Εμφανίζει 9047 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή
Νομικό Πρόσωπο

Θεατρικός Οργανισμός "Κύτταρο"

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο Θεατρικός Οργανισμός «Κύτταρο» ιδρύθηκε το 1980 από μία ομάδα πνευματικών ανθρώπων, με στόχο «την καλλιτεχνική παιδεία του λαού και την προαγωγή της θεατρικής τέχνης». Πρόεδρός του υπήρξε ο Περικλής Αθανασόπουλος, ενώ μέλη και συνεργάτες του διετέλεσαν, μεταξύ άλλων, ο Μάνος Χαριτάτος, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Παπαγεωργίου, ο Μάριος Πλωρίτης, η Ελένη Βαροπούλου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η Χαρά Λουκάκου, η Σοφία Γεμενάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Δημήτρης Σπάθης, ο Βασίλης Βασιλειάδης και πολλοί ακόμη αξιόλογοι Έλληνες από τους χώρους των γραμμάτων και του θεάτρου.
Στη διάρκεια της λειτουργίας του (1980-1984), το «Κύτταρο» πραγματοποίησε σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων. Αξίζει να σημειωθεί η υπό την αιγίδα του Σωματείου ίδρυση και λειτουργία «Εργαστηρίου Θεατρικών Σπουδών», στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκαν διαλέξεις και σεμινάρια, θεωρητικά και εφαρμοσμένα, από σημαντικούς ιστορικούς και καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου.

[Πηγή: Υλικό του αρχείου.]

Θαλάσσιο Δικαστήριο (περιόδου Αγώνα)

  • Νομικό Πρόσωπο

Με τις διακηρύξεις του αποκλεισμού των παραλίων της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Εύβοιας, Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου, της Κρήτης και των λιμένων των Σποράδων από την Προσωρινή Διοίκηση στις 13 Μαρτίου 1822 και των παραλίων της Δυτικής Ελλάδος όσων «ευρίσκονται κατακρατούμενα από τους Οθωμανούς» από τη Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος στις 24 Απριλίου 1822 προβλέφθηκε η άσκηση νηοψίας από «δημόσια» αλλά και «ιδιωτικά» σκάφη εφοδιασμένα με την απαιτούμενη άδεια καταδρομής και ορίστηκε η δήμευση των «ύποπτων» πλοίων, εκείνων δηλαδή που εμπορεύονταν με τους αποκλεισμένους τόπους (δήμευση του φορτίου και του πλοίου).
Την εκδίκαση του σκάφους ή του φορτίου, το οποίο θεωρούσε ο «αποκλειστής» κατά τη νηοψία «ύποπτο», αναλάμβαναν λειοδικεία ή επιτροπές για την κρίση λειών, που λειτούργησαν στα πρώτα χρόνια του αγώνα στα σημαντικότερα λιμάνια όπου συγκροτήθηκαν και εξοπλίστηκαν ναυτικές μοίρες ή δίνονταν έγγραφα καταδρομής. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση του Μεσολογγίου όπου μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας και την κήρυξη του αποκλεισμού της Πάτρας στις 16 Φεβρουαρίου 1823 η εκδίκαση των λειών γινόταν από τριμελή επιτροπή της οποίας τα μέλη είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ανάμεσα στους πιο ειδήμονες. Μέλη επιτροπών - λειοδικείων υπήρξαν οι Γ. Λέλης, Γ. Ψημένος, Ν. Λουριώτης, Π. Παλαμάς, Σπ. Ραζής-Κότζικας, Σπ. Πεταλούδης και Π. Σιδέρης.
Με την ενίσχυση της κυβερνήσεως και την παράλληλη αύξηση του ελέγχου που απέκτησε για τη διεξαγωγή του Αγώνα τα λειοδικεία αυτά καταργήθηκαν για να παραχωρήσουν τη θέση τους στoΘαλάσσιο Δικαστήριο («Πενταμελής Επιτροπή, Τόπον Επέχουσα Θαλασσίου Κριτηρίου») που ιδρύθηκε δια του Διατάγματος 6677/24 Απριλίου 1825
στο Ναύπλιο. Η επιτροπή αυτή επιφορτίσθηκε να εξετάζει «μετ' ακριβείας τα ενταύθα παρά του στόλου διευθυνόμενα εμπορικά πλοία ξένης υπερασπίσεως, ως φέροντα ιδιοκτησίας εχθρικάς, να κάμη την κατά νόμους απόφασιν και να αναφέρη τας αποφάσεις της εις την Διοίκησιν δια του Υπουργείου του Δικαίου». Μέλη της Επιτροπής διορίστηκαν οι: Εμμανουήλ Ξένος, Διονύσιος Ορφανός, Νικόλαος Πρασακάκης, Δημήτριος Μάξιμος και Χαράλαμπος Στεκούλης και γενικός γραμματέας ο Γεώργιος Καλόγνωμος. Μέλη της Επιτροπής υπήρξαν, επίσης, οι Κάρολος Δρακόπουλος, Νικόλαος Γερακάρης, Διονύσιος Ορφανός, Νικόλαος Κρίτζος και Κυριάκος Τασίκας.
Η Αντικυβερνητική Επιτροπή δια του Διατάγματος 96/22 Ιουνίου 1827 προχώρησε στην ανασυγκρότηση της ανωτέρω επιτροπής στην οποία ανατέθηκε «να εξετάζη και κρίνη μετ’ ακριβείας τα συλλαμβανόμενα παρά πολεμικών και καταδρομικών πλοίων και διευθυνόμενα ενταύθα εμπορικά πλοία ξένης υπερασπίσεως ως φέροντα λαθρεμπορίαν του πολέμου ιδιοκτησίας εχθρικάς, να κάμη περί τούτων την κατά νόμους απόφασιν και να διευθύνη τας αποφάσεις της εις την Κυβέρνησιν». Μέλη της Επιτροπής διορίστηκαν οι Σπυρίδων Κυπαρίσσης, Σταμάτιος Μαυρογορδάτος, Εμμανουήλ Μελετόπουλος, Κωνσταντίνος Αξιώτης και Διονύσιος Κώπας και γενικός γραμματέας ο Ν. Φλογαΐτης.
Θαλάσσιο Δικαστήριο συστήθηκε τελικά επί Καποδίστρια δια του κυβερνητικού ψηφίσματος υπ. αριθμ. Κϛ ́/10 Απριλίου 1829 «περί Οργανισμού του Θαλασσίου Δικαστηρίου» με αρμοδιότητα «την κρίσην και την επίλυσην των εκ λειών διαφορών».

Θέατρο "Σμύρνη"

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1940 - ;

Το θέατρο «Σμύρνη», ιδιοκτησίας των Βασιλείου Αλιφέρη, Στυλιανού Παγώνη και Αναστασίου Αναστασιάδη, βρισκόταν στη Νίκαια, επί της οδού Γεωργίου Κονδύλη. Με βάση τα στοιχεία που παρέχονται από το αρχείο, λειτουργούσε από το 1940.

Κατά την περίοδο 1942-1943, το θέατρο ενοικιάστηκε από τον ηθοποιό και θιασάρχη Ζαχαρία Μέρτικα, ο οποίος πραγματοποίησε σειρά παραστάσεων οπερετών και επιθεωρήσεων.

Στη συνέχεια, οι ιδιοκτήτες του το παραχώρησαν σε άλλους θιάσους, ενώ φαίνεται πως λειτούργησε και ως κινηματογράφος.

[Πηγή: Υλικό του αρχείου].

ΗΦΑΙΣΤΟΣ Ανώνυμος Μεταλλευτική και Βιομηχανική Εταιρία

  • Νομικό Πρόσωπο

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1904 από τον Γερμανό μεταλλειολόγο Grohmann με την υπ’ αριθ. 23843/2.6.04 πράξη του συμβολαιογράφου
Αθηνών Ε. Γκορίτσα, με την επωνυμία Ανώνυμος Μεταλλευτική Εταιρεία ΗΦΑΙΣΤΟΣ, έδρα την Αθήνα και σκοπό την εκμετάλλευση, εμπόριο, μεταφορά και κάθε χρήση θηραϊκής γης. Το καταστατικό της εταιρείας εγκρίθηκε με το Β.Δ. 19/6/1904, που τροποποιήθηκε με το Β.Δ. 22/4/1909. Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της 28ης Ιουλίου 1924, η εταιρεία μετονομάστηκε σε Ανώνυμο Μεταλλευτική και Βιομηχανική Εταιρεία ''Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ'' (ΦΕΚ παράρτημα υπ' αριθ. 175/16.7.1925). Το 1948, ο Α. Βαλσαμάκης εξαγόρασε τις μετοχές κυριότητας Grοhmann. Στην εταιρεία χορηγήθηκε δάνειο από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) ύψους 33 χιλ. δολ. στις 24/8/1948, με την υπ’ αριθ. 44465/13.7.1948 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμου Δημοκωστούλα, μέσω της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. Σύμφωνα με εκτίμηση της ΕΚΤΕ του έτους 1948, η περιουσία της εταιρείας ανερχόταν σε 480 εκατ. δρχ. (ή 3.185 χρυσές λίρες Αγγλίας). Κατά την 1/1/1957 το μετοχικό της κεφάλαιο ανερχόταν στις 2.716.716,15 δρχ. κατανεμημένο σε 40.000 μετοχές. Τη μετοχική σύνθεση αποτελούσαν ο Ανδρέας Βαλσαμάκης με 10.095 μετοχές (ποσοστό 25,24%), ο Νικόλαος Βαλσαμάκης με 6.625 μετοχές (ποσοστό 16,56%), ο Ιάσων Αποστολίδης με 7.510 μετοχές (ποσοστό 18,77%), κληρονόμοι Δημ. Λιωνέττη με 6.095 μετοχές (ποσοστό 15,24%), ο Γεώργιος Πιτσώκος με 2.000 μετοχές (ποσοστό 5%), ο Ιωάννης Γεωργαλάς με 2.000 μετοχές (ποσοστό 5%), το Αμαλίειον Ορφανοτροφείο με 1.250 μετοχές (ποσοστό 3,12%) και διάφοροι μικρομέτοχοι με 4.425 μετοχές (ποσοστό 11,07%). Την ίδια περίοδο η διοίκηση της εταιρείας ασκείτο από πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο μέχρι τοv θάνατο του Δημ. Λιωνέττη την 15/4/1957 συγκροτούσαν οι: Ανδρέας Βαλσαμάκης (Πρόεδρος Δ.Σ.), Δημ. Λιωνέττης (Διευθύνων Σύμβουλος), Ιάσων Αποστολίδης (Σύμβουλος), Γεώργιος Πιτσώκος (Σύμβουλος) και Ιωάννης Γεωργαλάς (αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον Λεωνίδα
Τζουγανάτο). Το Ελληνικό Δημόσιο κατέσχε τις μετοχές του Α. Βαλσαμάκη και άλλων μετόχων που θεωρήθηκαν κυριότητας Grohmann. Τον Μάιο 1964, και μετά από έγκριση του ΟΧΟΑ λόγω της κακής πορείας των εργασιών της, η εταιρεία εκμίσθωσε τα ορυχεία της σε τρίτους επί μία πενταετία για τη κάλυψη των γενικών εξόδων λειτουργίας και συντήρησης των γραφείων της. Κατά τη Γενική Συνέλευση του 1966 εμφανίσθηκαν ως μέτοχοι το Ελληνικό Δημόσιο με 23.087 μετοχές και ο Ιάσων Αποστολίδης με 14.100 μετοχές. Με την υπ' αριθ. 276864/25.11.1968 κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών «Περί μεταβιβάσεως εις την ΕΤΒΑ δικαιωμάτων του Δημοσίου επί μετοχικού κεφαλαίου της Ανωνύμου Μεταλλευτικής και Βιομηχανικής Εταιρείας ''Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ''», μεταβιβάστηκαν οι 20.924 μετοχές (ποσοστό 52,31%) κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΦΕΚ τεύχος Β ́ υπ' αριθ. 664/1968). Η μεταβίβαση εγκρίθηκε κατά την υπ' αριθ. 119/11 και 15.9.1969 συνεδρίαση Δ.Σ. της ΕΤΒΑ. Κατά την επαναληπτική Γενική Συνέλευση της 20ής Οκτωβρίου 1978 αποφασίστηκε η διάλυση της εταιρείας, η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση και διορίστηκαν ως εκκαθαριστές οι Ιωάννης Μπαντέκας (Καθηγητής Πολυτεχνείου), Πηνελόπη Τσιούνη (Τμηματάρχης ΕΤΒΑ) και Χαράλαμπος Παπαποστόλου (Τμηματάρχης ΕΤΒΑ). Στην έκθεση της Διεύθυνσης Συμμετοχών της 13ης/8/1992 με
τίτλο «Πορεία αποκρατικοποίησης εταιρειών συμμετοχής ΕΤΒΑ»αναφέρεται πως οι εκκαθαριστές είχαν πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της. Η διάλυσή της καθυστέρησε καθώς δεν εμφανίζονταν οι μέτοχοι που είχαν το 10% επί του συνόλου των μετοχών. Το έτος 2000 με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο 2,1 εκατ. δρχ. και ποσοστό συμμετοχής ΕΤΒΑ 52,31% η εταιρεία βρισκόταν σε εκκαθάριση σύμφωνα με το Ν. 2190/20.

Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών - Πειραιώς (Η.Σ.Α.Π.)

  • Νομικό Πρόσωπο

Η λέξη «σιδηρόδρομος» εκφράστηκε για πρώτη φορά το 1843 από το σύμβουλο του υπουργείου εξωτερικών, Αλέξανδρο Ραγκαβή. Ο Ραγκαβής προτείνε την ίδρυση σιδηροδρόμου για την ένωση της Αθήνας με τον Πειραιά, ο οποίος θα έλυνε το συγκοινωνιακό πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η αύξηση του πληθυσμού στις δυο αυτές πόλεις. Τον Νοέμβριο του 1855 ψηφίστηκε ο Νόμος ΤΖ΄ ¨περί συστάσεως Σιδηροδρόμου¨, σύμφωνα με τον οποίο ο βασιλιάς μπορούσε να παραχωρήσει το δικαίωμα σύστασης σιδηροδρόμου σε εταιρία ή σε ιδιώτη.
Το 1866 ο Νόμος ΡΝΖ΄συμπλήρωνε τον προηγούμενο και επιπλέον καθόριζε τις λεπτομέρειες σχετικά με τις αποζημιώσεις των κτημάτων τα οποία έπρεπε να απαλλοτριωθούν προκειμένου να λειτουργήσει ο σιδηρόδρομος. Τον Οκτώβριο του 1867 υπογράφεται Σύμβαση μεταξύ του Άγγλου κεφαλαιούχου Εδουάρδου Πίκεριγκ και του Υπουργού Εσωτερικών Αλέξανδρου Κουμουνδούρου ¨περί συστάσεως Σιδηροδρόμου απ’ Αθηνών εις Πειραιά¨. Η Σύμβαση κυρώνεται με τον Νόμο ΣΜΑ΄. Επίσης ο Νόμος ΤΔ΄(1868) επιτρέπει στον Πίκεριγκ την κατασκευή θαλλάσιων λουτρών στην περιοχή του Φαλήρου τα οποία θα συνδέονται με τον σιδηρόδρομο. Τον ίδιο χρόνο ο Πίκεριγκ θέλησε να μεταβιβάσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε μια νέα εταιρία με τίτλο ¨Ανώνυμος Εταιρία απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου¨ (ΣΑΠ). Η εταιρία συστήνει το πρώτο διοικητικό συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τον Α. Σκουζέ (τραπεζίτης), Ι. Σκαλτσούνης (μηχανικός) και Δ. Δαμασκηνός (δικηγόρος). Τον Φεβρουάριο του 1869 έγιναν τα εγκαίνια του πρώτου ατμοκίνητου σιδηροδρόμου.
Το 1874 ο Πίκεριγκ αποσύρεται λόγω οικονομικών δυσχερειών και το 1880 η εταιρία (ΣΑΠ) εξαγοράζεται από την τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως αντί 60.000 λιρών Αγγλίας. Ιδρύεται νέα εταιρία (¨Ανώνυμος Εταιρία απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου¨) με κεφάλαιο 4.000.000 δραχμές. Με τη δημιουργία της νέας εταιρίας παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη του σιδηροδρόμου. Κατασκευάζονται νέα βαγόνια, ολοκληρώνεται η ανέγερση του σταθμού του Πειραιά, χτίζονται οι σταθμοί του Θησείου, του Φαλήρου και του Μοσχάτου.
Με το Νόμο ΑΨΞΔ΄(1889) επικυρώνεται η Σύμβαση μεταξύ του ΣΑΠ και της νεοσυσταθείσας από τον Στ. Ψύχα ¨Εταιρίας Προεκτάσεως του απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου¨ βάσει της οποίας η δεύτερη θα αναλάμβανε το έργο της προέκτασης της γραμμής του ΣΑΠ από το Θησείο προς το Μοναστηράκι και την Ομόνοια.
Το 1898 υπογράφτηκε Σύμβαση μεταξύ του υπουργού Εσωτερικών Θεοτόκη, του προέδρου του ΣΑΠ Φιλάρετου και του προέδρου της ¨Εταιρίας Προεκτάσεως Ψύχα¨ Ι. Βαλαωρίτη για την συγχώνευση των δύο εταιριών και την αντικατάσταση της ατμοκίνητης έλξης με ηλεκτρική. Ο νόμος ΒΨΞΕ΄ του 1900 κυρώνει την Σύμβαση.
Το 1903 η εταιρία «ελληνική ηλεκτρική εταιρία /Thomson Houston de la Mediterranée», αναλαμβάνει την ηλεκτροδότηση του δικτύου. Στις 16/9/1904 εγκαινιάζεται η πρώτη ηλεκτροκίνητη διπλή γραμμή του αστικού σιδηροδρόμου.
Ανάμεσα στο 1924 και το 1925, ο όμιλος Power and Traction Finance Company, που είχε σχηματισθεί με αγγλικά και ελληνικά κεφάλαια, υπέβαλε στον ΣΑΠ προτάσεις συνεργασίας. Τον Οκτώβριο του 1925 η εταιρία Σιδηροδρόμων Αττικής, η εταιρία Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς και η εταιρία τροχιοδρόμων Αθηνών- Πειραιώς και περιχώρων συγχωνεύτηκαν με τον όμιλο Power and Traction Company σχηματίζοντας 2 εταιρίες, την εταιρία ¨Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι¨ (ΕΗΣ) και την ¨Ηλεκτρική Εταιρία Μεταφορών ¨(ΗΕΜ). Πρόεδρος της νέας εταιρίας (ΕΗΣ) είναι ο Αλέξανδρος Βλάγκαλης.
Η ΕΗΣ εγκαινιάζει πολλούς νέους σταθμούς μέχρι το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τον οποίο προσφέρει μεγάλη βοήθεια για την μετακίνηση των στρατιωτών. Τον Ιανουάριο του 1944 βομβαρδίζεται ο Πειραιάς με αποτέλεσμα να υποστεί ο Σταθμός σημαντικές καταστροφές. Το 1950 παραχωρείται από την ΗΕΜ στην ΕΗΣ το δικαίωμα ολοκλήρωσης των έργων ηλεκτροκίνησης. Η σύμβαση κυρώνεται το 1954 και η διάρκεια προνομίου επεκτείνεται μέχρι 31/12/1975.
Το 1976 οι ΕΗΣ κρατικοποιούνται και μετονομάζονται σε ΗΣΑΠ με τον Νόμο 352 (¨περί ιδρύσεως οργανισμού προς ανάληψη των παρά των ΕΗΣ Α.Ε. εκτελούμενων μεταφορών¨) - ΦΕΚ Α 147/16.6.1976. Σύμφωνα με το άρθρο 2 ο ΗΣΑΠ αποτελεί δημόσια επιχείρηση και λειτουργεί για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Το καλοκαίρι του 1977 ανατίθεται στην ελληνογαλλική κοινοπραξία SOFRETU-SGTE SOGELERG-ΑΔΚ η σύνταξη κατασκευαστικής προμελέτης για το νέο ΜΕΤΡΟ της Αθήνας. Το 1978 ο ΗΣΑΠ εντάσσεται στο σύστημα Αστικών Συγκοινωνιών της πρωτεύουσας τον οποίο εποπτεύει ο νεοϊδρυθείς (1977) Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών (ΟΑΣ σημερινός ΟΑΣΑ). Τέλος το 1991 ιδρύεται η εταιρία «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε».

Η επί της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης Επιτροπή της επί της Οικονομίας Επιτροπής της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελληνικής Πολιτείας

  • Νομικό Πρόσωπο

Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) και ο Γαλλοελβετός τραπεζίτης Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος (1775-1863) είχαν γνωριστεί το 1814 στο Συνέδριο της Βιέννης. Συνομήλικοι και φίλοι ανέπτυξαν και διατήρησαν τα χρόνια της διαμονής του Καποδίστρια στη Γενεύη μια στενή και ειλικρινή συνεργασία. Θερμός φιλέλληνας ο Εϋνάρδος είχε την ιδέα για την ίδρυση ενός πιστωτικού οργανισμού που θα προικιζόταν από τα εναπομείναντα κεφάλαια των δανείων και θα αυξανόταν από νέες εγγραφές με σκοπό την προσπάθεια ενίσχυσης της ρευστότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας. Ο ίδιος είχε συνεισφέρει 100.000 φράγκα στην ίδρυση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας.
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα συστάθηκε αμέσως μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας έφτασε στην Αίγινα στις 11/23 Ιανουαρίου 1828 και ορκίστηκε Κυβερνήτης στις 26 του ίδιου μήνα. Με το ψήφισμα του Κυβερνήτη της 2ας Φεβρουαρίου 1828 ιδρύθηκε η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, μια κρατική τράπεζα που θα εξέδιδε έντοκες ομολογίες και μετοχές «επί τη προσδοκία ότι τα κεφάλαια ήθελον συρρεύσει δι’ αυτής εκ πατριωτισμού εις το κενόν δημόσιον ταμείον και θα ανακουφισθώσιν αι επείγουσαι και πολλαπλαί αυτού ανάγκαι…».

Σύμφωνα με το ψήφισμα που συνίστατο από 8 άρθρα, η λειτουργία της Τράπεζας προβλεπόταν ως εξής:
Τα κεφάλαια της Τράπεζας προέρχονταν από τις καταθέσεις των μετόχων, οι οποίοι θα λάμβαναν τόκο 8% ετησίως.
Οι πολίτες μπορούσαν επίσης να αποκτήσουν μερίδες στην Τράπεζα προσφέροντας προϊόντα που μπορούσαν να πωληθούν σε ξένους τόπους. Τα χρήματα των μετόχων παρέμεναν κατατεθειμένα στην Τράπεζα με προθεσμία ενός ολόκληρου έτους. Μετά την παρέλευση του έτους, και έχοντας κάνει αίτηση ένα μήνα πριν, οι καταθέτες/μέτοχοι είχαν δικαίωμα να λάβουν πίσω μέρος ή το σύνολο του κεφαλαίου τους. Επίσης, με τη συμπλήρωση της προθεσμίας ενός έτους οι «χρεωστικές αποδείξεις» (ομολογίες), που έδιδαν οι διευθυντές της Τράπεζας στους μετόχους, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν (το αντίτιμό τους) για την αγορά προσόδων του Κράτους, στην ενοικίαση εθνικών κτημάτων ή και στην αγορά εθνικών γαιών στο μέλλον. Τη Διοίκηση της Τράπεζας, που είχε έδρα την Αίγινα, ασκούσαν ο Πρόβουλος του επί της Οικονομίας Τμήματος του Πανελληνίου με δύο συνεργάτες διορισμένους από τον Κυβερνήτη.

Η Εθνική Χρηματιστική δεν κατάφερε να προσελκύσει ικανά κεφάλαια, ενώ ως καθαρά δανειστικός οργανισμός του κράτους δεν απέκτησε ποτέ χαρακτήρα πιστωτικού ιδρύματος που θα διέδιδε το θεσμό της πίστης και θα διοχέτευε κεφάλαια στην παραγωγική διαδικασία. Όλοι οι συγκεντρωμένοι πόροι της απορροφήθηκαν στις μεγάλες ταμειακές ανάγκες του κράτους και μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, τον Σεπτέμβριο του 1831, λειτούργησε υποτυπωδώς μέχρι τη διάλυσή της από τη βαυαρική αντιβασιλεία το 1834.

Ζ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών

  • Νομικό Πρόσωπο

Η ιστορία του σχολείου ακολουθεί και προσαρμόζεται στις εξελίξεις και αλλαγές, εκπαιδευτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές της περιόδου.

Παρόλο που το αρχειακό υλικό χρονολογείται από το 1917, το 7ο Γυμνάσιο αρρένων Αθηνών, όπως το γνωρίζουμε από το 1933 μέχρι τη θέσπιση της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων, λειτούργησε αρχικά ως «7ο εν Αθήναις Γυμνάσιον» στο οποίο μάλιστα το 1911 είχε αποφασιστεί η μετακίνηση του Α΄ Βαρβακείου (Κλασικού) Γυμνασίου που μέχρι τότε στεγαζόταν στο κτήριο της οδού Αθηνάς.

Το 1918, το Ι’ Γυμνάσιο Αθηνών μετονομάζεται σε 7ο εν Αθήναις Γυμνάσιον με Βασιλικό Διάταγμα στις 14 Ιουνίου 1918 «Περί μετονομασίας ελληνικών σχολείων αρρένων και ιδρύσεως ελληνικών σχολείων θηλέων κλπ.» (ΦΕΚ 136 / 19-6-1918, τ. Α΄). Ένα περίπου χρόνο πριν, το 7ο Γυμνάσιο είχε μετονομασθεί σε γυμνάσιο θηλέων με το Βασιλικό Διάταγμα στις 2 Σεπτεμβρίου 1917 «Περί ονομασίας ελλην. σχολείων και γυμνασίων Αθηνών ως τοιούτων των θηλέων» (ΦΕΚ 189 / 5-9-1917, τ. Α΄) επισημαίνοντας ότι από το ίδιο σχολικό έτος, 1917-1918, απαγορεύεται η εγγραφή μαθητριών στα υπόλοιπα ελληνικά σχολεία και γυμνάσια της πόλης των Αθηνών. Ωστόσο επιτρέπεται σε μαθητές να εγγραφούν στην πρώτη και δεύτερη τάξη των ελληνικών σχολείων θηλέων της Αθήνας εφόσον ο αριθμός των μαθητριών στην καθεμία από τις προαναφερθείσες τάξεις δεν υπερβαίνει τις 40.

Το 1923 επιτάχθηκε από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, για να στεγαστούν προσωρινά Μικρασιάτες πρόσφυγες. Κατά την περίοδο, λοιπόν, 1923 – 1924 το 7ο Γυμνάσιο δεν λειτούργησε, γεγονός που προκαλούσε τις έντονες αντιδράσεις των γηγενών. Γι’ αυτό το υπουργείο Παιδείας εξέφρασε προς το Ταμείο Περιθάλψεως την επιθυμία «να εκκενώσουν οι πρόσφυγες το σχολείο». Αυτό έγινε αφορμή για την ανέγερση, άρον – άρον, του πρώτου αστικού προσφυγικού οικισμού στο Παγκράτι.

Μετά την ανέγερση των προσφυγικών συνοικισμών της Καισαριανής και του Βύρωνα και με το δεδομένο ότι δεν λειτουργούσαν σ’ αυτούς Γυμνάσια, αυξήθηκε υπερβολικά ο αριθμός των μαθητών του 7ου Γυμνασίου Αρρένων. Γι’ αυτό επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου και υπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου θεμελιώθηκε το 1931 το σχολικό συγκρότημα, το οποίο δεσπόζει απέναντι από το Άλσος Παγκρατίου, στο οικοδομικό τετράγωνο το περικλειόμενο από τις οδούς Σπύρου Μερκούρη, Στράβωνος, Πρατίνου και Δουρίδος. Σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή τα εγκαίνια έγιναν το 1933. Στο ισόγειο και στον 1ο όροφο του κτηρίου συστεγάστηκαν το 7ο Γυμνάσιο Αρρένων και το 4ο Γυμνάσιο Θηλέων τα οποία λειτουργούσαν εκ περιτροπής πρωί – απόγευμα, καθώς και το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ το γεγονός ότι στα βιβλία του σχολείου κατά τη δεκαετία του 1920 και πιθανότατα μέχρι την ίδρυση του Δ΄ Γυμνασίου θηλέων Αθηνών καταχωρίζονται ονόματα μαθητριών, κάτι το οποίο φαίνεται να συμβαίνει και σε άλλα γυμνάσια της πόλης1. Ο θεσμός της συνεκπαίδευσης εκτός από τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αρχίζει να εμφανίζεται, με ανεπίσημο τρόπο, και στα δημόσια σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αφού πολλές μαθήτριες εγγράφονταν σε αυτά με δυναμικό τρόπο και συμφοιτούσαν με αγόρια. Έτσι κατά τη σχολική χρονιά 1910-11 στα δευτεροβάθμια σχολεία αρρένων συνεκπαιδεύονται 1221 μαθήτριες με 30178 μαθητές. Η πρακτική αυτή της συνεκπαίδευσης καθώς και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των μαθητριών που εγγράφονταν στα σχολεία των αρρένων οδήγησε την Πολιτεία στην ίδρυση των πρώτων δημόσιων Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων Θηλέων το 1917, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,2 χωρίς να λείπουν και τα προβλήματα που συνοδεύονταν από την ενέργεια αυτή. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα πεπραγμένα του Ζ΄ Γυμνασίου Αθηνών για το σχολικό έτος 1928-1929, ο διευθυντής του σχολείου αναφέρεται στα προβλήματα που δημιουργούσε η φοίτηση θηλέων στο Γυμνάσιο όχι μόνο κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων αλλά και κατά τη συνδιδασκαλία μαθητών και μαθητριών λόγω της μη πρέπουσας ανατροφής των μαθητριών που ήταν «τέκνα εργατών ή μικροαστών».3

Επιπλέον, το αρχείο του 7ου Γυμνασίου (αρρένων) εμπεριέχει τμήμα του αρχείου του ΙΕ΄ Ελληνικού Σχολείου που έχει καταργηθεί από το 1929 με τη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 κατά την οποία καταργούνται τα Ελληνικά Σχολεία υποχρεώνοντας τα γυμνάσια να απορροφήσουν το διδακτικό προσωπικό και το μαθητικό δυναμικό όσων ελληνικών σχολείων μέχρι τότε επόπτευαν. Έτσι, σύμφωνα με το νόμο 4373/13-8-1929 «περί διαρρυθμίσεως των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» τα ελληνικά σχολεία ή ημιγυμνάσια των πόλεων καταργούνται εφόσον λειτουργεί γυμνάσιο ή πρακτικό λύκειο, ενώ στις κωμοπόλεις στις οποίες δεν λειτουργεί γυμνάσιο ή πρακτικό λύκειο μετατρέπονται προσωρινά σε διτάξια ημιγυμνάσια. Κατά τα άνω διατεταγμένα μετατρέπονται ή ιδρύονται και ίδια γυμνάσια θηλέων. Η εκπαίδευση γίνεται δωδεκαετής με εξατάξιο δημοτικό σχολείο και εξατάξιο γυμνάσιο.

Με τον Αναγκαστικό Νόμο 770/1937 «Περί των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 263 / 13-7-1937, τ.Α’) η Μέση Εκπαίδευση χωρίστηκε σε δύο κύκλους, ο πρώτος ήταν πενταετής και δεχόταν μαθητές που είχαν τελειώσει το δημοτικό, ενώ ο δεύτερος ήταν τριετής παρέχοντας το δικαίωμα στους απόφοιτους να συμμετέχουν σε εισαγωγικές εξετάσεις των ανώτερων και ανώτατων σχολών. Έτσι, τα γυμνάσια έγιναν οκτατάξια με εισαγωγική την Α΄ και τελευταία την Η΄ τάξη.

Το 1939 το δικτατορικό καθεστώς ανακαλεί την προηγούμενη απόφαση και δημιουργεί Γυμνάσιο με έξι έτη σπουδών (νέου τύπου) και Λύκειο ή Επιγυμνάσιο με διάρκεια σπουδών δύο έτη (Ζ΄- Η΄τάξη).

Τέλος, με το Νομοθετικό Διάταγμα 4379/1964 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής (Στοιχειώδους και Μέσης) Εκπαιδεύσεως» καθιερώνεται η δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες από την Πρωτοβάθμια μέχρι και την Ανώτατη και οι απόφοιτοι του Γυμνασίου εγγράφονται στο Λύκειο (3 τάξεις) μετά από εισαγωγικές εξετάσεις, ενώ στο νυχτερινό Λύκειο η φοίτηση είναι τετραετής.

Επιστρέφοντας στην ιστορία του σχολείου, στην περίοδο της Κατοχής, το συγκρότημα επιτάχθηκε από τους Ιταλούς, οι οποίοι το μετέτρεψαν σε στρατιωτικό νοσοκομείο ή σε στρατώνες και τα σχολεία αναγκαστικά στεγάστηκαν σε άλλο κτήριο. Ταυτόχρονα λειτούργησε εκεί και συσσίτιο για τους μαθητές και τους καθηγητές των δύο Γυμνασίων καθώς και για τους κοινωνικά ασθενέστερους κατοίκους της περιοχής.

Τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα που στρατωνίζονταν στις αίθουσες του σχολικού συγκροτήματος το εκκένωσαν στις 30 Αυγούστου 1944 (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 1ης Σεπτεμβρίου 1944). Έτσι τα Γυμνάσια του Παγκρατίου από το σχολικό έτος 1944 – 1945 λειτούργησαν στο αρχικό τους κτήριο.

Το σχολείο ως αμιγώς αρρένων λειτούργησε μέχρι το 1979 που ήταν η πρώτη χρονιά λειτουργίας μικτών τάξεων, μόνο όμως για την Α΄ Γυμνασίου και την Α' Λυκείου. Πλήρως μικτό έγινε ένα χρόνο αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1980. 

Εφορία Καπνού Ελέγχου Κατασκευής Αξιών Δημοσίου

  • Νομικό Πρόσωπο

Με το νόμο ΑΥΚ 12/4/1887 επιβλήθηκε κρατικό μονοπώλιο στην εισαγωγή, κατασκευή, κατοχή και πώληση σιγαροχάρτου με σκοπό την προστασία του φόρου κατανάλωσης καπνού. Με τον νόμο 1567 της 19/24 Δεκ. 1918 "Περί καπνεργοστασίων του Κράτους" τα δημόσια καπνεργοστάσια διακρίνονταν στα της εσωτερικής καταναλώσεως και τα της διαμετακομίσεως, και διαιρούνταν σε τρεις τάξεις.

Η σύσταση των Εφοριών Καπνού πραγματοποιήθηκε με τον Α.Ν. 667 της 29 Απρ./5 Μαΐου 1937 (ΦΕΚ Α΄ 163) "Περί τροποποιήσεως ενίων διατάξεων αφορωσών το Υπουργείον των Οικονομικών προς επίτευξιν οικονομιών". Με αυτόν τον νόμο τα Καπνεργοστάσια και τα Γραφεία Φορολογίας Καπνού μετονομάζονταν σε «Εφορίες Καπνού», και το προσωπικό τους σε «προσωπικόν Εφοριών Καπνού». Με τον ίδιο νόμο μετανομαζόταν ο Γενικός Επιθεωρητής Καπνεργοστασίων σε Γενικό Επιθεωρητή Εφοριών Καπνού και οι Επιθεωρητές Καπνεργοστασίων σε Επιθεωρητές Εφοριών Καπνού (άρθρο 12 παρ. 1). Οι Εφορίες Καπνού διαιρούνταν σε τρεις τάξεις. Η προαγωγή ή ο υποβιβασμός σε τάξεις καθορίζονταν από διάφορα κατά καιρούς νομοθετήματα.

Αρμοδιότητα των Εφοριών Καπνού ήταν η παρακολούθηση των εργασιών στα δημόσια καπνεργοστάσια και η είσπραξη των καταβαλλομένων από τους καπνοβιομήχανους δαπανών λειτουργίας των δημόσιων καπνεργοστασίων.

Το 1957 με το Β.Δ. της 16 Απρ./17 Μαΐου 1957 (ΦΕΚ Α΄ 88) "Περί συστάσεως Εφορίας Διώξεως Λαθρεμπορίου Καπνού και Σιγαροχάρτου" συστάθηκε στην Αθήνα Διεύθυνσις Εφορίας Καπνού (Α΄) τάξεως με τίτλο «Εφορία Διώξεως Λαθρεμπορίου Καπνού και Σιγαροχάρτου». Αρμοδιότητά της ήταν η δίωξη του οικονομικού εγκλήματος που σχετιζόταν με την παράνομη κυκλοφορία καπνικών προϊόντων και σιγαροχάρτου με χωρική δικαιοδοσία στην περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και σε περίπτωση ανάγκης και στις άλλες περιφέρειες των Εφοριών Καπνού.

Οι εφορίες καπνού καταργήθηκαν με το Π.Δ. 386 της 23/25 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 136) "Κατάργηση Εφοριών Καπνού, συγχώνευση αυτών με αντίστοιχες Οικονομικές Εφορίες και μεταφορά Προσωπικού". Σύμφωνα με το Π.Δ. καταργήθηκαν οι Εφορίες Καπνού Δίωξης Λαθρεμπορίου Αθηνών και Β΄ Θεσσαλονίκης ενώ οι εφορίες καπνού σε διάφορες πόλεις συγχωνεύτηκαν με τις κατά τόπους Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η Εφορία Καπνού Αθηνών (Δημόσιο Καπνεργοστάσιο) συγχωνεύτηκε με την Οικονομική Εφορία Φορολογίας Ανωνύμων Βιομηχανικών Εταιρειών Αθηνών (Ο.Α.Β.Ε.), η Εφορία Καπνού Α΄ Θεσσαλονίκης με την Α΄ Οικονομική Εφορία Θεσσαλονίκης και οι Εφορίες Καπνού Α΄, Β΄ και Γ΄ Πειραιά συγχωνεύτηκαν με την Οικονομική Εφορία Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών Πειραιά. Με το ίδιο Διάταγμα προβλεπόταν ότι τα αρχεία των Εφοριών Καπνού που καταργούνταν θα μεταφέρονταν στις αντίστοιχες Δ.Ο.Υ. ή άλλες υπηρεσίες στις οποίες μεταβιβάζονταν οι αρμοδιότητες.

Η Υπηρεσία Ελέγχου Κατασκευής Αξιών του Δημοσίου συστάθηκε με το Β.Δ. της 7/27 Ιουν. 1957 με αντικείμενο την εποπτεία και τον έλεγχο των εργασιών κατασκευής αξιών του Δημοσίου. Με το Διάταγμα η Υπηρεσία εντάχθηκε στον Καπνεργατικό Κλάδο του Υπουργείου Οικονομικών ενώ μεταγενέστερα υπάχθηκε στην Γ΄ Εφορία Καπνού Αθηνών. Σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Αριθ. Κ. 11010 της 13 Ιουν./20 Οκτ. 1958 (ΦΕΚ Β΄ 280) "Περί κανονισμού εποπτείας και ελέγχου ιδιωτικών εργοστασίων κατασκευής Αξιών του Δημοσίου και ορίων δικαιοδοσίας της Υπηρεσίας Ελέγχου Κατασκευής Αξιών Δημοσίου" αντικείμενο της Υπηρεσίας ήταν η εποπτεία και ο έλεγχος εντός της περιφέρειας της Τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης των εργασιών κατασκευής αξιών του Δημοσίου (σφραγιστού χάρτου, κινητών επισημάτων, ενσήμων, ταινιών φορολογίας καπνού, παιγνιοχάρτων, γραμματοσήμων, λαχείων κλπ.) από ιδιωτικά εργοστάσια εγκατεστημένα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Διατάγματος σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα από τις συμβάσεις που θα υπογράφονταν. Το Διάταγμα καθόριζε τη διαδικασία.

Με άλλο Διάταγμα μετονομάστηκε η Εφορία Καπνού σε Εφορία Καπνού Ελέγχου Κατασκευής Αξιών του Δημοσίου η οποία το 1973 υπαγόταν στη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. την κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών παρά τω Πρωθυπουργώ και Οικονομικών Αριθ. Δ.3820 της 31 Μαΐου/21 Ιουν. 1973 (ΦΕΚ Β΄ 689) "Περί κατανομής συσταθεισών παρά τη Γενική Διευθύνσει Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών θέσεων".

Τέλος, με το Π.Δ. 284 της 14/14 Ιουν. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 128) (Διόρθ. Σφάλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 165/5 Αυγ. 1988) "Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών" η Εφορία Καπνού Ελέγχου Κατασκευής Αξιών Δημοσίου (Ε.Κ.Ε.Κ.Α.Δ.), μαζί με άλλες συναφείς υπηρεσίες, καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταφέρθηκαν στις Υπηρεσίες Εντύπων και Αξιών του Δημοσίου και οι οποίες συνεργάζονταν με την Διεύθυνση Οργάνωσης της Κ.Υ. του Υπουργείου, μέσω της οποίας εποπτεύονταν από τον Υπουργό των Οικονομικών.

Εφορία εν Αθήναις επί των προσφύγων χριστιανών

  • Νομικό Πρόσωπο
  • 1860 - ;

Η Εφορία εν Αθήναις επί των προσφύγων χριστιανών συστάθηκε το 1860 με αφορμή αρχικά την περίθαλψη χριστιανών προσφύγων από τη Συρία που αργότερα επέκτεινε τη δράση της και σε χριστιανούς πρόσφυγες που προέρχονταν από εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αποτελέσματα 3701 έως 3800 από 9047