γένει τεχνικού υλικού της Διεύθυνσης, τη διαφύλαξή του, τη παρακολούθηση της κίνησης και τον έλεγχο της διαχείρισής του.
Όσον αφορά την Περιφερειακή Υπηρεσία αυτή απαρτιζόταν από Γραφείο Επιθεώρησης με έδρα την Αθήνα, το ανεξάρτητο Γραφείο Τοπογραφικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης και τα Τοπογραφικά Τμήματα παρά τις Διευθύνσεις Γεωργίας κάθε Νομού .
Το 1953 με το Νομοθετικό Διάταγμα 2386 «Περί ενοποιήσεως και αποκεντρώσεως των Τεχνικών Υπηρεσιών του Κράτους» η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας εντάχθηκε στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων . Βέβαια το άρθρο 5 του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος όριζε ότι η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Γεωργίας διατιθόταν στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων για ένα διάστημα δύο ετών ώστε να ολοκληρωθούν οι τοπογραφικές εργασίες για την αποπεράτωση του εποικιστικού έργου, διάστημα που θα μπορούσε να παραταθεί ύστερα από σύμφωνη γνώμη των δύο υπουργείων. Στο διάστημα αυτό η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας υπαγόταν στη διοικητική και πειθαρχική εξουσία του υπουργού Γεωργίας.
Η υπαγωγή της Διεύθυνσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων τερματίστηκε το 1957 με τον Νόμο 3679 που επανάφερε τη Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας στο υπουργείο Γεωργίας με την οργάνωση που είχε πριν από το Νομοθετικό Διάταγμα 2386 του 1953.

Υπολιμεναρχείο Σκιάθου

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1982 - 2003

Με το π.δ. 136/82 « ́Ιδρυση Υπολιμεναρχείου Σκιάθου και τροποποίηση της περιφέρειας δικαιοδοσίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου» (Α ́ 20) ιδρύθηκε το Υπολιμεναρχείο Σκιάθου. Με το π.δ. 82/2003 «Μετάταξη Λιμενικών Αρχών» (Α ́ 78) μετατάχθηκε σε Λιμεναρχείο.

Αποτελέσματα 801 έως 900 από 16948