Εμφανίζει 17830 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Κεντρική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων

Η Γραμματεία «Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» ιδρύθηκε με το Διάταγμα της 3/15ης Απριλίου του 1833. Σε αυτήν ενσωματώθηκε η Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων, η οποία ιδρύθηκε με Νόμο της Αντιβασιλείας (10ης/22ης-5-1834).

Με το Σύνταγμα του 1844 οι Γραμματείς της επικράτειας μετονομάστηκαν σε Υπουργούς. Η ονομασία «Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» καθιερώθηκε νομοθετικά με τον Νόμο ΛΓ’ της 3/7ης-6-1846. Για πρώτη φορά τότε προβλέφθηκε η εσωτερική διαίρεση του Υπουργείου, και η δημιουργία ειδικού τμήματος για τις αρχαιότητες και τα μουσεία, που ονομάστηκε Τμήμα (Β’) Αρχαιολογικό. Αρχικά, επί Όθωνος η επικράτεια ήταν διαιρεμένη σε 3 αρχαιολογικές περιφέρειες (Αττικής και Στερεάς, Πελοποννήσου και Νήσων), ενώ το 1886 οι αρχαιολογικές περιφέρειες ανήλθαν σε 11 (ΦΕΚ Α΄, 15). Το αρχείο του 19ου αιώνα, διασώζεται ως τις μέρες μας αρχειοθετημένο ανά αρχαιολογική περιφέρεια.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι αρχαιολογικές περιφέρειες το 1910 ήταν 7 (Ν. 3730, ΦΕΚ Α΄, 178), ενώ το 1915 η επικράτεια διαιρέθηκε σε 12 αρχαιολογικές περιφέρειες (ΦΕΚ Α’, 80).

Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως μετονομάστηκε το 1926, σε Υπουργείο Θρησκευμάτων και Παιδείας (ΦΕΚ Α΄, 140). Οι αρχαιότητες και η διαχείρισή τους εξακολούθησε να βρίσκεται στην αρμοδιότητα του ανεξάρτητου Τμήματος Β’ (Αρχαιολογικό).

Το 1937 το Υπουργείο μετονομάστηκε εκ νέου σε Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας (ΦΕΚ Α’, 267). Δημιουργήθηκε η Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων, Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, στην οποία υπαγόταν η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών μνημείων. Η τελευταία αποτελείτο από δύο τμήματα: το Τμήμα Α’ Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων και το Τμήμα Β’ Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων.

Με τον Α.Ν. 1158/1938 (ΦΕΚ Α΄, 121) το Τμήμα Αναστηλώσεων Αρχαίων Μνημείων αναβαθμίστηκε σε ανεξάρτητη Διεύθυνση Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων.

Με τον Α.Ν. 1491/1941 (ΦΕΚ Α΄, 455) καταργήθηκε η Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων, Γραμμάτων και Καλών Τεχνών. Στην υφιστάμενη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων συμπεριελήφθη και η Υπηρεσία Αναστηλώσεως.

Με το Ν.Δ. 1521/1942 (ΦΕΚ Α΄, 182) προστέθηκαν στις αρμοδιότητες της Διευθύνσεως Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων το Τμήμα (Α’) Διοικητικόν, Απαλλοτριώσεων και Αρχαιολογικών Πόρων και το Τμήμα (Β’) Προσωπικού, Διεκπεραιώσεως και Αρχείων.

Με το Β.Δ. 634/1960 (ΦΕΚ Α΄, 143) η Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Αποτελούνταν από: (Α) τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων (Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων και Ανασκαφών, Τμήμα Μουσείων, Τμήμα Απαλλοτριώσεων), (Β) τη Διεύθυνση Αναστηλώσεως (Τμήμα Μελετών, Τμήμα Εκτελέσεως) και (Γ) το Τμήμα Διοικητικού.

Το 1966 η Υπηρεσία μετονομάστηκε σε Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως (ΓΔΑΑ) (ΦΕΚ Α΄, 184) και διαρθρώθηκε στις ακόλουθες τρεις Διευθύνσεις: (1) Διεύθυνση Αρχαιοτήτων (Τμήμα Α΄ Αρχαιολογικών χώρων και διώξεως της αρχαιοκαπηλείας, Τμήμα Β’ Μουσείων και Ιδιωτικών Συλλογών, Τμήμα Γ’ Απαλλοτριώσεων και Τμήμα Δ’ Καλλιτεχνικής, τεχνικής και εκπαιδευτικής οργανώσεως). (2) Διεύθυνση Αναστηλώσεως (Τμήμα Α’ Μελετών και έργων μνημείων, Τμήμα Β’ Μελετών και Έργων Μουσείων). (3) Διεύθυνση Ξένων Σχολών, Ανωτάτων Ιδρυμάτων και Πολιτιστικών Σχέσεων (Τμήμα Α’ Συντονισμού, Τμήμα Β’ Δημοσιευμάτων και Πνευματικής δραστηριότητος). Η τήρηση του αρχείου ανατέθηκε στο Τμήμα Γραμματείας.

Από το 1910 μέχρι το 1966 το αρχειακό υλικό διασώζεται αρχειοθετημένο θεματικά ανά έτος. Η δημιουργία της ΓΔΑΑ σηματοδοτεί ένα ορόσημο ως προς τη διαχείριση του παραγόμενου αρχειακού υλικού καθώς διακόπτεται οριστικά η ταξινόμησή του ανά θεματικές κατηγορίες. Έκτοτε αρχίζει να εφαρμόζεται η χωροχρονική ταξινόμησή του, δηλαδή, η ανά εφορεία και ανά έτος αρχειοθέτηση της διοικητικής αλληλογραφίας.

Με το Ν.Δ. 957/1971 (ΦΕΚ Α, 166) ιδρύθηκε το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών (ΥΠΠΕ).

Με την αριθμ. ΥΠ.Π.Ε./ΔΙΟΙΚ/Γ/7857/16-2-1973 Μόνιμη Οδηγία Διοικήσεως καθιερώθηκε στη ΓΔΑΑ προσωρινό Θεματολόγιο ως βασικό υπηρεσιακό μέτρο διαχείρισης της ολοένα διογκούμενης διοικητικής αλληλογραφίας. Η εν λόγω μέθοδος, που εξασφάλιζε την ομοιομορφία ως προς την αρχειοθέτηση της παραγόμενης αλληλογραφίας, διαμόρφωσε τη δομή του σωζόμενου αρχειακού υλικού και είναι σε χρήση μέχρι τις μέρες μας. Η αρίθμηση των φακέλων (φ.) των υποθέσεων που διαχειριζόταν η κεντρική Υπηρεσία έγινε ανά περιφερειακή υπηρεσία αρχαιοτήτων (εφορεία).

Με το Π.Δ. 941/1977 (ΦΕΚ Α΄, 320) η ΓΔΑΑ αποκτά τη διάρθρωση που με μικρές διαφοροποιήσεις ισχύει μέχρι τις μέρες μας. Απαρτίζεται από: (α) την Υπηρεσία Αναστήλωσης, (β) τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Δ.Π.Κ.Α.), (γ) τη Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (Δ.Β.Μ.Μ.), (δ) τη Διεύθυνση Αρχείου Μνημείων και Δημοσιευμάτων (Δ.Α.Μ.Δ.), (ε) τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων, (στ) το Τμήμα Απαλλοτριώσεων και (ζ) τη Γραμματεία του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

Η Δ.Π.Κ.Α.. διαρθρώθηκε σε Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων και Φυσικών Τοπίων (Α1), σε Τμήμα Μουσείων (Α2) και σε Τμήμα Ξένων Σχολών (Α3). Αντίστοιχη διάρθρωση ακολουθήθηκε και για τη Δ.Β.Μ.Μ (Τμήμα Β1, Β2). Η Δ.Α.Μ.Δ. απαρτίστηκε από το Τμήμα Αρχείου Μνημείων και το Τμήμα Δημοσιευμάτων. Μεταξύ των κυριότερων αρμοδιοτήτων της τελευταίας ήταν η τήρηση του Αρχείου της Κεντρικής Υπηρεσίας (ΓΔΑΑ).

Με τον Ν. 1558/1985 (ΦΕΚ Α΄, 137) το Υπουργείο μετονομάστηκε σε Υπουργείο Πολιτισμού.

Με το Π.Δ. 426 (ΦΕΚ Α΄, 163/30-11-1990) τόσο η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων όσο και η Διεύθυνση Αναστήλωσης μετατράπηκαν σε Γενικές Διευθύνσεις. Η Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων είχε την ακόλουθη διάρθρωση:
(Α) Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
(Β) Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
(Γ) Αρχείο Μνημείων και Δημοσιευμάτων
(Δ) Διεύθυνση Συντήρησης
-Τμήμα Απαλλοτριώσεων
-Γραμματεία Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου

Με το Π.Δ. 191/2003 (ΦΕΚ Α΄, 146) η Κεντρική Υπηρεσία διαιρέθηκε σε τέσσερις Γενικές Διευθύνσεις. Στην αρμοδιότητα της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Γ.Δ.Α.Π.Κ.) βρίσκονταν επτά Διευθύνσεις και δύο Τμήματα. Η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Δ.Π.Κ.Α.) συγκροτήθηκε από το Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας (Α1), το Τμήμα Ελληνικών και Ξένων Επιστημονικών Ιδρυμάτων, Οργανισμών και Διεθνών Θεμάτων (Α2) και το Τμήμα Γραμματειακής και Οικονομικής Υποστήριξης (Α3). Αντίστοιχα η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων (Δ.Β.Μ.Α.) συγκροτήθηκε από τα Τμήματα Β1,Β2 και Β3. Η Δ.Α.Μ.Δ. μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων (Δ.Ε.Α.Μ.).

Με το Π.Δ. 186/2009 (ΦΕΚ Α’, 213) το Υπουργείο Πολιτισμού συγχωνεύτηκε με το Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης (ΥΠ.ΠΟ.Τ.).

Με το Π.Δ. 85/2012 (ΦΕΚ Α΄, 141) συγκροτήθηκε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α.).

Με το Π.Δ. 118/2013 (ΦΕΚ Α’, 152) το Υπουργείο μετονομάστηκε σε Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠ.ΠΟ.Α.).

Με το Π.Δ. 24 (ΦΕΚ Α’, 20, 27-1-2015) το Υπουργείο μετονομάστηκε σε Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων (Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ.).

Με το Π.Δ. 70 (ΦΕΚ Α’ 114, 22-9-2015) το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανασυστάθηκε (ΥΠ.ΠΟ.Α.).

Το Ι.Α.Α.Α. διασώζει το αρχειακό υλικό, που παράχθηκε από την Κεντρική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων από το 1834 μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από τη διοικητική αλληλογραφία, που παράχθηκε από τα Τμήματα Α1-Α2 της Δ.Π.Κ.Α., και Β1-Β2 της Δ.Β.Μ.Α.

Στο Ι.Α.Α.Α. φυλάσσεται ακόμη και τμήμα του ενεργού Αρχείου της Δ.Π.Κ.Α και της Δ.Β.Μ.Α. των ετών 2000-2010 που παράχθηκε από τα Τμήματα Α1 της Δ.Π.Κ.Α. και Β1 της Δ.Β.Μ.Α. και αποτελείται από διοικητική αλληλογραφία.

Κεντρικό Εργαστήριο Συντηρήσεως και Αποκαταστάσεως Ζωγραφιών και Ψηφιδωτών στο Βυζαντινό Μουσείο (ΚΕΣ)

Το 1965 ιδρύθηκαν Κεντρικά Εργαστήρια Συντήρησης στο Εθνικό Αρχαιολογικό και στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Το «Κεντρικό Εργαστήριο Συντηρήσεως και Αποκαταστάσεως Ζωγραφιών και Ψηφιδωτών» με έδρα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο αναλάμβανε την εκπαίδευση καλλιτεχνών και τεχνιτών στη συντήρηση και αποκατάσταση εικόνων ή άλλων βυζαντινών αλλά και νεότερων μουσειακών έργων, τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, καθώς και την εκτέλεση των αντίστοιχων εργασιών συντήρησης σε όλη την επικράτεια. Εισήγαγε δε, την έννοια της συστηματικής τεκμηρίωσης, όχι μόνο με τη σύνταξη έντυπων δελτίων ώστε οι προμελέτες και οι εκθέσεις των εργασιών να έχουν πληρότητα και ομοιομορφία, αλλά και τη φωτογραφική τεκμηρίωση των εργασιών επί των μνημείων. Το ΚΕΣ του Βυζαντινού Μουσείου λειτούργησε έως το 1973, καθώς οι αρμοδιότητές του μεταβιβάστηκαν στο Κέντρο Συντήρησης Αρχαιοτήτων (ΚΣΑ).

Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1927 -

Το Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου ιδρύθηκε με το π.δ. από 27−05−1927 «Περί διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού» (Α ́ 104) και μετατάχθηκε σε Κεντρικό Λιμεναρχείο με το π.δ. 1013/1977 «Περί μετατάξεως του Λιμεναρχείου Βόλου εις Κεντρικόν Λιμεναρχείον» (Α ́ 341).

Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου, Λιμενικός Σταθμός Αγίας Κυριακής Τρικέρων

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1977 - 2014

Ο Λιμενικός Σταθμός Αγίας Κυριακής Τρικέρων Μαγνησίας ιδρύθηκε με την αριθ. 11068/5/1977 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας «Περί συστάσεως Λιμενικού Σταθμού εις όρμον Αγίας Κυριακής Τρικέρων Νομού Μαγνησίας» (Β ́764). Με το Π.Δ. 81/2014 μετατάχθηκε σε Β ́ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου με έδρα την Αγία Κυριακή Τρικέρων Μαγνησίας.

Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου, Λιμενικός Σταθμός Αγίου Ιωάννη Μουρεσίου

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 2004 - 2014

Ο Λιμενικός Σταθμός Αγίου Ιωάννη Μουρεσίου Μαγνησίας ιδρύθηκε με το π.δ. 238/2004 « ́Ιδρυση Λιμενικού Σταθμού στον Άγιο Ιωάννη Μουρεσίου Μαγνησίας, καθορισμός αρμοδιοτήτων του και κατάταξή του σε κατηγορία σε σχέση με τα κριτήρια μεταθέσεων» (Α ́ 219). Καταργήθηκε με το π.δ. 81/2014.

Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος

  • Νομικό Πρόσωπο
  • ; - 1907

Ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος ασχολήθηκε με θέματα ενίσχυσης του πληθυσμού της Μακεδονίας και ανέπτυξε δράση σχετική με τα ζητήματα της Μακεδονίας. Το 1905 έγινε προσπάθεια να ενωθούν όλοι οι πατριωτικοί σύλλογοι της Αττικής, οι όποιοι αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Αρχικά ενώθηκαν μόνον ό «Μακεδονικός Σύλλογος» και ή «Μακεδονική Αδελφότης». Το νέο σωματείο έλαβε την ονομασία «Μακεδονικός Σύλλογος “Ό Μέγας Αλέξανδρος”». Στο τέλος του 1907 προσχώρησαν ό «Σύνδεσμος Μακεδόνων Φοιτητών» και ό «Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος» και τότε μόνον οι τέσσερις ενωμένοι σύλλογοι έλαβαν την ονομασία «Παμμακεδονικός Σύλλογος».

Κερασσώτης, Ιωάννης

  • Φυσικό Πρόσωπο

Ο Ιωάννης Κερασσώτης, πεθερός της Μαρίας Μιχαλιτσιάνου-Κερασσώτη, γεννήθηκε στην Ηράκλεια της Ανατολικής Θράκης το 1875 (στα μεταγενέστερα πιστοποιητικά ως ημερομηνία γέννησής του φέρεται η 1/11/1877). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Nancy. Φαίνεται ότι από το 1904 άσκησε το ιατρικό επάγγελμα στο Κάιρο. Το 1913, σε ηλικία 38 ετών ταξίδεψε στην Ελλάδα για να καταταγεί στο στρατό, φαίνεται όμως ότι επέστρεψε μετά από λίγους μήνες. Μεταξύ 1934 και 1937 ίσως έζησε για κάποιο διάστημα στην Ελλάδα, πάντως πιστοποιητικό του προξενείου Καΐρου βεβαιώνει ότι άσκησε ιατρική εκεί μέχρι το 1947.

Κεχαγιά, οικογένεια

  • Οικογένεια

Ο Χρήστος και η γυναίκα του, Μαρία Κεχαγιά ήταν δάσκαλοι. Σύμφωνα με τα έγγραφα που υπάρχουν στο αρχείο υπηρέτησαν στην Λέσβο, τη Σάμο και τη Λιβαδειά. Ο Χρήστος Κεχαγιάς διετέλεσε επίσης επιθεωρητής δημοτικών σχολείων. Για τον γιο τους Πλάτωνα γνωρίζουμε ότι την περίοδο 1952-1955 ήταν φοιτητής Ιατρικής.

Κηπουρός, Παναγιώτης

  • ; - 1901

Αιγυπτιώτης καταγόμενος από την Αγιά Λάρισας. Ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού, πλούτισε και θεωρείται ένας από τους ευεργέτες της Αγιάς, καθώς με χρήματά του κατασκευάστηκε το πρώτο σύγχρονο υδρευτικό δίκτυο της πόλης.

Κιάου, Νίκος

Ο Νίκος Κιάος, δημοσιογράφος, υπήρξε πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου για τον πυρηνικό αφοπλισμό Μπ. Ράσελ και από τους οργανωτές της πρώτης απαγορευμένης πορείας Ειρήνης του 1963. Ως στέλεχος της Πανελλήνιας Αντιδικτατορικής Οργάνωσης Σπουδαστών “Ρήγας Φεραίος” συνελήφθη, βασανίστηκε και δικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση ώς το 1973.

Κιαφαζέζης, Ηλίας

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1889–1964

Λόγιος από την Κορυτσά που έζησε χρόνια στη Ρουμανία και μετά υπήρξε διευθυντής του ρουμανικού σχολείου της γενέτειράς του. Ερεύνησε την ιστορία της Μοσχόπολης και των λογίων της και μετέφρασε Αλβανικά την «Αληπασιάδα» του Χατζή-Σεχρέτη.

Κιτσίκης, Δημήτρης Ν.

  • Φυσικό Πρόσωπο
  • 1935 -

Ο Δημήτρης Ν. Κιτσίκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, γιος του πρύτανη του Πολυτεχνείου και πολιτικού της αριστεράς, Νίκου Κιτσίκη (1887-1978) και της ελασίτισας και ελληνίδας φεμινίστριας Μπεάτας Κιτσίκη, το γένος Πετυχάκη. Εγκατέλειψε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το 1947, καταφεύγοντας στη Γαλλία, όπου σπούδασε σε γαλλικό γυμνάσιο, λύκειο και στη Σορβόννη. Εκεί υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, το 1962, με τίτλο "Προπαγάνδα και πιέσεις στη διεθνή πολιτική" (στα γαλλικά, εκδόσεις PUF). Από το 1960 έως το 1970 εργάστηκε ως εντεταλμένος ερευνών σε ανώτατα επιστημονικά κέντρα (Institut des Hautes Etudes Internationales, Γενεύη, CERI/FNSP και CNRS, Παρίσι), και αναδείχθηκε από τους γνωστότερους τουρκολόγους. Ασπαζόμενος τον μαοϊσμό, μετά από επανειλημμένα ταξίδια στη Λαϊκή Δημοκρατία τςη Κίνας, ήδη από το 1958, έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση του Μάη του 1968 στη Γαλλία και, εξαιτίας της, εξεδιώχθη από το γαλλικό πανεπιστήμιο. Κατέφυγε στον Καναδά, όπου το 1970 εξελέγη τακτικός καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα και το 1974 εισήγαγε τις κινεζικές σπουδές. Το 1999 εξελέγη τακτικό μέλος της Καναδικής Ακαδημίας. Στην Ελλάδα υπήρξε εντεταλμένος ερευνών στο ΕΚΚΕ. Στην Τουρκία υπήρξε εντεταλμένος καθηγητής στα πανεπιστήμια Μπογάζιτσι (Κωνσταντινούπολη) και Μπιλκέντ (Άγκυρα). Διετέλεσε σύμβουλος του προέδρου Τουργκούτ Οζάλ και υπήρξε στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι. Είναι κάτοχος τριών υπηκοοτήτων (ελληνικής, γαλλικής, καναδικής), κάτι που ικανοποιεί τον πανελληνισμό του: θεωρεί ότι ο Έλληνας είναι και πρέπει να είναι πλανητικός. Εκτός από τα βιβλία, διαδίδει τις ιδέες του και μέσω του περιοδικού γεωπολιτικής "Ενιάμεση Περιοχή" (1996- ).

Κλάδος, Ιωάννης

  • Φυσικό Πρόσωπο

Γιατρός με καταγωγή από τα Κύθηρα. Έζησε πολλά χρόνια στην Ύδρα, όπου ήταν υποπρόξενος της Ρωσίας. Η διαμονή του εκεί και η θέση του τον έκανε φίλο με την οικογένεια Κουντουριώτη. Ήταν γιατρός. Εξέδωσε το 1836 διατριβή με θέμα «Περί της Χολέρας εν Αθήναις». Ήταν ο πρώτος που έκανε ανακοίνωση κατά την έναρξη των εργασιών της εν Αθήναις Ιατρικής Εταιρείας, με ανακοίνωσή του «Πει υδροφοβίας». Ήταν ιδρυτικό μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και της έν Αθήναις Ιατρικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1837.

Αποτελέσματα 9601 έως 9700 από 17830