Εμφανίζει 9047 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή
Νομικό Πρόσωπο

ΗΦΑΙΣΤΟΣ Ανώνυμος Μεταλλευτική και Βιομηχανική Εταιρία

  • Νομικό Πρόσωπο

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1904 από τον Γερμανό μεταλλειολόγο Grohmann με την υπ’ αριθ. 23843/2.6.04 πράξη του συμβολαιογράφου
Αθηνών Ε. Γκορίτσα, με την επωνυμία Ανώνυμος Μεταλλευτική Εταιρεία ΗΦΑΙΣΤΟΣ, έδρα την Αθήνα και σκοπό την εκμετάλλευση, εμπόριο, μεταφορά και κάθε χρήση θηραϊκής γης. Το καταστατικό της εταιρείας εγκρίθηκε με το Β.Δ. 19/6/1904, που τροποποιήθηκε με το Β.Δ. 22/4/1909. Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της 28ης Ιουλίου 1924, η εταιρεία μετονομάστηκε σε Ανώνυμο Μεταλλευτική και Βιομηχανική Εταιρεία ''Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ'' (ΦΕΚ παράρτημα υπ' αριθ. 175/16.7.1925). Το 1948, ο Α. Βαλσαμάκης εξαγόρασε τις μετοχές κυριότητας Grοhmann. Στην εταιρεία χορηγήθηκε δάνειο από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) ύψους 33 χιλ. δολ. στις 24/8/1948, με την υπ’ αριθ. 44465/13.7.1948 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμου Δημοκωστούλα, μέσω της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. Σύμφωνα με εκτίμηση της ΕΚΤΕ του έτους 1948, η περιουσία της εταιρείας ανερχόταν σε 480 εκατ. δρχ. (ή 3.185 χρυσές λίρες Αγγλίας). Κατά την 1/1/1957 το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν στις 2.716.716,15 δρχ. κατανεμημένο σε 40.000 μετοχές. Τη μετοχική σύνθεση αποτελούσαν ο Ανδρέας Βαλσαμάκης με 10.095 μετοχές (ποσοστό 25,24%), ο Νικόλαος Βαλσαμάκης με 6.625 μετοχές (ποσοστό 16,56%), ο Ιάσων Αποστολίδης με 7.510 μετοχές (ποσοστό 18,77%), κληρονόμοι Δημ. Λιωνέττη με 6.095 μετοχές (ποσοστό 15,24%), ο Γεώργιος Πιτσώκος με 2.000 μετοχές (ποσοστό 5%), ο Ιωάννης Γεωργαλάς με 2.000 μετοχές (ποσοστό 5%), το Αμαλίειον Ορφανοτροφείο με 1.250 μετοχές (ποσοστό 3,12%) και διάφοροι μικρομέτοχοι με 4.425 μετοχές (ποσοστό 11,07%). Την ίδια περίοδο η διοίκηση της εταιρείας ασκείτο από πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο μέχρι τοv θάνατο του Δημ. Λιωνέττη την 15/4/1957 συγκροτούσαν οι: Ανδρέας Βαλσαμάκης (Πρόεδρος Δ.Σ.), Δημ. Λιωνέττης (Διευθύνων Σύμβουλος), Ιάσων Αποστολίδης (Σύμβουλος), Γεώργιος Πιτσώκος (Σύμβουλος) και Ιωάννης Γεωργαλάς (αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον Λεωνίδα
Τζουγανάτο). Το Ελληνικό Δημόσιο κατέσχε τις μετοχές του Α. Βαλσαμάκη και άλλων μετόχων που θεωρήθηκαν κυριότητας Grohmann. Τον Μάιο 1964, και μετά από έγκριση του ΟΧΟΑ λόγω της κακής πορείας των εργασιών της, η εταιρεία εκμίσθωσε τα ορυχεία της σε τρίτους επί μία πενταετία για τη κάλυψη των γενικών εξόδων λειτουργίας και συντήρησης των γραφείων της. Κατά τη Γενική Συνέλευση του 1966 εμφανίσθηκαν ως μέτοχοι το Ελληνικό Δημόσιο με 23.087 μετοχές και ο Ιάσων Αποστολίδης με 14.100 μετοχές. Με την υπ' αριθ. 276864/25.11.1968 κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών «Περί μεταβιβάσεως εις την ΕΤΒΑ δικαιωμάτων του Δημοσίου επί μετοχικού κεφαλαίου της Ανωνύμου Μεταλλευτικής και Βιομηχανικής Εταιρείας ''Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ''», μεταβιβάστηκαν οι 20.924 μετοχές (ποσοστό 52,31%) κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΦΕΚ τεύχος Β ́ υπ' αριθ. 664/1968). Η μεταβίβαση εγκρίθηκε κατά την υπ' αριθ. 119/11 και 15.9.1969 συνεδρίαση Δ.Σ. της ΕΤΒΑ. Κατά την επαναληπτική Γενική Συνέλευση της 20ής Οκτωβρίου 1978 αποφασίστηκε η διάλυση της εταιρείας, η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση και διορίστηκαν ως εκκαθαριστές οι Ιωάννης Μπαντέκας (Καθηγητής Πολυτεχνείου), Πηνελόπη Τσιούνη (Τμηματάρχης ΕΤΒΑ) και Χαράλαμπος Παπαποστόλου (Τμηματάρχης ΕΤΒΑ). Στην έκθεση της Διεύθυνσης Συμμετοχών της 13ης/8/1992 με
τίτλο «Πορεία αποκρατικοποίησης εταιρειών συμμετοχής ΕΤΒΑ»αναφέρεται πως οι εκκαθαριστές είχαν πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της. Η διάλυσή της καθυστέρησε καθώς δεν εμφανίζονταν οι μέτοχοι που είχαν το 10% επί του συνόλου των μετοχών. Το έτος 2000 με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο 2,1 εκατ. δρχ. και ποσοστό συμμετοχής ΕΤΒΑ 52,31% η εταιρεία βρισκόταν σε εκκαθάριση σύμφωνα με το Ν. 2190/20.

Θέατρο "Σμύρνη"

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1940 - ;

Το θέατρο «Σμύρνη», ιδιοκτησίας των Βασιλείου Αλιφέρη, Στυλιανού Παγώνη και Αναστασίου Αναστασιάδη, βρισκόταν στη Νίκαια, επί της οδού Γεωργίου Κονδύλη. Με βάση τα στοιχεία που παρέχονται από το αρχείο, λειτουργούσε από το 1940.

Κατά την περίοδο 1942-1943, το θέατρο ενοικιάστηκε από τον ηθοποιό και θιασάρχη Ζαχαρία Μέρτικα, ο οποίος πραγματοποίησε σειρά παραστάσεων οπερετών και επιθεωρήσεων.

Στη συνέχεια, οι ιδιοκτήτες του το παραχώρησαν σε άλλους θιάσους, ενώ φαίνεται πως λειτούργησε και ως κινηματογράφος.

[Πηγή: Υλικό του αρχείου].

Θαλάσσιο Δικαστήριο (περιόδου Αγώνα)

  • Νομικό Πρόσωπο

Με τις διακηρύξεις του αποκλεισμού των παραλίων της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Εύβοιας, Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου, της Κρήτης και των λιμένων των Σποράδων από την Προσωρινή Διοίκηση στις 13 Μαρτίου 1822 και των παραλίων της Δυτικής Ελλάδος όσων «ευρίσκονται κατακρατούμενα από τους Οθωμανούς» από τη Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος στις 24 Απριλίου 1822 προβλέφθηκε η άσκηση νηοψίας από «δημόσια» αλλά και «ιδιωτικά» σκάφη εφοδιασμένα με την απαιτούμενη άδεια καταδρομής και ορίστηκε η δήμευση των «ύποπτων» πλοίων, εκείνων δηλαδή που εμπορεύονταν με τους αποκλεισμένους τόπους (δήμευση του φορτίου και του πλοίου).
Την εκδίκαση του σκάφους ή του φορτίου, το οποίο θεωρούσε ο «αποκλειστής» κατά τη νηοψία «ύποπτο», αναλάμβαναν λειοδικεία ή επιτροπές για την κρίση λειών, που λειτούργησαν στα πρώτα χρόνια του αγώνα στα σημαντικότερα λιμάνια όπου συγκροτήθηκαν και εξοπλίστηκαν ναυτικές μοίρες ή δίνονταν έγγραφα καταδρομής. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση του Μεσολογγίου όπου μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας και την κήρυξη του αποκλεισμού της Πάτρας στις 16 Φεβρουαρίου 1823 η εκδίκαση των λειών γινόταν από τριμελή επιτροπή της οποίας τα μέλη είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ανάμεσα στους πιο ειδήμονες. Μέλη επιτροπών - λειοδικείων υπήρξαν οι Γ. Λέλης, Γ. Ψημένος, Ν. Λουριώτης, Π. Παλαμάς, Σπ. Ραζής-Κότζικας, Σπ. Πεταλούδης και Π. Σιδέρης.
Με την ενίσχυση της κυβερνήσεως και την παράλληλη αύξηση του ελέγχου που απέκτησε για τη διεξαγωγή του Αγώνα τα λειοδικεία αυτά καταργήθηκαν για να παραχωρήσουν τη θέση τους στoΘαλάσσιο Δικαστήριο («Πενταμελής Επιτροπή, Τόπον Επέχουσα Θαλασσίου Κριτηρίου») που ιδρύθηκε δια του Διατάγματος 6677/24 Απριλίου 1825
στο Ναύπλιο. Η επιτροπή αυτή επιφορτίσθηκε να εξετάζει «μετ' ακριβείας τα ενταύθα παρά του στόλου διευθυνόμενα εμπορικά πλοία ξένης υπερασπίσεως, ως φέροντα ιδιοκτησίας εχθρικάς, να κάμη την κατά νόμους απόφασιν και να αναφέρη τας αποφάσεις της εις την Διοίκησιν δια του Υπουργείου του Δικαίου». Μέλη της Επιτροπής διορίστηκαν οι: Εμμανουήλ Ξένος, Διονύσιος Ορφανός, Νικόλαος Πρασακάκης, Δημήτριος Μάξιμος και Χαράλαμπος Στεκούλης και γενικός γραμματέας ο Γεώργιος Καλόγνωμος. Μέλη της Επιτροπής υπήρξαν, επίσης, οι Κάρολος Δρακόπουλος, Νικόλαος Γερακάρης, Διονύσιος Ορφανός, Νικόλαος Κρίτζος και Κυριάκος Τασίκας.
Η Αντικυβερνητική Επιτροπή δια του Διατάγματος 96/22 Ιουνίου 1827 προχώρησε στην ανασυγκρότηση της ανωτέρω επιτροπής στην οποία ανατέθηκε «να εξετάζη και κρίνη μετ’ ακριβείας τα συλλαμβανόμενα παρά πολεμικών και καταδρομικών πλοίων και διευθυνόμενα ενταύθα εμπορικά πλοία ξένης υπερασπίσεως ως φέροντα λαθρεμπορίαν του πολέμου ιδιοκτησίας εχθρικάς, να κάμη περί τούτων την κατά νόμους απόφασιν και να διευθύνη τας αποφάσεις της εις την Κυβέρνησιν». Μέλη της Επιτροπής διορίστηκαν οι Σπυρίδων Κυπαρίσσης, Σταμάτιος Μαυρογορδάτος, Εμμανουήλ Μελετόπουλος, Κωνσταντίνος Αξιώτης και Διονύσιος Κώπας και γενικός γραμματέας ο Ν. Φλογαΐτης.
Θαλάσσιο Δικαστήριο συστήθηκε τελικά επί Καποδίστρια δια του κυβερνητικού ψηφίσματος υπ. αριθμ. Κϛ ́/10 Απριλίου 1829 «περί Οργανισμού του Θαλασσίου Δικαστηρίου» με αρμοδιότητα «την κρίσην και την επίλυσην των εκ λειών διαφορών».

Θεατρικός Οργανισμός "Κύτταρο"

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο Θεατρικός Οργανισμός «Κύτταρο» ιδρύθηκε το 1980 από μία ομάδα πνευματικών ανθρώπων, με στόχο «την καλλιτεχνική παιδεία του λαού και την προαγωγή της θεατρικής τέχνης». Πρόεδρός του υπήρξε ο Περικλής Αθανασόπουλος, ενώ μέλη και συνεργάτες του διετέλεσαν, μεταξύ άλλων, ο Μάνος Χαριτάτος, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Παπαγεωργίου, ο Μάριος Πλωρίτης, η Ελένη Βαροπούλου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η Χαρά Λουκάκου, η Σοφία Γεμενάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Δημήτρης Σπάθης, ο Βασίλης Βασιλειάδης και πολλοί ακόμη αξιόλογοι Έλληνες από τους χώρους των γραμμάτων και του θεάτρου.
Στη διάρκεια της λειτουργίας του (1980-1984), το «Κύτταρο» πραγματοποίησε σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων. Αξίζει να σημειωθεί η υπό την αιγίδα του Σωματείου ίδρυση και λειτουργία «Εργαστηρίου Θεατρικών Σπουδών», στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκαν διαλέξεις και σεμινάρια, θεωρητικά και εφαρμοσμένα, από σημαντικούς ιστορικούς και καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου.

[Πηγή: Υλικό του αρχείου.]

Θεολογική Σχολή Χάλκης

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1844 - 1971

Στοὺς ἀνακαινισμένους ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γερμανὸ Δ ΄ χώρους τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἵδρυσε ὁ ἴδιος Πατριάρχης τὴν Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης (1844). Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἀνήκει στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο ἔχει ἴδια γεωγραφικὴ περιοχὴ καὶ κατέχει τὸ πρωτεῖο μεταξὺ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἱδρύθηκε, λοιπόν, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄμεσων ἀναγκῶν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ γενικότερα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἱστορία τῆς Σχολῆς (1844-1971) περιλαμβάνει τέσσερις περιόδους:
Ἀπὸ τὸ 1844 ἕως τὸ 1919, ὅταν ἡ Σχολὴ εἶχε ἑπτὰ τάξεις, τέσσερις γυμνασιακές (λυκειακές) καὶ τρεῖς θεολογικές. Μὲ ὁρισμένες ἐξαιρέσεις εἶχε καὶ ὀκτὼ τάξεις. Μία περίοδος ἀρκετὰ ἐκτενής, ἡ ὁποία καλύπτει περίπου ὀκτὼ δεκαετίες (1844-1919), καὶ μία ἀπὸ τὶς λαμπρότερες ἐποχὲς τῆς ἱστορίας τῆς Σχολῆς ἀπὸ κάθε πλευρά. Αὐτὸ ὀφείλεται ἀρχικὰ στὴν ἰδιαίτερη θέση τὴν ὁποία κατέχει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Σπουδαῖοι Πατριάρχες, ἡ ἱεραρχία τοῦ Θρόνου, ἀλλὰ καὶ σημαίνοντες λαϊκοὶ καὶ πρόκριτοι μεριμνοῦσαν καὶ φρόντιζαν γιὰ τὴν ἀρτιότερη λειτουργία καὶ ἐμφάνιση τῆς Σχολῆς, ὅσο αὐτὸ ἦταν δυνατό: πρόσωπα ἄξια λόγου, μὲ τὸν πρῶτο Σχολάρχη, τὸν Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Κωνσταντῖνο Τυπάλδο (1844-1864), ὁ ὁποῖος διεύθυνε τὴ Σχολή. Οἱ ἄριστοι ἀπόφοιτοι λάμβαναν ὑποτροφίες καὶ συνέχιζαν τὶς σπουδὲς στὴν εἰδικότητά τους στὶς ὀρθόδοξες θεολογικὲς Ἀκαδημίες τῆς Ρωσσίας ἢ καὶ στὰ πανεπιστήμια τῆς δύσης, καὶ στὴ συνέχεια διορίζονταν καθηγητὲς στὴ Σχολή. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι κλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἕδρα ποὺ κατεῖχαν, ἀποτέλεσαν σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἀριστοκρατία τῆς ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου.
Ἀπὸ τὸ 1919 ἕως τὸ 1923, ὅταν ἡ Σχολή, ἀφοῦ καταργήθηκε τὸ γυμνασιακὸ (λυκειακό) τμῆμα, λειτούργησε ὡς ἀκαδημία πέντε τάξεων.
Ἀπὸ τὸ 1923 ἕως τὸ 1951, ὅταν ἐπανῆλθε ἡ παλιὰ ἑπτατάξια μορφὴ τῆς Σχολῆς. Ἦταν περίοδος ἀναπροσαρμογῆς στὴν νεοϊδρυθεῖσα Τουρκικὴ Δημοκρατία καὶ προσπάθεια ἐπιβίωσης τῆς Σχολῆς.
Ἀπὸ τὸ 1951 ἕως τὸ 1971, ἡ Σχολὴ εἶχε πάλι ἑπτὰ τάξεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ τρεῖς ἦταν γυμνασιακές (λυκειακές) καὶ οἱ τέσσερις θεολογικές. Προστέθηκε, δηλαδή, ἕνα ἔτος στὸ θεολογικὸ τῆς τμῆμα. Εἶναι περίοδος, ἡ ὁποία καλύπτεται ἀπὸ τὴν πατριαρχεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα (1948-1972), ὁ ὁποῖος ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὅλη λειτουργία τῆς Σχολῆς. Ἀποτελεῖ μία περίοδο ἀκμῆς. Ὅσα ἀναφέρθηκαν γιὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες ἰσχύουν σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ γιὰ αὐτὰ τὰ χρόνια.
Δυστυχῶς, τὸ 1971, στὰ χρόνια τοῦ ἴδιου Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, μὲ ἀπόφαση τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ἔκλεισε τὶς πόρτες τοῦ τὸ θεολογικὸ τμῆμα τῆς Σχολῆς. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀρχίζει μία ἄλλη περίοδος, ἄγνωστης, μέχρι στιγμῆς, διάρκειας.
Πηγή: Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, http://theologicalschoolhalki.com/sxoli/ [τελευταία επίσκεψη: 9/6/2020].

Ι΄ Ανωτέρα Εκπαιδευτική Περιφέρεια, Επιθεώρηση Παιδείας Κρήτης

  • Νομικό Πρόσωπο

Σύμφωνα με την οργάνωση της Γενικής Εκπαιδεύσεως, όπως αυτή ορίζεται με το ΝΔ 651/1970, η χώρα διαιρείται σε δέκα ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες (άρθρο 5), η γεωγραφική έκταση των οποίων ρυθμίζεται με Βασιλικό Διάταγμα. Προϊστάμενος κάθε ανώτερης περιφέρειας είναι εκπαιδευτικός σύμβουλος (κατηγορία ειδικών θέσεων) ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο επόπτη της Εκπαιδεύσεως και επιτελεί έργο ανώτατης επιστημονικής και παιδαγωγικής καθοδήγησης, εποπτείας και διοίκησης επί των σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως, του εκπαιδευτικού και εποπτικού προσωπικού της περιφερείας του.

Σε κάθε ανώτερη εκπαιδευτική περιφέρεια ανήκουν μία ή περισσότερες Γενικές Επιθεωρήσεις Μέσης Εκπαιδεύσεως, με προϊσταμένους γενικούς επιθεωρητές, οι οποίοι έχουν την εποπτεία των σχολείων ενός ή περισσοτέρων νομών. Το διάταγμα του 1970, ωστόσο, ορίζει ότι σε κάθε ανώτερη εκπαιδευτική περιφέρεια αντιστοιχεί μία Γενική Επιθεώρηση (άρθρο 7) και μία θέση γενικού επιθεωρητή ΜΕ με βαθμό 1ο (άρθρο 18, § 1). Συνιστώνται, επίσης, επτά θέσεις αναπληρωτών γενικών επιθεωρητών ΜΕ, οι οποίοι κατανέμονται στις ανώτερες περιφέρειες με απόφαση του υπουργού. Οι γενικοί επιθεωρητές και οι αναπληρωτές γενικοί επιθεωρητές διατελούν υπό την υπηρεσιακή δικαιοδοσία των εκπαιδευτικών συμβούλων (εποπτών).

Μικρότερη εκπαιδευτική περιφέρεια αποτελεί ο Νομός (διοικητική περιφέρεια), με έδρα την πρωτεύουσά του, αν και εξαιρούνται οι Νομοί Αττικής, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι διαιρούνται σε πέντε, δύο και τρείς εκπαιδευτικές περιφέρειες αντιστοίχως. Το σύνολο των διοικητικών εκπαιδευτικών περιφερειών, βάσει της κατά Νομούς διοικητικής διαίρεσης της χώρας, ορίζεται σε 61 (άρθρο 17, § 1). Η έκταση των διοικητικών εκπαιδευτικών περιφερειών, καθώς και η υπαγωγή τους στις Γενικές Επιθεωρήσεις των ανωτέρων εκπαιδευτικών περιφερειών καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις. Προϊστάμενοι των διοικητικών (νομαρχιακών) περιφερειών είναι διοικητικοί επιθεωρητές, οι οποίοι ασκούν διοίκηση, επιθεώρηση, καθοδήγηση, εποπτεία και έλεγχο επί των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων της περιφερείας τους, καθώς και επί του προσωπικού αυτών.

Στο εποπτικό προσωπικό της Μέσης Εκπαιδεύσεως ανήκουν και επιθεωρητές ειδικοτήτων, οι θέσεις των οποίων κατανέμονται στις ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες με υπουργικές αποφάσεις. Οι επιθεωρητές ειδικοτήτων διατελούν υπό την άμεση διοικητική εξάρτηση των γενικών επιθεωρητών, επιθεωρούν, καθοδηγούν, ελέγχουν τους εκπαιδευτικούς της ειδικότητάς τους και συντάσσουν εκθέσεις υπηρεσιακής επιδόσεως για τους διευθυντές και εκπαιδευτικούς των σχολείων.

Αρμοδιότητες πειθαρχικές, κρίσεως επί προαγωγών του εκπαιδευτικού προσωπικού και γνωμοδοτικές επί θεμάτων δημόσιας και ιδιωτικής Εκπαιδεύσεως αναθέτει το ΒΔ 651/1970 (άρθρο 53) στα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια: Νομαρχιακόν Υπηρεσιακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΝΥΣΜΕ) και Ανώτερον Περιφερειακόν Συμβούλιον Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΑΠΥΣΜΕ). Το πρώτο λειτουργεί σε επίπεδο νομαρχιακής και το δεύτερο σε επίπεδο ανώτερης εκπαιδευτικής περιφέρειας. Με την συγκρότηση και λειτουργία του ΝΥΣΜΕ το (προϋπάρχον) ΠΥΣΜΕ καταργείται.

Ι΄(10ο) Γυμνάσιο Αθηνών

  • Νομικό Πρόσωπο

Το 10ο Γυμνάσιο Αθηνών ιδρύεται σύμφωνα με Βασιλικό Διάταγμα στις 8 Αυγούστου 1917 «Περί ιδρύσεως σχολείων της μέσης εκπαιδεύσεως κτλ» (ΦΕΚ 164 / 11-8-1917, τ. Α΄) και μετονομάζεται σε 7ο Γυμνάσιο με το Βασιλικό Διάταγμα στις 14 Ιουνίου 1918 «Περί μετονομασίας ελληνικών σχολείων αρρένων και ιδρύσεως ελληνικών σχολείων θηλέων κλπ.» (ΦΕΚ 136 / 19-6-1918, τ. Α΄)

Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών

  • Νομικό Πρόσωπο

Η Ιατροδικαστική είναι κλάδος της Ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την εφαρμογή ειδικών ιατρικών γνώσεων για τις ανάγκες του Νόμου και της Δικαιοσύνης, προς διαφώτιση του Δικαστή. Στοχεύει στην ανεύρεση του δικαίου μέσω της διάγνωσης και πρόγνωσης διαφόρων καταστάσεων, οι οποίες εν συνεχεία κατατίθενται στη λειτουργία της Θέμιδος. Ο ιατροδικαστής είναι γιατρός που ορίζεται από την πολιτεία, για να βοηθήσει την Δικαιοσύνη σε ζητήματα της ειδικότητάς του [εξακρίβωση των αιτιών θανάτου, χαρακτηρισμό τραυμάτων κλπ.]. Η Ιατροδικαστική φωτίζει τις Δικαστικές Αρχές με επιστημονικές προτάσεις που αποβλέπουν στη διαλεύκανση πράξεων που αφορούν στο αστικό ή ποινικό δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο η Ιατροδικαστική καθίσταται η «επιστήμη της εφαρμογής των ιατρικών αρχών εις την δικαστικήν υπηρεσίαν».

Εκπαίδευση – Ιατρικές σχολές – Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας
Η έδρα της «Δικαστικής Ιατρικής» (όπως αρχικά ονομαζόταν) ήταν από τις πρώτες που ιδρύθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Όθωνα. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα καθιερώνεται η έδρα της ιατροδικαστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία παραμένει και η μοναδική μέχρι το 1942 οπότε ιδρύεται η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σχετικά με την εκπαίδευση στην ιατροδικαστική επιστήμη σε αρκετές χώρες μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα μαθήματα ιατροδικαστικής σε προπτυχιακό επίπεδο διδάσκονται σε όλες τις ιατρικές σχολές και η ιατροδικαστική είναι αναγνωρισμένη ειδικότητα. Σε όλες στις Ιατρικές Σχολές της χώρας μας λειτουργούν Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας και όλοι οι φοιτητές διδάσκονται υποχρεωτικά μαθήματα Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας και σε κάποιες απ’ αυτές διδάσκονται και επιλεγόμενα μαθήματα Ιατρικής Δεοντολογίας & Ηθικής και Ιατρικής Ευθύνης Επίσης μάθημα Ιατροδικαστικής διδάσκεται στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας ως υποχρεωτικό μάθημα. Η Ιατροδικαστική είναι μια κύρια ιατρική ειδικότητα στην Ελλάδα από το 1957 και ασχολείται με την εφαρμογή των ειδικών ιατρικών αλλά και άλλων συναφών επιστημονικών γνώσεων και εμπειριών στην υποβοήθηση του έργου της Δικαιοσύνης. Οι Ιατροδικαστικές επιστήμες είναι η Θανατολογία, η Δικαστική Παθολογική Ανατομική, η Δικαστική Τραυματολογία, η Δικαστική Ψυχιατρική, η Δικαστική Τοξικολογία, η Εργαστηριακή Ιατροδικαστική (Βιολογία, Οδοντιατρική, Ανθρωπολογία, Εγκληματολογία) και η Ιατρική Δεοντολογία.

Σήμερα, η Ιατροδικαστική ασκείται από τα Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των ΑΕΙ (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Αλεξανδρούπολη) και από τις Ιατροδικαστικές υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Ηράκλειο, Κομοτηνή, Σύρος, Κέρκυρα, Ρόδος, Κοζάνη, Ναύπλιο και Λαμία). Το Εργαστήριο Ιατροδικαστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης και το Εργαστήριο Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων είναι ενταγμένα και στα αντίστοιχα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία. Τα Πανεπιστημιακά Εργαστήρια, αποκλειστικά, είναι επιφορτισμένα και για την εκπαίδευση των νέων γιατρών για την χορήγηση τίτλου ειδικότητας στην Ιατροδικαστική.s.75 Στην Ελλάδα λειτουργούν 13 ιατροδικαστικές υπηρεσίες στις έδρες των εφετείων της χώρας υπό το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Σημαντική εξέλιξη για τα Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των ΑΕΙ υπήρξε με την τελευταία νομοθετική ρύθμιση του 2009, με την οποία ορίζεται ισότιμη συναρμοδιότητα των Εργαστηρίων και των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Σήμερα, η επιστήμη αυτή έχει εξελιχθεί σημαντικά. Η δίωξη του εγκλήματος έχει συντελέσει τεράστια πρόοδο και η απονομή της Δικαιοσύνης γίνεται καλύτερα. Δεν υπάρχουν ακόμα οργανωμένα μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης στην Ιατροδικαστική στις Ιατρικές Σχολές των ΑΕΙ της χώρας, αλλά αρκετοί ιατροί και νομικοί έχουν εκπονήσει και εκπονούν διδακτορικές διατριβές με θέματα σχετικά με την Ιατροδικαστική, την Τοξικολογία, την Ιατρική Δεοντολογία και την Ιατρική Ευθύνη.

Αρχές διαβιβάζουσες την εντολή στον πραγματογνώμονα για ιατροδικαστική πράξη
Σύμφωνα με το άρθρο 19 της Ποινικής Δικονομίας, το Δικαστήριο καθώς και κάθε υπάλληλος επί της ανάκρισης είχε το δικαίωμα να διορίζει πραγματογνώμονες, καθώς για ορισμένες δικαστικές υποθέσεις δεν υπήρχαν τέτοιοι διορισμένοι. Στα άρθρα 17 και 18 της Ποινικής Δικονομίας ορίζονταν λεπτομερέστερα οι δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να διενεργούν ανακρίσεις και να καλούν και ιατρούς στις περιπτώσεις, στις οποίες κρινόταν αναγκαία η κοινή γνώμη:

Άρθρ. 17. Υπό τη διεύθυνσιν και κατά παραγγελίαν του εισαγγελέως γίνεται η προανάκρισις – 1. υπό του ανακριτού, – 2. υπό των ειρηνοδίκων, – 3. υπό του δημάρχου, δημαρχικού παρέδρου ή αστυνόμου, – 4. υπό των αξιωματικών της χωροφυλακής, και όπου δεν ευρίσκονται αξιωματικοί, παρά των εκεί διοικούντων υπαξιωματικών.

Άρθρ. 18. Ο έπαρχος και ο νομάρχης έχουν οσαύτως το δικαίωμα της βεβαιώσεως των γενομένων αξιόποινων πράξεων. – Έχουν επομένως ως προς τούτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επί της ανακρίσεως υπαλλήλων κατά τα άρθρα 153, 157 και 159.

Η αστυνομία φέρει ευθύνη και υποχρεώσεις κατά την άσκηση των προανακριτικών καθηκόντων. Η έκβαση μίας υπόθεσης εξαρτάται τις περισσότερες φορές από τους αρχικούς χειρισμούς, στους οποίους προβαίνουν τα αστυνομικά όργανα.63 Η δικαστική αστυνομία ήταν «ο πρόσκοπος, ο οποίος δίνει το σύνθημα στην δικαστική αρχή όπως επιληφθεί για την δίωξη του ενόχου». Η ενέργεια αυτή είναι τελείως προεισαγωγική και η πράξη τελευτά στον αρμόδιο δικαστή ή το δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπόθεσης.70,78,82

Πραγματογνώμονες – Τεχνικοί σύμβουλοι
Η ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι δυνατόν να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 183, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης κάποιου από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την ακριβή διάγνωση και κρίση ορισμένου γεγονότος. Οι πραγματογνωμοσύνες μπορεί να αφορούν ζώντα άτομα, πτωματικό υλικό ή πειστήρια διαφορετικής φύσεως. Στις συχνότερες αιτίες διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ανήκουν:

  • Η διενέργεια νεκροψίας και νεκροτομής με τις σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της αιτίας, του μηχανισμού και του τρόπου θανάτου.
  • Η εξέταση οστικών ή ιστικών υπολειμμάτων.
  • Η εκτίμηση των σωματικών βλαβών σχετικά με το χρόνο πρόκλησης, το μηχανισμό δημιουργίας, τη διάρκεια νοσηλείας, το χρόνο αποκατάστασης και τη βαρύτητα της βλάβης.
  • Τα αδικήματα του γενετησίου.
  • Η εξέταση διαφόρων πειστηρίων. [60]s.32

Εκτέλεση της ιατροδικαστικής γνωμοδότησης
Σε κάθε περίπτωση που ο ιατρός λάμβανε έγγραφη παραγγελία από τις ανακριτικές αρχές [εισαγγελέα, ανακριτή, ειρηνοδίκη, χωροφυλακή ή απόφαση δικαστηρίου], όφειλε να προβεί στην εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης κατά τους διάφορους αναγραφόμενους κανόνες. Πολλές και ποικίλες είναι οι περιστάσεις, στις οποίες οι ιατροί καλούνται να γνωμοδοτήσουν σε πολιτικές δίκες, κυρίως σε περιπτώσεις τραυματισμών σε ατυχήματα, όπου εξετάζουν τη σοβαρότητα του τραυματισμού και τον βαθμό ανικανότητας προς εργασία. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η ιατρική γνώμη σε περίπτωση θέσεως ατόμου υπό δικαστική συμπαράσταση. Ο δικαστής χρειάζεται αποδείξεις για να εκτιμήσει τα γεγονότα. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με τις απλές καταθέσεις των μαρτύρων, καθίσταται λοιπόν αναγκαία η σύμπραξη ανθρώπων, οι οποίοι κατέχουν ιδιαίτερες γνώσεις, εμπειρίες, τέχνη ή επιστήμη. Ο δικαστής ανάλογα με το θέμα που αντιμετωπίζει ορίζει τον κατάλληλο πραγματογνώμονα.86,87,88 Ο ιατρός λάμβανε εντολή με δικαστική απόφαση για τη σύνταξη πραγματογνωμοσύνης. Η απόφαση όριζε τα ζητήματα προς επίλυση. Η παραγγελία για τη σύνταξη ιατροδικαστικής πράξης λαμβανόταν είτε συνεπεία αίτησης των ενδιαφερομένων, είτε συνεπεία προδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου, διά της οποίας κρινόταν αναγκαία η ιατρική γνώμη προ της έκδοσης της οριστικής απόφασης Έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 102 της Ποινικής Δικονομίας να καταθέσει τη γνώμη του επί όλων των προβαλλόμενων ζητημάτων και μερικές φορές, αν το θεωρούσε αναγκαίο, και επί πρόσθετων ζητημάτων που δεν αναφέρονταν στην εντολή, ήταν όμως στενά συνδεδεμένα με την υπόθεση.

Όταν ο ιατρός εκτελούσε την εντολή που του ανατίθετο και μελετούσε την κρινόμενη υπόθεση, όφειλε να συντάξει την ιατροδικαστική έκθεση. Η ιατροδικαστική έκθεση παραδίδεται από τον ιατρό στον ανακριτικό υπάλληλο που του έδωσε την εντολή και την υπογράφουν ο ιατρός, ο ανακριτικός υπάλληλος, ο γραμματέας του δικαστηρίου και δύο μάρτυρες, σύμφωνα με το άρθρο 109 της Ποινικής Δικονομίας. Αν περισσότεροι ιατροί εκτέλεσαν την ιατρογνωμοσύνη, τότε η παράδοση της έκθεσης ανατίθεται στον έναν από αυτούς, ο οποίος και μνημονεύεται στην έκθεση. Σε περίπτωση διαφωνίας, αυτός που διαφωνεί συντάσσει δική του έκθεση ή σημειώνεται η διαφωνία του κάτω από την έκθεση. Όταν οι ιατροί είναι δύο, οπότε δεν υπάρχει πλειοψηφία, τότε διορίζεται και τρίτος ως επικριτής, κατά το άρθρο 107 της Ποινικής Δικονομίας. Οι διαδικασίες που όφειλαν να ακολουθήσουν οι ιατροί κατά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης συνοψίζονται ως εξής: α) μετά την ορκωμοσία τους και στις περιπτώσεις που η πραγματογνωμοσύνη λάμβανε χώρα στο δικαστήριο, οι ιατροί – πραγματογνώμονες ενημερώνονταν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου για τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, τις παρατηρήσεις των δικηγόρων των διαδίκων και λάμβαναν όσες πληροφορίες κρίνονταν αναγκαίες. Εν συνεχεία αποχωρούσαν σε ιδιαίτερο χώρο, όπου εξέταζαν τα δεδομένα ή και τον παθόντα, συσκέπτονταν και συνέτασσαν τη γνωμοδότηση, την οποία κατέθετε ο πρεσβύτερος των πραγματογνωμόνων, β) όταν η πραγματογνωμοσύνη διενεργούνταν εκτός δικαστηρίου, οι πραγματογνώμονες ορκίζονταν ενώπιον αυτού και μετά από την αυτοψία, η οποία λάμβανε χώρα σε ορισμένο τόπο και χρόνο, συνέτασσαν την ιατροδικαστική έκθεση, γ) οι πραγματογνώμονες συνέτασσαν εγγράφως τη γνωμοδότηση και την υπέγραφαν από κοινού. Μόνον επί διαφωνίας καταχωριζόταν η γνώμη που υποστήριζε ο καθένα χωριστά.

Σύνταξη ιατροδικαστικών εκθέσεων
Κάθε ιατροδικαστική έκθεση συνίστατο τουλάχιστον από τρία μέρη, το προοίμιο, την περιγραφή και το συμπέρασμα.
Κάποιες φορές, πέραν των τριών παραπάνω περιλάμβανε το αναμνηστικό και τη συζήτηση.
1) Προοίμιο: το προοίμιο περιλάμβανε α) το όνομα, το επώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία του πραγματογνώμονα, β) την αρχή, τον βαθμό και τα στοιχεία του υπαλλήλου που έδωσε την εντολή, γ) την ημερομηνία της εντολής, δ) την ημερομηνία και την ώρα της εκτέλεσης της ιατροδικαστικής πράξης και τον τόπο, στον οποίο αυτή διενεργήθηκε και ε) τη φύση του αδικήματος και των ιατροδικαστικών πράξεων, ήτοι νεκροψία, εξέταση κηλίδων κτλ.
Στο προοίμιο της έκθεσης αναφέρονταν τα της ορκωμοσίας του ιατροδικαστή, καθώς και τα ονόματα των παριστάμενων υπαλλήλων της δικαστικής αρχής ή άλλης αρχής, των ενδιαφερόμενων κτλ.
2) Περιγραφή: στην περιγραφή αναφέρονταν τα γεγονότα που παρατηρήθηκαν. Η περιγραφή έπρεπε να είναι πλήρης και περιληπτική. Ειδικότερα, ο ιατρός έπρεπε να επιμείνει με λεπτομερέστερες πληροφορίες μόνο στα γεγονότα, στα οποία επρόκειτο να στηριχθεί το συμπέρασμα. Τα γεγονότα έπρεπε να περιγράφονται με σαφήνεια, ώστε να είναι δυνατή η μετέπειτα συζήτηση. Σχετικά με την εξέταση κηλίδων, τις χημικές / ιστολογικές αναλύσεις ή άλλες ειδικές εξετάσεις, στην περιγραφή έπρεπε να αναφέρεται και η τεχνική μέθοδος που χρησιμοποίησε ο ιατροδικαστής.
3) Αναμνηστικό: σε μερικές περιπτώσεις ήταν απαραίτητο πριν την περιγραφή παρατηρήσεων να εκτίθενται γεγονότα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από ιατρική άποψη, π.χ. αν επρόκειτο για τραύμα, σημειωνόταν η ομολογία του δράστη ή άλλων προσώπων ως προς την πρόκληση του τραύματος, τη φύση του όπλου, τα συμπτώματα από την κάκωση κτλ. ή αν επρόκειτο για βιασμό σημειωνόταν η κατάθεση της παθούσης για τον χρόνο της πράξης, τις συνέπειες που είχε ως επακόλουθα κτλ. Η αφήγηση του αναμνηστικού έπρεπε να είναι μετρημένη και να αναφέρεται μόνο σε γεγονότα σχετικά με το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης και χρήσιμα για την ανεύρεση της αλήθειας επί της εξεταζόμενης υπόθεσης.
4) Συζήτηση: κάθε φορά που τα συμπεράσματα δεν προέκυπταν με σαφήνεια από την απλή περιγραφή των γεγονότων ήταν ανάγκη να γίνεται η συζήτηση, στην οποία καταδεικνυόταν η σημασία των κυριότερων και ουσιωδών παρατηρήσεων και των περιστάσεων του αναμνηστικού, όπου εξηγούνταν η αξία και η σημασία τους.
5) Συμπέρασμα: τα συμπεράσματα ήταν αυτά που πολλές φορές απαιτούσαν [και απαιτούν] τον περισσότερο χρόνο και τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο ιατρός οφείλει να σταθμίσει με μεγάλη προσοχή τις εκφράσεις του και να συνάγει ασφαλή συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις του, διαφορετικά θα βρεθεί όχι μπροστά σε ιατρικό πρόβλημα αλλά σε άλυτο γρίφο. Πρέπει προπάντων να αποφεύγει τις αοριστίες και τις διφορούμενες εκφράσεις. Αν υπάρχει ζήτημα με αδυναμία αποσαφήνισης, τότε οφείλει να το επισημαίνει. Τα συμπεράσματα καταγράφονται κυρίως για τους δικαστές και τους ενόρκους, επομένως δεν πρέπει να περιέχουν επιστημονικούς όρους που δεν είναι κατανοητοί από όσους δεν έχουν ιατρικές γνώσεις. Αν ένας ιατρικός όρος είναι αναπόφευκτος, ο ιατρός πρέπει να τον εξηγήσει με παραπομπή ή σε παρένθεση. Ο Ιατροδικαστής πρέπει να περιορίζεται στα ερωτήματα που τέθηκαν κατά την εντολή που έλαβε και η εκτίμησή του πρέπει να είναι συγκεκριμένη και απόλυτη, δίχως εικασίες.

Ο Α. Γεωργαντάς αναφέρει, ότι για τη σύνταξη της ιατροδικαστικής έκθεσης υπάρχουν τύποι, τους οποίους ο ιατρός οφείλει απαρέγκλιτα να ακολουθήσει, ώστε η έκθεσή του να μη χάσει την πραγματική της αξία και συνεπεία τούτου να ληφθεί υπόψιν του δικαστηρίου μόνον ως εξώδικη μαρτυρία. Η σύνταξη της ιατροδικαστικής έκθεσης όπως προτείνεται από τον Α. Γεωργαντά είναι σύμφωνη με τα προηγούμενα και περιλαμβάνει τα εξής: α) πρώτα αναφέρεται στην έκθεση ο αριθμός, η ημερομηνία της εντολής και η αρχή που την εξέδωσε και εν συνεχεία το «περί ομώσεως του νενομισμένου όρκου», β) αναγράφονται τα ζητήματα προς λύση για τα οποία εδόθη η εντολή, γ) σημειώνεται, ότι βεβαιώθηκε η ταυτότητα του υπό εξέταση ατόμου, καθώς και ο τόπος όπου διενεργήθηκε η πραγματογνωμοσύνη, δ) εκτίθεται περιληπτικά και συνοπτικά το αναμνηστικό της υπόθεσης κατά την αφήγηση του και σαφήνεια, σε γλώσσα κατανοητή και από μη ιατρούς, όλες οι λεπτομέρειες και τα δεδομένα που είναι χρήσιμα για τη επίλυση του ζητήματος, στ) εκτίθενται συνοπτικά και με σαφήνεια η κρίση και εκτίμηση των δεδομένων στοιχείων, καθώς και τα συμπεράσματα που προκύπτουν και ζ) σύμφωνα με όλα τα προαναφερόμενα εκτίθεται η λύση των ζητημάτων. 3 Όταν επρόκειτο για την εξέταση πτώματος, μετά τη βεβαίωση της ταυτότητας ο ιατρός όφειλε να τηρεί κατά γράμμα το πνεύμα της εντολής που έχει λάβει. Εξέταζε λοιπόν με μεγάλη λεπτομέρεια την εξωτερική κατάσταση του πτώματος για κακώσεις ή άλλα ιδιαίτερα σημεία, αν επρόκειτο για απλή αυτοψία. Αν επρόκειτο για νεκροτομή, ο ιατρός έπρεπε να λαμβάνει ειδική εντολή, καθώς δεν δικαιούταν αυτεπάγγελτα να προβαίνει σε αυτήν, διότι ο νόμος το απαγόρευε [Β. Διάταγμα της 28ης Μαρτίου 1838, το οποίο όριζε τα «Περί κατασκευής των νεκροταφείων εν γένει, των τάφων και της ταφής νεκρών» και Β. Διάταγμα της 13ης Μαΐου 1835, το οποίο όριζε τα «Περί των νεκροσκόπων και των καθηκόντων αυτών, προς αποφυγήν των απερίσκεπτων ενταφιασμών των νεκροφανών»]. Εάν λόγω της φύσεως της υπόθεσης προκύψουν απορίες κατά τη διεξαγωγή της ανάκρισης, τότε η ανακριτική αρχή υποβάλλει στο Ιατροσυνέδριο (άρθρ. 4 εδάφιο Β΄, του από 13 Μαΐου 1834 Β. Διατάγματος, «Περί συστάσεως Ιατροσυνεδρίου») τις ιατροδικαστικές εκθέσεις, καθώς και κάθε σχετικό με τη δικογραφία, εκτίθενται λεπτομερώς τα αίτια που προκάλεσαν τους ενδοιασμούς και ζητείται η ανώτατη γνωμοδότηση.

  1. Ο ιατροδικαστής εκτιμούσε κάθε περίπτωση και έδινε απαντήσεις επί όλων των ερωτημάτων. Εξέταζε τα τραύματα ή τα πτώματα. Κατά την εξέταση των τραυμάτων έπρεπε να σχηματίσει σαφή ιδέα ως προς τη θέση του θύματος και του αυτουργού και να κρίνει κάτω από ποιες περιστάσεις τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Επιπλέον, εξέταζε και έκανε πρόγνωση ή αναφορά ως προς την ίαση των τραυμάτων, τον απαιτούμενο χρόνο θεραπείας τους, την πιθανή πρόκληση παραμόρφωσης λόγω των τραυμάτων και την προκληθείσα ανικανότητα του παθόντος. Τα παραπάνω είχαν ιδιαίτερη σημασία για την επιμέτρηση της ποινής του αυτουργού. Η ιατροδικαστική εξέταση σε περίπτωση θανάτου περιλάμβανε την αυτοψία του πτώματος και του τόπου τέλεσης του εγκλήματος. Ακολουθούσε νεκροτομή και οι απαραίτητες βιοχημικές αναλύσεις. Ο ιατροδικαστής όφειλε να διευκρινίσει εάν τα φαινομενικά αίτια θανάτου, π.χ. τραύματα, θλάσεις, αποτυπώματα στον λαιμό, Στην Ελλάδα η άσκηση της ιατροδικαστικής γίνεται επίσημα αμέσως μετά τη δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Η Ποινική Δικονομία και η νομική πρακτική προβλέπουν από την αρχή ειδικές διατάξεις για την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη. Το ελληνικό δικονομικό δίκαιο ακολούθησε το δίκαιο που αναπτύχθηκε στον ηπειρώτικο χώρο. Το δίκαιο αυτό ήταν κύριο προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης η οποία επέβαλε την νέα ρύθμιση των πραγμάτων με νέους γραπτούς κανόνες του δικαίου που επικράτησε να ονομάζονται Ναπολεόντειοι Κώδικες. Η επανάσταση στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου απέβλεπε στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών που ήταν έρμαιοι τότε στις αυθαιρεσίες των δικαστικών και κρατικών οργάνων. Μπορεί άνετα να θεωρηθεί ότι στο χώρο της Ποινικής Δικονομίας συντελέσθηκε αληθινή επανάσταση της οποίας το ιδεολογικό υπόβαθρο υπήρξαν οι μεγαλόπνοες ιδέες και μακροχρόνιες των διαφωτιστών. Στις αρχές του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού αυτού συστήματος στηρίχθηκε ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της νομοθετικής ρύθμισης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους που έγινε το 1834 δια χειρός του «Ιουστινιανού της νεώτερης Ελλάδος» Γεωργίου Λουδοβίκου φον Μάουερ μέλους της τότε τριμελούς Αντιβασιλείας. Της ίδια αντίληψης και σχεδιασμού υπήρξε και η ρύθμιση της Κρητικής Πολιτείας η πολιτείας η οποία με την υπ’αριθμ.120/9.10.1880 εγκύκλιο του Γενικού Διοικητή Κρήτης Ι. Φωτιάδη διαλάμβανε στο άρθρο 12 του περί επαρχιακών γιατρών κανονισμού: «Ο επαρχιακός γιατρός συντάσσει επίσης τας ιατροδικαστικάς εκθέσεις των εντός της περιφερείας του συμβαινόντων τραυματισμών ή φόνων»

Οι Ιατροδικαστικοί φορείς (Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των ΑΕΙ και Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνη) επιλαμβάνονται μετά από παραγγελία των προανακριτικών αρχών των κάτωθι περιστατικών πάσης φύσεως: (α) βίαιων θανάτων εκ προθέσεως ή αμελείας, τροχαίων ή εργατικών ατυχημάτων, ατυχημάτων στο οικιακό περιβάλλον, σε χώρους φαρμακείων, φαρμακευτικών δηλητηριάσεων ή αυτοκτονιών, (β) αιφνίδιων θανάτων, (γ) θανάτων σε καταστήματα κράτησης – κρατητήρια, οίκους ευγηρίας, ειδικά νοσηλευτικά ιδρύματα κλπ, (δ) τραυματισμών και ποικίλων περιστατικών ποινικού ενδιαφέροντος, (ε) ατυχημάτων σχετιζομένων με τη γενετή-σια λειτουργία, (στ) ατυχημάτων σχετιζομένων με παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Η Ιατροδικαστική ασχολείται και με τα θέματα Ιατρικής Ευθύνης και Δεοντολογίας, όπως τις νομικές αρχές που διέπουν την άσκηση της Ιατρικής, τις ηθικές αρχές που διέπουν την άσκηση της ιατρικής, τις σχέσεις του γιατρού προς τα «έξω» και τις σχέσεις του γιατρού με τους συναδέλφους του. Είναι ο μοναδικός κλάδος της Ιατρικής που υπηρετεί ταυτοχρόνως τη Δικαιοσύνη, τις Διωκτικές Αρχές, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τα συμφέροντα του πολίτη ή της οικογένειάς του, το δημόσιο συμφέρον και την επιστήμη.

Νομοθεσία που διέπει την Ιατροδικαστική Επιστήμη: Ξεκινώντας από το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα «Περί νεκροσκοπίας» που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 11 Ιου-νίου 1835, και αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια για την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού νομικού πλαισίου σε ότι έχει σχέση με αυτό που καλείται Ιατροδικαστική και συνεχίζοντας χρονολογικά αναφέρονται παρακάτω όλοι οι Νόμοι, τα Διατάγματα, Γνωμοδοτήσεις και οι Υπουργικές Αποφάσεις μέχρι σήμερα.

Αναλυτικά οι νόμοι βρίσκονται στο Παράρτημα Ι και τα άρθρα του Ποινικού Κώδικά, του Κώδικα Ποινικής Διs.24

Βασιλικό Διάταγμα της 27 Δεκεμβρίου 1956 /12 Ιανουαρίου 1957.
Περί προσθήκης της ιατροδικαστικής στας ιατρ. Ειδικότητας. S 26

Νόμος ΓΧΙΠ΄ (3680) της 19/31 Μαρτίου 1910.
Περί ιατροδικαστικής υπηρεσίας παρά την εισαγγελία των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών.

Βασιλικό Διάταγμα της 8/17 Μαΐου 1910.
Περί του τρόπου της εκτέλεσης της υπηρεσίας των παρά τη εισαγγελία των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών ιατροδικαστών. Εκδίδεται κατά το άρθρο 11 ν. ΓΧΙΠ΄/1910.

Βασιλικό Διάταγμα της 31 Οκτ./14 Νοεμ. 1913.
Περί τροποποιήσεως εν μέρει του από 8 Μαΐου 1910 εκτελεστικού Β. Δ/τος του ν. ΓΧΠ΄ Περί ιατροδικαστικής υπηρεσίας παρά την εισαγγελία των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών.

Διάταγμα υπ΄αριθμ. 14/8/29-9-1924 άρθρο 25.
Ληξιαρχικές πράξεις, Θάνατος, Ιατρική πιστοποίηση.

Νομοθετικό Διάταγμα υπ΄αριθμ. 528 της 25 Σεπτ./1 Οκτ. 1941.
Περί προσθήκης μιας θέσεως Ιατροδικαστού παρά την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς.

Νομοθετικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 1526 της 3/22 Ιουλίου 1942.
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρου 10 από 30 Μαρτίου 1937 Δ/τος «περί των επανακτέων οικονομιών εν ταις Υπηρεσίαις αρμοδιότητος Υπουργείου Δικαιοσύνης».

Νομοθετικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 1650 της 30 Ιουλίου/19 Αυγούστου 1942.
Περί κανονισμού ιατροδικαστικής αμοιβής.

Νόμος υπ’ αριθμ. 360 της 17/23 Ιουλίου 1943.
Περί του χρόνου υπηρεσίας των απολυθέντων της υπηρεσίας Ιατροδικαστών. 25
της Ιατροδικαστικής υπηρεσίας κλπ. ως ούτος συνεπληρώθη δια μεταγενέστερων νόμων διαβαθμίσεως των ιατροδικαστών».

Νόμος υπ’ αριθμ. 963 της 1/26 Νοεμβρίου 1943.
Περί συμπληρώσεως του Νόμου 705 της 7/9 Οκτωβρίου 1943 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου ΓΧΠ΄ περί της ιατροδικαστικής υπηρεσίας κλπ.».

Νόμος υπ’ αριθμ. 1117 της 10/23 Ιανουαρίου 1944.
«Περί τρόπου εκτελέσεως ιατροδικαστικών πραγματογνωμοσυνών εν Θεσσαλονίκη».

Νόμος υπ’ αριθμ. 1302 της 25 Φεβρουαρίου/25 Μαρτίου 1944.
Περί τροποποιήσεως των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του νόμου 644/1943 «περί τρο-ποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. Δ/τος 1526 του 1942 κλπ.».

Νόμος υπ’ αριθμ. 1510 της 30 Απριλίου/8 Ιουλίου 1944.
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του Νόμου 1302/1944 «περί τροποποιήσεως των άρθρων 1 και 3 του Νόμου 644/1943 κλπ. περί καθορισμού εξόδων λειτουργίας Ιατροδικαστικών υπηρεσιών Αθηνών – Πειραιώς».

Νόμος υπ’ αριθμ. 1710 της 2/4 Σεπτεμβρίου 1944.
Περί συμπληρώσεως του Νόμου 705/1942 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. ΓΧΠ΄ περί ιατροδικαστικής υπηρεσίας.

Κανονιστικό διάταγμα της 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1944.
Περί εκτελέσεως του Ν. 705 της 7 Οκτωβρίου 1943 «περί τροποποιήσεως και συμπλη-ρώσεως του Ν. ΓΧΠ΄ περί της ιατροδικαστικής υπηρεσίας κλπ.».

Νόμος υπ’ αριθμ. 495 της 9/10 Δεκεμβρίου 1947.
Περί διενέργειας ιατροδικαστικών πράξεων εις το Νεκροσκοπείον Πειραιώς.

Βασιλικόν Διάταγμα της 9/23 Ιουλίου 1952.
Περί κατανομής των οργανικών θέσεων του προσωπικού της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας.

Νόμος υπ’ αριθμ. 2266 της 9/10 Οκτωβρίου 1952.
Περί τροποποιήσεως των περί ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης διατάξεων.

Νόμος υπ’ αριθμ. 2347 της 30/30 Μαρτίου 1955. Περί καταργήσεως του άρθρου 4 του Νόμου 2266/52 «περί τροποποιήσεως των περί ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης διατάξεως» και άλλων τινών διατάξεων [74].

Βασιλικό Διάταγμα της 27 Δεκεμβρίου 1956 /12 Ιανουαρίου 1957.
Περί προσθήκης της ιατροδικαστικής στας ιατρ. Ειδικότητας.

Νόμος υπ’ αριθμ. 4044 της 11/19 Απριλίου 1960.
Περί προσθήκης θέσεων τινών παρά ταις Ιατροδικαστικαίς Υπηρεσίαις και καταργήσεως της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3985/1959.

Βασιλικόν Διάταγμα υπ’ αριθμ. 73 της 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1965.
Περί ορισμού ειδικών τυπικών προσόντων διορισμού βοηθητικού προσωπικού Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας.

Αναγκαστικός Νόμος υπ’ αριθμ. 445 της 14 Ιουνίου 1968.
Αζήτητα πτώματα.

Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθμ. 885 της 20/27 Μαΐου 1971.
Περί τροποποιήσεως των περί των ιατροδικαστικών Υπηρεσιών Υπουργείου Δικαιοσύνης διατάξεων και αυξήσεως του προσωπικού τούτων.

Απόφασις Υπουργού Δικαιοσύνης υπ’ αριθμ. 80289 της 7/9 Σεπτεμβρίου 1976.
Περί κατανομής θέσεων Ιατροδικαστών και λοιπού προσωπικού Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών Αθηνών και Πειραιώς.

Νόμος υπ’ αριθμ. 344 του 1976 άρθρο 32.
Προθεσμία δηλώσεως θανάτου- Προϋπόθεσις συντάξεως πράξεως θανάτου.

Προεδρικό Διάταγμα υπ΄αριθμ. 850 της 1 Ιανουαρίου 1977.
Αναγραφή της αιτίας θανάτου στη πιστοποίηση – Βιβλία θανάτων, Ιατρική πιστοποίηση – Θάνατοι (Ληξιαρχικές πράξεις).

Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 961/1981 της 4 Σεπτεμβρίου 1981.
Ειδικότητες γιατρών – Ειδικευόμενοι.

Νόμος υπ’ αριθμ. 1649 της 3 Οκτωβρίου 1986 άρθρο 5.
Διορισμός, Κατάταξη, Μητρώο, Επιμόρφωση (Ίδρυση Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής).

Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. Δ/57328 της 16 Νοεμβρίου 1992.
Γιατροί, Υπηρεσία υπαίθρου, Εκπλήρωση υπηρεσίας, Αναστολή εκπλήρωσης υπηρεσίας.

Νόμος υπ’ αριθμ. 2071 του 1992 άρθρο 123.
Ιατροδικαστικών πράξεως και θέσεις ιατροδικαστών.

Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 3065 της 5 Νοεμβρίου 1996.
Κατανομή Ιατροδικαστικών πράξεων μεταξύ α) των Εργαστηρίων Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των ΑΕΙ και β) των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών Υπουργείου Δικαιοσύνης. 27

Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 415/1994 της 20 Ιουνίου 1997 άρθρο 1.
Ειδικότητες Γιατρών – Ειδικευόμενοι.

Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. Β1/5/1997 της 19 Αυγούστου 1997.
Ιατρικής Σχολής του ΔΠΘ για θέματα ιατροδικαστικής.

Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 262 της 19 Αυγούστου 1998 άρθρο 1.
Ίδρυση Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Νόμος υπ’ αριθμ.. 2721 του 1999 άρθρο 40.
Διατάξεις περί της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας και άλλων θεμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Νόμος υπ’ αριθμ. 2737 του 1999.
Μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων και άλλες διατάξεις.

Σωφρονιστικός Κώδικας υπ’ αριθμ. ΦΕΚ Α 291 της 24 Δεκεμβρίου 1999 άρθρο 80.
Θάνατο κρατουμένου (Σωφρονιστικό Δίκαιο).

Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης της 17 Φεβρουαρίου 2000 άρθρο 2.
Διάρθρωση και αρμοδιότητες των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών.

Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 228/2000 της 2 Ιουλίου 2003.
Εκτέλεση Υπερήχων.

Νόμος υπ’ αριθμ. 3258 της 29 Ιουλίου 2004 άρθρο 6.
Σύσταση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Λαμίας.

Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. Α9γ/38800/1998 της 13 Ιουνίου 2005.
Λήψης ιατροδικαστικής ειδικότητας.

Νόμος υπ’ αριθμ. 3418 του 2005.
Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας.

Εισηγητική Έκθεση υπ’ αριθμ. 3472 της 4 Ιουλίου 2006.
Ρυθμίσεις ιατροδικαστικών θεμάτων.

Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 319/1995 της 25 Ιουλίου 2006 άρθρο 34.
Διδασκόμενα μαθήματα Οργανισμός Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.

Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. 127287 της 29 Δεκεμβρίου 2006.
Αζήτητα πτώματα – Αζήτητοι σωροί.

Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. 2971/ΦΕΚ Β΄ 33 της 19 Ιανουαρίου 2007.
Κατανομή θέσεων ιατροδικαστών.

Προεδρικό διάταγμα αριθμ. 81 της 3 Μαΐου 2007 άρθρο 1, 2.
Τροποποίηση διατάξεων π.δ. 319/1995.

Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. 50560 της 2 Ιουνίου 2008.
Τροποποίηση της Υπουργικής Απόφασης 2971/12-1-2007. 28

Νόμος υπ’ αριθμ. 3772 της 10 Ιουλίου 2009 άρθρα 1 – 10.
Μεταρρυθμίσεις στη διάρθρωση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας.

Νόμος υπ’ αριθμ. 4198 της 11 Οκτωβρίου 2013 άρθρα 9Α – 9Β.
Πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και
προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις .

Ιατροσυνέδριο

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο θεσμός του Ιατροσυνεδρίου που λειτουργούσε στα περισσότερα κράτη, ήταν συμβουλευτικό σώμα για ζητήματα δημόσιας υγιεινής και ιατρικής. Στην Ελλάδα συστάθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1834, υπαγόταν στο υπουργείο Εσωτερικών και είχε ως έργο την εξέταση των γιατρών, χειρουργών, οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, των φαρμακοποιών και μαιών και την ανώτατη γνώμη για ιατροδικαστικές υποθέσεις και άλλα ιατρικά ζητήματα. Από το 1862 οι εξετάσεις των γιατρών έφυγαν από τη δικαιοδοσία του και υπήχθησαν στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου. Το 1916 συνέβη το ίδιο για τις εξετάσεις των οδοντιάτρων, που έκτοτε γίνονταν στην Οδοντιατρική Σχολή. Ο νόμος 346 (6/11/1914) τροποποίησε το Ιατροσυνέδριο, το οποίο από το 1923 μετονομάστηκε σε Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο (Α.Υ.Σ.) υπαγόταν στο υπουργείο Προνοίας και Αντιλήψεως και από το 1929 στο υπουργείο Υγιεινής. Πρόεδροι του Ιατροσυνεδρίου από τη σύστασή του μέχρι το 1929 διετέλεσαν οι: Βίμπμερ, Ι.Βούρος, Δ.Ορφανίδης, Μ.Χατζημιχάλης, Κ.Σάββας.

Ιδιωτική Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Εμποροϋπαλλήλων Βόλου

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1927 - 1961

Η "Εσπερινή Επαγγελματική Σχολή Εμποροϋπαλλήλων Βόλου" λειτούργησε από το σχολικό έτος 1927-28 παράλληλα με την Ημερήσια Εμπορική Σχολή και ως το 1961, οπότε μετατράπηκε σε Εσπερινό (4τάξιο) Οικονομικό Γυμνάσιο. Η σχολή αυτή λειτούργησε, με προφανείς οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς, ως τριτάξια κατ' αρχήν, με πρώτο διευθυντή τον Κ. Χατζηβασίλη ο οποίος παράλληλα διεύθυνε και την Ημερήσια. Το διδακτικό προσωπικό επίσης ήταν το ίδιο για τις δύο σχολές. Κατά την περίοδο της κατοχής (1940-45) η σχολή δεν λειτούργησε, ενώ η ημερήσια Εμπορική Σχολή φαίνεται ότι δε διέκοψε τη λειτουργία της. Από το σχολικό έτος 1946-47 η σχολή γίνεται 4τάξια και από το 1956-57 6τάξια. Κατά το τελευταίο διάστημα λειτουργίας της, η Νυκτερινή σχολή των Εμποροϋπαλλήλων Βόλου έγινε 7τάξια, οπότε παύει οριστικά την λειτουργία της.

Ιδιωτικό Γυμνάσιο Eπισκοπής “Aντωνίου Σοφουλάκη”

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1968 -

Iδρύθηκε από τον Αντώνιο Σοφουλάκη στην Επισκοπή Πεδιάδος το 1968 και λειτούργησε ως ιδιωτικό Γυμνάσιο έως το 1973. Από το σχολικό έτος 1973-1974 μετατράπηκε σε Δημόσιο με την επωνυμία "Μεικτόν Εξατάξιον Γυμνάσιον Επισκοπής Πεδιάδος Ηρακλείου".

Ιδιωτικό Γυμνάσιο Βαγιονιάς

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1975 - 1977

Iδρύθηκε το 1975 από τον Iωάννη Mπούρα, αφού μεταφέρθηκε από τον Άγιο Mύρωνα. Tο 1977 μετατράπηκε σε Δημόσιο.

Αποτελέσματα 5301 έως 5400 από 9047