Showing 9047 results

Authority record
Corporate body

Υπουργείο Εσωτερικών, Υπηρεσία Σχέσεων Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

  • Corporate body

Με την υπουργική απόφαση υπ’ αριθ. 37461 της 17ης Μαΐου 1978 (ΦΕΚ Β΄ 512) «Περί συστάσεως παρά τη Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών Υπηρεσίας Σχέσεων Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» συστάθηκε η Υπηρεσία Σχέσεων Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπαγομένη απ’ ευθείας στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών.
Την Υπηρεσία Σχέσεων Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του υπουργείου Εσωτερικών συγκροτούσαν τα κάτωθι Τμήματα:
α) Τμήμα Διοικητικών και Οικονομικών Προσαρμογών προς το Κοινοτικόν Καθεστώς και συνοπτικώς «Τμήμα Προσαρμογών».
β) Τμήμα Εναρμονήσεως Ελληνικής προς την Κοινοτικήν Νομοθεσίαν και συνοπτικώς «Τμήμα Εναρμονήσεως Νομοθεσίας».
Αρμοδιότητες
Η Υπηρεσία Σχέσεων Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποτελούσε τον σύνδεσμο του υπουργείου Εσωτερικών με το Υπουργείο Συντονισμού, συνεργαζόταν με τη Γενική Διεύθυνση Σχέσεων Ελλάδος και Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αυτού καθώς και με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών, των υπό τον έλεγχο και εποπτεία αυτού Ν.Π.Δ.Δ. και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για την από κοινού αντιμετώπιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, αναφερομένων στις σχέσεις της Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ιδίως των τομέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Περιφερειακής και Τοπικής Ανάπτυξης, Προστασίας Περιβάλλοντος, Εκλογών και Αποδημίας και Μεταναστεύσεως. Η Υπηρεσία Σχέσεων Ελλάδος μετά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ασκούσε σε συνεννόηση με την προαναφερόμενη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Συντονισμού, τις εν παραγράφοις 2 και 3 του άρθρου 5 του Ν. 445/1976 προβλεπόμενες αρμοδιότητες.
Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας κατανέμονταν μεταξύ των Τμημάτων ως κάτωθι:
α) Τμήμα Προσαρμογών, με αρμοδιότητες:
Τη συγκέντρωση και επεξεργασία των αναγκαίων στοιχείων, αρμοδιότητας του Υπουργείου, προς διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων δια την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Τη μελέτη και εισήγηση των ληπτέων πάσης φύσεως (πλην νομοθετικών) μέτρων για την εφαρμογή των Συνθηκών Προσχωρήσεως και για την έγκαιρη και ομαλή προσαρμογή της δομής του Υπουργείου και των άλλων εποπτευομένων οργανισμών και Ν.Π.Δ.Δ., προς τις κρατούσες στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Συνθήκες.
Τη μέριμνα για την, εν τω πλαισίω της κοινής πολιτικής Περιφερειακής αναπτύξεως των χωρών-μελών, επισήμανση των προγραμματιστέων (νομαρχιακά προγράμματα) μελετών και έργων υποδομής και αναπτύξεως ιδίως των προβληματικών περιοχών και για την, εν συνεχεία, χρηματοδότηση αυτών μέσω της Ε.Ο.Κ. (Περιφερειακών Ταμείων, F.E.O.G.A. και λοιπών Ταμείων), του Τακτικού Προϋπολογισμού ή του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων του Κράτους.
Τη μέριμνα για την εναρμόνηση και εφαρμογή της Κοινοτικής πολιτικής, επί θεμάτων προστασίας και βελτιώσεως του περιβάλλοντος αρμοδιότητας του Υπουργείου.
Κάθε άλλο θέμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του άλλου Τμήματος.
β) Τμήμα Εναρμονήσεως Νομοθεσίας, με αρμοδιότητες:
Τη μελέτη και εισήγηση περί των αναγκαίων θεσμικών μεταβολών στο χώρο του Υπουργείου και περί της εναρμόνισης των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών και άλλων νομοθετικών εν γένει διατάξεων, απτομένων ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον επηρεαζόντων την Πολιτική του Υπουργείου, συνεπεία της εντάξεως της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Τη συνεργασία μετά των αρμοδίων Υπηρεσιών του Υπουργείου Συντονισμού, των άλλων Υπουργείων ως και των αντιστοίχων Υπηρεσιών της Κοινότητας επί νομικών θεμάτων που σχετίζονται με την Κοινοτική νομοθεσία.

Νομαρχία Βοιωτίας, Τμήμα Διοικήσεως

  • Corporate body

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως το 1943 η διοικητική ιστορία του Νομού Βοιωτίας ήταν συνυφασμένη με αυτήν του Νομού Αττικής, αφού συγκροτούσαν τον ενιαίο Νομό Αττικής και Βοιωτίας (με εξαίρεση την περίοδο 1899-1909), γνωστό και ως Νομός Αττικοβοιωτίας. Ο Νομός Βοιωτίας ως αυτόνομος νομός του κράτους συστάθηκε το 1943 με το νόμο 368 της 26.7.1943 (ΦΕΚ 223 Α΄) "Περί συστάσεως Νομού Βοιωτίας". Ο νομός αποτελούνταν από δύο επαρχίες: Θηβών και Λεβαδείας. Έδρα του νομού ορίστηκε η Λιβαδειά. Με τον ίδιο νόμο ο Νομός Αττικής και Βοιωτίας μετονομάστηκε σε Νομό Αττικής.
Η σύσταση του Νομού Βοιωτίας (καθώς και των Νομών Ευρυτανίας και Φωκίδος που συστάθηκαν το ίδιο έτος στην Στερεά Ελλάδα), αμέσως μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Ιωάννη Ράλλη, θα μπορούσε να αποδοθεί στην προσπάθεια στενότερου ελέγχου της Στερεάς Ελλάδας από την κατοχική κυβέρνηση.
Χρονολόγιο νομαρχίας Βοιωτίας
Βασιλικό διάταγμα (νόμος) 3/15.4.1833 (ΦΕΚ 28): "Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της Διοικήσεώς του". Σύσταση νομού Αττικής και Βοιωτίας
Διάταγμα (νόμος) 26/4-8/5.1.833 "Περί της αρμοδιότητος των νομαρχών και περί της κατά τας νομαρχίας υπηρεσίας"
Βασιλικό διάταγμα (νόμος) 20/6-2/7.1836 "Περί διοικητικού οργανισμού". Κατάργηση νομαρχιών σύσταση "Διοικήσεως" Βοιωτίας
Νόμος ΚΕ΄ 5.12.1845 (ΦΕΚ 32) "Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους". Επαναφορά νομαρχιακού συστήματος, Νομός Αττικής και Βοιωτίας
Νόμος ΒΧΔ΄ 6.7.1899 (ΦΕΚ 136) "Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους". Σύσταση για πρώτη φορά αυτόνομου Νομού Βοιωτίας
Νόμος ΓΥΛΔ΄ 16.11.1909 (ΦΕΚ 282 Α΄) "Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους". Ανασύσταση του Νομού Αττικής και Βοιωτίας
Νόμος 368 20/26.7.1943 (ΦΕΚ 223 Α΄) "Περί συστάσεως Νομού Βοιωτίας". Σύσταση αυτόνομου νομού/νομαρχίας Βοιωτίας
Νομικό πλαίσιο λειτουργίας νομαρχιών την περίοδο 1938-1955
Α.Ν.1179 13/14.4.1938 "Περί των Νομαρχών".
Α.Ν.1329 17/27.7.1938 "Περί τροποποιήσεως των περί Νομαρχών και Γενικών Γραμματέων των Γενικών Διοικήσεων διατάξεων".
Α.Ν 1488 22/29.11.1938 "Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών".

Β.Δ.20/23.3.1939 "Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Νόμου περί οργανώσεως των
διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών", (ΦΕΚ 111 Α΄).

ΒΔ 5/8.10.1949 "Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ισχυουσών διατάξεων νόμων "περί Νομαρχών, Επάρχων, Νομαρχιών και Γραφείων Επάρχων".
Νόμος 3200 13/23.4.1955 "Περί διοικητικής αποκεντρώσεως".
Οργάνωση Νομαρχίας και αρμοδιότητες Τμημάτων το 1945
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που διέπει τις νομαρχίες, οι νομάρχες προΐστανται των δημοσίων υπηρεσιών της περιοχής τους και ασκούν αρμοδιότητες των υπουργείων, είτε αποκλειστικά είτε μετά από μεταβίβασή τους από την κεντρική εξουσία.
Η διοικητική διαίρεση της Νομαρχίας Βοιωτίας, όπως και όλων των νομαρχιών καθορίστηκε, την περίοδο που αφορά το αρχείο που απόκειται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γ.Α.Κ. (1945-1947), με το Β.Δ.20/23.3.1939 "Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Ν. περί οργανώσεως των Διοικητικών Υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών" . Σύμφωνα με αυτόν οι νομαρχίες διαρθρώνονταν από το Γραφείου Νομάρχου και τέσσερα Τμήματα:
α) Διοικήσεως
β) Τοπικής Αυτοδιοικήσεως
γ) Αποκεντρώσεως και
δ) Διεκπαιρεώσεως - Αρχείου και Καταχωρήσεως.
Σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα το Τμήμα Διοικήσεως της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας και της μετέπειτα Νομαρχίας Βοιωτίας, αποτελούνταν από τα παρακάτω Γραφεία :
Γραφείο Ι : Διοίκηση του νομού, υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του Νομού, έλεγχος των σωματείων, νομικών προσώπων, εθιμοτυπία, δημόσιες τελετές, οργάνωση εκθέσεων και διαλέξεων και λειτουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Γραφείο ΙΙ: Αστική δημοτική και στρατολογική κατάσταση πολιτών, αποδημία και μετανάστευση, ληξίαρχοι, αστυνομική επιτήρηση.
Γραφείο ΙΙΙ: Πολιτική επιστράτευση και οργάνωση παθητικής αεράμυνας, στρατιωτικές εισφορές και επιτάξεις, ενέργειες σε αντικείμενα αρμοδιότητας των πολεμικών υπουργείων.

Μινιστέριο/Γραμματεία/Υπουργείο της Θρησκείας και Παιδείας (περίοδου Αγώνα)

  • Corporate body

Το Μινιστέριο της Θρησκείας θεσπίζεται τον Ιανουάριο του 1822 σύμφωνα με όσα ορίζονται στο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», που αποτελεί το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας. Το Εκτελεστικό σώμα ως αρμόδιο για τη σύσταση των κλάδων της Διοίκησης (άρθρο κβ ́) εκλέγει οκτώ υπουργούς ενιαύσιας θητείας, ένας εκ των οποίων είναι «ὁ τῆς Θρησκείας».
Ως πρώτος «Μινίστρος των Θρησκευτικών» διορίζεται ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ και ως Γενικός Γραμματέας ο Κύπριος Αγωνιστής Χαράλαμπος Μάλης. Επισημαίνεται ότι κατά τη χρονική περίοδο από τις 17 Απριλίου 1822 έως την 1η Ιουνίου 1823 ο Ιωσήφ Ανδρούσης χρημάτισε παράλληλα και Μινίστρος του Δικαίου. Με την έναρξη της Β ́ Βουλευτικής περιόδου (26 Απριλίου 1823) το Υπουργείο Θρησκείας
ανατίθεται εκ νέου στον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ. Τον Ιούνιο του 1823, όταν ο Χαράλαμπος Μάλης διορίστηκε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη στο Στρατόπεδο των Πατρών και αποχώρησε, διορίστηκε και διατέλεσε επί ένα μήνα Γενικός Γραμματέας ο Νικόλαος Σπηλιάδης, ο οποίος ακολούθως ανέλαβε καθήκοντα Προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού Σώματος. Μετά τον Ν. Σπηλιάδη Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου ανέλαβε ο ιερομόναχος Δανιήλ Γεωργόπουλος.
Με τον «Νόμο της Επιδαύρου» ( Άστρος, Απρίλιος 1824 ), το δεύτερο από τα συνταγματικά κείμενα της Επανάστασης του 1821, το «Μινιστέριον της Θρησκείας» μετονομάσθηκε σε «Υπουργείον της Λατρείας». Ο Ανδρούσης Ιωσήφ σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, αποδοκίμασε τη μετωνυμία με το αιτιολογικό ότι η έννοια της λατρείας είναι πολύ στενότερη της θρησκείας, η οποία περιλαμβάνει και τις εσωτερικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων, και συνέχισε να υπογράφει ως «Υπουργός της Θρησκείας». Αντίθετα, η Διοίκηση εξακολούθησε να χρησιμοποιεί τον όρο «Υπουργός της Λατρείας» στα επίσημα έγγραφά της.
Το 1824 ξεκινούν οι πολεμικές συγκρούσεις του εμφύλιου πολέμου. Ο Ιωσήφ αποστέλλεται από το Εκτελεστικό στους Ζαΐμη, Λόντο και Νοταρά ως ειρηνοποιός. Συνεπακόλουθα, ο Ανδρούσης άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι 23 Μαΐου 1824, οπότε τον αντικατέστησε ο Δ. Γεωργόπουλος μέχρι και τον Οκτώβριο του 1824, λίγο πριν την παραίτηση του πρώτου. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αντικατάσταση ήταν υπηρεσιακού χαρακτήρα, καθώς την ευθύνη του Υπουργείου διατηρούσε ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ.
Τον Οκτώβριο του 1824, λίγο μετάτην αποτυχία συγκρότησης τριμελούς αποστολής με τον Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό για την κατάπαυση του εμφύλιου σπαραγμού, ο Ιωσήφ Ανδρούσης παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και η διεύθυνση «εν απουσία Υπουργού» ανατίθεται στον Γενικό Γραμματέα Δ. Γεωργόπουλο.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1825, αναλαμβάνει το Υπουργείο ο Επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς. Γενικός Γραμματέας διορίστηκε ο Αγαθόνικος Μιλτιάδης και μετά από οχτώ μήνες διορίστηκε νέος Γενικός Γραμματέας ο κληρικός και δάσκαλος, Ιωάσαφ Βυζάντιος.
Τον Μάιο του 1827, η Γ ́ Εθνοσυνέλευση ψήφισε στην Τροιζήνα το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» σύμφωνα με το οποίο καταργήθηκε ο θεσμός των Υπουργείων και η εκτελεστική λειτουργία ανατέθηκε σε

τριμελή επιτροπή, η οποία έφερε τον τίτλο «Αντικυβερνητική Επιτροπή της Ελλάδος».
Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες του Υπουργείου της Θρησκείας, όπως αυτές ορίζονταν από τον σχετικό Κανονισμό της Α ́ Βουλευτικής Περιόδου(15 Ιανουαρίου 1822-25 Απριλίου 1823), παρουσιάζονται σε έγγραφο που επιγράφεται: «Περικοπή εκ του σχεδίου του Γενικού Μηχανικού Οργανισμού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, αφορώσα το Μινιστέριον της Θρησκείας». Συγκεκριμένα, στο αναφερόμενο έγγραφο προβλέπονται τα εξής: «Ο Μινίστρος των θρησκευτικών χρεωστεί να ενεργή μετ' επιστασίας τας αποφάσεις της Διοικήσεως, όσαι αφορώσι το Μινιστέριόν του. Φροντίζει περί της επιστασίας των Εκκλησιαστικών και ιερών Μοναστηρίων, περί των οποίων η Διοίκησις θέλει τον διορίσει. Χρέος απαραίτητον έχει να φροντίση παντοιοτρόπως, ώστε ο ιερός κλήρος να διακηρύξη προς τους λαούς της Ελλάδος το σέβας, την υπακοήν και αγάπην, τα οποία οφείλουσι να έχωσι προς την εύνομον της Ελλάδος Διοίκησιν, από την οποίαν εξαρτάται το εύ είναι αυτών, ώστε δι' αυτού του τρόπου η Διοίκησις απολαμβάνουσα την πίστιν των αυτώννα απόκτηση νεύρα ικανά εσωτερικώς εις το να ενεργή απαρεμποδίστως, και να συστήση ούτω την υπόληψίν της προς τα άλλα έθνη. Χρεωστεί τέλος να καθυποβάλη εις της Διοικήσεως την επίκρισιν σχέδιον περί των όσων αφορώσι την ευκλείαν της θρησκείας και να φροντίζη περί όσων αφορώσι το Μινιστέριόν του».
Σημειώνεται ότι, ενώ στον Κανονισμό δε γίνεται συγκεκριμένη μνεία στον τομέα της παιδείας, στο Αρχείο του Μινιστερίου συγκαταλέγονται έγγραφα που αφορούν αμιγώς εκπαιδευτικά θέματα, όπως η χρηματοδότηση και η ίδρυση σχολείων, ο διορισμός και το καθηκοντολόγιο των δασκάλων.

Δήμος Αθηναίων, Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών

  • Corporate body

Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών ιδρύθηκε με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου το 1859 (πράξη 69/1859 (1.12.1859) του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων όπως συμπληρώθηκε με την 84/1860 όμοια αυτού).
Την πρώτη Σεπτεμβρίου 1859, επί της πρώτης Δημαρχίας Γεωργίου Σκούφου (1857-1862), άρχισε να λειτουργεί το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών με Διευθυντή τον ιατρό Α. Ζίννη. Σταδιακά, το Βρεφοκομείο στεγάστηκε σε διάφορα οικήματα, μέχρι που το 1874 εγκαταστάθηκε στο ιδιόκτητο κτήριό του, στην οδό Πειραιώς, Πλατεία Ελευθερίας (Κουμουνδούρου), έργο του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκου. Στο ισόγειο του Βρεφοκομείου, σε ένα μεγάλο θάλαμο, λειτουργούσε το «Θεραπευτήριο» του Ιδρύματος. Παράλληλα υπήρχαν διάφοροι βοηθητικοί χώροι όπως νεκροτομεία, πλυντήρια, θάλαμοι αποστείρωσης και φυσικά ο Ναός. Στη δεκαετία του 1890 το Βρεφοκομείο αποκτά δικό του ναό, τον ναό των Αγίων Αναργύρων, ο οποίος κτίζεται εντός του οικοπέδου του στην πλατεία Ελευθερίας. Στο κτήριο του Δημοτικού Βρεφοκομείου στεγάστηκε και η Πανεπιστημιακή Κλινική καθώς και οι υπηρεσίες του ΠΙΚΠΑ. «Η πορεία του Βρεφοκομείου στο 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα διασταυρώνεται με εκείνη της Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών που στεγάσθηκε για τρεις περίπου δεκαετίες στο χώρο του».
Το 1879 το Αδελφάτο του Ιδρύματος αποδέχθηκε πρόταση του Διευθυντή Αναστασίου Ζίννη να γίνεται η διδασκαλία του μαθήματος «...της των Νοσημάτων Παιδικής Κλινικής» εντός του Δημοτικού Καταστήματος.. Η δημιουργία του πρώτου Νοσοκομείου Παίδων στην Ελλάδα, στον περίβολο του Βρεφοκομείου ξεκίνησε ταυτόχρονα σχεδόν με την ίδρυση της Κλινικής. Σε όλες τις περιόδους λειτουργίας του Ιδρύματος εκπαιδεύτηκαν, με φροντίδα και επιβάρυνση του Βρεφοκομείου, περισσότεροι από έξι χιλιάδες φοιτητές της Ιατρικής, δηλαδή σχεδόν όλοι οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης στο Βρεφοκομείο Αθηνών απέκτησαν την ειδικότητά τους οι πρώτοι Έλληνες παιδίατροι. Το 1915 έγινε η μετεγκατάσταση του Νοσοκομείου Παίδων από το Βρεφοκομείο στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία». «Δια του κυρωθέντος την 2αν Ιουνίου 1930 νέου Οργανισμού του Βρεφοκομείου η υπηρεσία αυτού διηρέθη εις το καθαρώς διοικητικόν προσωπικόν, και ιδρύθη θέσις διοικητικού Διευθυντού έχοντος έργον κύριον να διευθύνη το κατάστημα και επιβλέπη την κανονικήν λειτουργίαν αυτού, έχων την άμεσον εποπτείαν και προϊστάμενος όλου του προσωπικού (παραβ. άρθρ. 27 Νέου Οργανισμού) ο δε Διευθυντής Ιατρός, απαλλαγείς όλων των προσθέτων διοικητικών υπηρεσιών, αίτινες τον επεβάρυνον, περιωρίσθη εις τα καθαρώς Ιατρικά αυτού καθήκοντα, καταλεγόμενος ούτω μεταξύ του Ιατρικού προσωπικού του Ιδρύματος…….». «Εξάλλου η ιατρική υπηρεσία του Βρεφοκομείου διηρέθη δια του αυτού οργανισμού εις εσωτερικήν ιατρικήν υπηρεσίαν και εις εξωτερικήν ιατρικήν υπηρεσίαν, εκάστη των οποίων διαιρείται εις τμήματα, έχοντα ως προϊσταμένους ειδικούς Παιδιάτρους (Αρχείο Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών, φακ. 2).
Το Βρεφοκομείο δεχόταν για νοσηλεία (κλειστή περίθαλψη) έκθετα νεογέννητα αλλά και μεγαλύτερα παιδιά ορφανά, όχι μόνο από την Αθήνα και από τον Πειραιά, αλλά και από όλη την Ελλάδα. Η θνησιμότητα των «Θρεπτών του Δήμου» ήταν μεγάλη. Κύρια αιτία θανάτου ήταν η πείνα. Τα χρήματα για τη γενικότερη λειτουργία του ήταν ανεπαρκή και οι κυρίες της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής αγωνίζονται για την εξεύρεση πόρων. Στον Οργανισμό του 1935 προβλέπεται η λειτουργία Συμβουλίου Γνωμοδοτικών Κυριών (έξι τουλάχιστον) που εκλέγονται από το Αδελφάτο και εποπτεύουν τη λειτουργία του Ιδρύματος και εισηγούνται ως προς διάφορα θέματα. Αρχικός σκοπός της σύστασης του Ιδρύματος υπήρξε η περίθαλψη των νόθων βρεφών τα οποία προέρχονταν από τον Δήμο Αθηναίων, προβλεπόταν ωστόσο και η υποδοχή βρεφών, κατόπιν αιτήσεων, από τους άλλους Δήμους της χώρας. Η εισαγωγή των βρεφών γινόταν είτε μέσω της βρεφοδόχου είτε μέσω διαφόρων Αρχών (αστυνομικών και εκκλησιαστικών), σπανιότερα δε, με κατευθείαν παράδοση από τους φυσικούς γονείς. Για το διάστημα 1874-1890 το ίδρυμα φέρει το όνομα Δημοτικό Νηπιακό Ορφανοτροφείο. Διοικείται από τετραμελές συμβούλιο, το οποίο έως το 1984 ονομαζόταν Αδελφάτο και στη συνέχεια μετονομάζεται σε Διοικητικό Συμβούλιο. Το Δημοτικό Βρεφοκομείο συνεχίζει να δέχεται βρέφη μέχρι 16.2.1979, οπότε γίνεται η τελευταία εισαγωγή με αύξοντα αριθμό 46.034. Στο Παράρτημα παρατίθεται «Πίνακας Αρ. Μητρώου ανά φάκελο» (αποδελτίωση 26098 Αριθμών Μητρώου βρεφών).
Από τη δεκαετία του ‘80 ο χαρακτήρας του Ιδρύματος αλλάζει. Το ιδιόκτητο κτήριο εγκαταλείπεται και μετατρέπεται σε Δημοτική Πινακοθήκη. Το Δ.Β.Α. – μόνο κατ’ όνομα πλέον βρεφοκομείο – διοικεί το δίκτυο των δημοτικών παιδικών σταθμών, που άρχισαν να δημιουργούνται από το 1983 με την εφαρμογή του Π.Δ. 268/83. Στο μεταξύ έχει ήδη αρχίσει να λειτουργεί από το 1955 (ίδρυση με ΒΔ του 1952) το «Εν Αθήναις Κέντρον Βρεφών Η Μητέρα», που αποτελεί μέχρι και σήμερα την διάδοχο κατάσταση του Βρεφοκομείου.
Η Περίοδος του Πολέμου και της Κατοχής (1940-1944) και η πρώτη μεταπολεμική δεκαετία (1945-1955) είναι η περίοδος κατά την οποία ο χώρος του Δημοτικού Βρεφοκομείου δέχεται πλήθος παιδιών που στη συνέχεια υιοθετούνται εντός και εκτός Ελλάδος. Μετά από τρία χρόνια παραμονής στο ΔΒΑ, τα αγόρια πήγαιναν στο γειτονικό Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα και τα κορίτσια στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Ο μεγαλύτερος αριθμός αιτημάτων έρευνας στο συγκεκριμένο αρχείο του Δημοτικού Βρεφοκομείου που φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ αναφέρεται στην περίοδο αυτή.
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο, ως δημοτικό ίδρυμα, διέπεται από τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα που ισχύουν κάθε φορά για τα δημοτικά ιδρύματα.
Ν.Δ. «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ τ. 316, 18.9.1926).
Νόμος 4548/1930 «Περί καταστάσεως των δημοτικών υπαλλήλων» (ΦΕΚ Α΄ τ. 115, 16.4.1930).
Διατάγματα «Περί επεκτάσεως διατάξεων του νόμου 4548 επί φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (ΦΕΚ Α΄ τ. 196, 6.6.1930 και Α΄ τ. 222, 28.6.1930).
ΒΔ «Περί οικονομικής Διοικήσεως και Λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ τ. 123, 31.5.1949)
Ν. 1065/1980 « Περί κυρώσεως Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα» (ΦΕΚ Α΄ τ.168, 24.7.1980, άρθρα 125 και 126 όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 19 και 20 του ν. 1270/82 ( ΦΕΚ Α΄ τ. 93, 10.8.1982)
Σημαντικές τομές στη λειτουργία του Δημοτικού Βρεφοκομείου αποτελούν οι Οργανισμοί του 1943 και του 1953. Στο αρχείο συμπεριλαμβάνεται και ως έντυπο «Οργανισμός» του 1935 που είχε κυρωθεί από το Αδελφάτο στις 2 Ιουνίου 1930.
Οργανισμός του 1943 «Οργανισμός εσωτερικής υπηρεσίας του ΔΒΑ (ισχύει από 1ης Απριλίου 1943) ψηφισθείς δια της...........(βλ. φ. 54, σελ. 1-48) [87 άρθρα]
Υπ. Απ. 85725 (ΦΕΚ 274 Β΄, 16.12.1953, 2063-2066) «Περί εγκρίσεως του Οργανισμού της εσωτερικής υπηρεσίας του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών».
Nόμος 4227/1962 (ΦΕΚ 49 Α΄, 24.3.1962) Περί των Βρεφοκομείων «…εις παιδίατρος απαραιτήτως παρ’ εκάστω βρεφοκομείω…» (άρθρον 2) Εις το Αδελφάτον μετέχει υποχρεωτικώς αντιπρόσωπος του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας (άρθρον 4)
ΝΔ 610/1970 (ΦΕΚ 171 Α΄ 21.8.1970) Περί υιοθεσίας των μέχρις ηλικίας δέκα οκτώ ετών ανηλίκων
Νόμος 2447/1996 (ΦΕΚ 278/30-12-1996) Κύρωση ως Κώδικα του σχεδίου νόμου «Υιοθεσία, επιτροπεία και αναδοχή ανηλίκου, δικαστική συμπαράσταση, δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων και συναφείς ουσιαστικές, δικονομικές και μεταβατικές διατάξεις».
Σύμφωνα με τον Οργανισμό του 1943, η διοικητική διάρθρωση του Δημοτικού Βρεφοκομείου είναι η εξής:
Γενικός Διευθυντής, Διοικητικές Υπηρεσίες, Οικονομικές Υπηρεσίες,
Τεχνικές Υπηρεσίες, Υγειονομικές και εν γένει Ιατρικές Υπηρεσίες,
Γραφείο Νομικού Συμβούλου, Παράρτημα Βούλας, Β΄ Παράρτημα (οδού Βηλαρά), Γ΄ Παράρτημα (Κολοκυνθούς).
Σύμφωνα όμως με τον Οργανισμό του 1953 οι υπηρεσίες διαρθρώνονται ως εξής:
Α. Διοικητική Υπηρεσία
α. Γραφείον Διευθυντού, β. Γραμματεία, γ. Γραφείον Κοινωνικής Προνοίας, δ. Ναός, ε. Υπηρεσία Καθαριότητος,
στ. Πλυντήριον-Σιδηρωτήριον, ζ. Μαγειρείον, η. Ραφείον.
Β. Οικονομική Υπηρεσία
α. Γραφείον Προϊσταμένου, β. Γραφείον Λογιστηρίου, εκκαθαρίσεως και Εντολής Δαπανών, γ. Ταμείον, δ. Γραφείον Διαχειρίσεως Υλικού, ε. Γραφείον Διαχειρίσεως Τροφίμων.
Γ. Υγειονομική Υπηρεσία
α. Γραφείον Διευθυντού Ιατρού, β. Γραφείον Ιατρικού Προσωπικού, γ. Μικροβιολογικόν Εργαστήριον, δ. Φαρμακείον, ε. Γραφείον Νοσηλευτικού και Βρεφοκομικού Προσωπικού.
Δ. Τεχνικαί Υπηρεσίαι
α. Υπηρεσία συντηρήσεων κτιρίων και εγκαταστάσεων, β. Υπηρεσία κινήσεως.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό του 1953 ο Διευθυντής του ΔΒΑ τηρεί το Βιβλίο Υιοθεσιών και συμβολαιογραφικών πράξεων προστασίας εκθέτων
Αρκετά μεταγενέστερη είναι η υπόθεση των Παιδικών Σταθμών. Ο πρώτος Παιδικός Σταθμός δημιουργήθηκε το 1964 εντός του κτιριακού συγκροτήματος του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών στην οδό Πειραιώς 51. Με το ΠΔ 268/1983 (ΦΕΚ Α΄101/27.7.1983 «Προσαρμογή και συμπλήρωση των διατάξεων που ισχύουν για τη σύσταση και λειτουργία του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών» θεσπίζεται η ίδρυση παιδικών σταθμών: «Σκοπός του ιδρύματος είναι η περίθαλψη βρεφών και νηπίων και η ίδρυση βρεφικών και παιδικών σταθμών για την εξυπηρέτηση των εργζομένων μητέρων» (άρθρο 2).
Με το Ν. 3448/06 (ΦΕΚ 950Β΄ /19.7. 2006) πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση των διαφορετικών Νομικών Προσώπων. Για παράδειγμα οι τέως Κρατικοί Παιδικοί Σταθμοί αρμοδιότητας υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας μεταφέρονται στο Δήμο Αθηναίων και έτσι οι Δημοτικοί Παιδικοί Σταθμοί του Δήμου Αθηναίων διοικούνται πλέον κατά τρόπο ενιαίο από το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών.

Μικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή Οθωμανικών Κτημάτων

  • Corporate body

Η συνθήκη της 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832, που υπογράφηκε στην Κων/λη, επιβεβαίωσε τις ρυθμίσεις των πρωτοκόλλων του Λονδίνου της 4ης /16ης Ιουνίου και 19ης Ιουνίου/1ης Ιουλίου 1830, σύμφωνα με τις οποίες όλες οι οθωμανικές περιουσίες (δημόσιες, ιδιωτικές ή βακουφικές) σε επαρχίες που κατέχονταν από ελληνικά στρατεύματα την 3 Φεβρουαρίου 1830 παραχωρούνταν στην ελεύθερη διάθεση του ελληνικού κράτους, χωρίς γενική αποζημίωση στην Υψηλή Πύλη. Εξαίρεση αποτελούσαν η περιοχή της Φθιώτιδας, δηλαδή οι επαρχίες Ζητουνίου και Πατρατζικίου, οι οποίες προστέθηκαν στο κράτος με τις συνοριακές ρυθμίσεις του 1832, οι περιοχές της Αττικής και της Εύβοιας, οι οποίες κατέχονταν από Οθωμανούς, αλλά υπήρχε πρόβλεψη να ανήκουν στο ελληνικό κράτος, και η περιοχή της Θήβας. Οι Οθωμανοί κάτοχοι ιδιοκτησιών και δικαιωμάτων επί των βακουφίων αυτών των περιοχών είχαν δικαίωμα να διατηρήσουν τις ιδιοκτησίες τους και να τις εκποιήσουν εντός δεκαοκτώ μηνών, πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, όπως όριζε η παράγραφος 7 της συνθήκης της Κων/λεως. Η πραγματοποίηση των επιταγών των πρωτοκόλλων του 1830 και 1832 ως προς τη δυνατότητα εκποίησης των μουσουλμανικών ιδιοκτησιών ανατέθηκε στις μικτές ελληνο-οθωμανικές επιτροπές, οι οποίες είχαν την εποπτεία όλων των πωλήσεων, τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας και την εξομάλυνση μερικότερων ζητημάτων. Οι επιτροπές αναφέρονταν στη λεγόμενη Μικτή Επιτροπή και στην Ειδική Μικτή Επιτροπή, για τη διάλυση «των μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών διαφορών εξαιτίας διαφιλονικουμένων ακινήτων ιδιοκτησιών» (Β.Δ. της 26ης Ιουνίου/8ης Ιουλίου 1836). Η τελική ρύθμιση των ζητημάτων σχετικά με τα κτήματα των Οθωμανών και τα βακούφια της Αττικής, της Εύβοιας και της Φθιώτιδας έγινε με τις συμβάσεις της 28 Μαρτίου1835 και 18 Φεβρουαρίου 1844 μεταξύ της ελληνικής και της οθωμανικής κυβέρνησης. Με τη σύμβαση της 3 Σεπτεμβρίου 1837 ρυθμίσθηκαν οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών Οθωμανών του άνω τμήματος της επαρχίας Θηβών. Ως προς την τύχη των οθωμανικών κτημάτων του κάτω τμήματος της επαρχίας, το ελληνικό Δημόσιο αρχικά δεν τα αναγνώρισε ως ιδιωτικές οθωμανικές ιδιοκτησίες, αφού τα κατείχε την 3η Φεβρουαρίου 1830, αλλά τελικά συγκατένευσε να παραχωρηθούν στους νέους κατόχους τους, δηλαδή θεώρησε έγκυρους τους τίτλους των Ελλήνων αγοραστών των τέως οθωμανικών ιδιοκτησιών στην περιοχή αυτή (Δηλοποίηση Γραμματείας επί των Οικονομικών της 20ης Φεβρουαρίου 1842 και Β.Δ. 2 Νοεμβρίου 1843).
Η "Ειδική Μικτή Επιτροπή προς διάλυσιν των μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών διαφορών ένεκα διαφιλονεικουμένων ακινήτων ιδιοκτησιών" συστάθηκε το 1836 με το ΒΔ 26 Ιουνίου 1936. Σύμφωνα με αυτό ανατέθηκε στην επιτροπή η δικαιοδοσία για επίλυση των διαφορών και αφαιρέθηκε από την τακτική δικαιοσύνη (όσων οι υποθέσεις ακόμα ήταν ανοιχτές), εκτός από αυτές για τις οποίες υπήρχε αμετάκλητη απόφαση. Η επιτροπή αποτελούνταν από ίσο αριθμό ελλήνων και οθωμανών αντιπροσώπων. Το ΒΔ όριζε ως προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων τον Δεκέμβριο του 1836 (προθεσμία που παρατεινόταν έκτοτε κάθε χρόνο). Η επιτροπή είχε συμβιβαστική και δικαστική εξουσία. Σε πρώτη φάση επιδιωκόταν ο συμβιβασμός και, αν αυτός αποτύγχανε, η επιτροπή δίκαζε τις υποθέσεις. Ο νόμος όριζε και τη διαδικασία που θα ακολουθούνταν. Ο αιτών έπρεπε να υποβάλει έγγραφη αναφορά με τα στοιχεία του και αυτά του αντιδίκου καθώς και αίτηση με σύντομη έκθεση των απόψεών του. Τα αποδεικτικά έγγραφα (τίτλοι ιδιοκτησίας κλπ) θα επισυνάπτονταν σε αντίγραφα. Με ειδικές διατάξεις του ΒΔ 2 Οκτωβρίου 1836, ορίστηκε ότι αρμόδιο όργανο για να κρίνει τη δικαιοδοσία ανάμεσα στα τακτικά δικαστήρια και την Επιτροπή σε περίπτωση που είχαν κατατεθεί αγωγές σε τακτικά δικαστήρια ήταν ο Άρειος Πάγος. Μεταγενέστερα νομοθετήματα ρύθμισαν διάφορα θέματα της επιτροπής. Το αρχείο της επιτροπής χρησιμοποιήθηκε από το ελληνικό κράτος και τους πολίτες και για την αναγνώριση των τίτλων των Ελλήνων αγοραστών μετά το 1842.
Με το νόμο ΦΞΔ΄ "Περί καταργήσεως της Μικτής Επιτροπής" (ΦΕΚ Α΄ 28/1859) ορίστηκε ότι η επιτροπή θα καταργούνταν το 1862.

Βασιλική Φάλαγγα

  • Corporate body
  • 1835 -

Βασιλική φάλαγγα ονομάσθηκε το από τον Βασιλιά Όθωνα συσταθέν το έτος 1835 σώμα αξιωματικών στο οποίο κατατάχθηκαν «τιμής ένεκεν» οι κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήρωες και αγωνιστές οπλαρχηγοί οι οποίοι είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω έλλειψης στοιχειώδους μόρφωσης και άλλων απαιτουμένων προσόντων ήταν αδύνατον να καταταχθούν στον τακτικό στρατό. Οι καταταχθέντες σ΄ αυτή τη φάλαγγα ονομάσθηκαν «Φαλαγγίτες» και έλαβαν, ανάλογα με το χρόνο (διάστημα) των υπηρεσιών τους στον Αγώνα της Εθνεγερσίας, διάφορους βαθμούς από του ανθυπολοχαγού μέχρι του συνταγματάρχη. Μισθοδοτούνταν από το δημόσιο ταμείο όπως και οι λοιποί αξιωματικοί του τακτικού στρατού, εκτός ορισμένων στους οποίους προς αμοιβή των υπηρεσιών τους παραχωρήθηκαν εθνικές γαίες. Παράλληλα τους δόθηκε το δικαίωμα της κατοχής και αναγνώρισης ιδιαίτερης σφραγίδας με το όνομά τους για να τους παρέχονται κάποιες «ατέλειες» (απαλλαγές).
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B1 [τελευταία επίσκεψη 22/5/2020].

Results 501 to 600 of 9047