H Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Γεωργίας αποτελούσε βασικό μηχανισμό για την προώθηση της εποικιστικής πολιτικής του κράτους, αφού ήταν αρμόδιο για τις απαραίτητες τοπογραφικές εργασίες ώστε να επιτευχθεί η εγκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων σε δημόσιες ή ανταλλάξιμες γαίες, σε εκτάσεις που προήλθαν από απαλλοτριωμένα τσιφλίκια ή από εγγειοβελτιωτικές εργασίες κ.λπ. Με την ίδρυση του υπουργείου Γεωργίας το 1917 η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας συμμετείχε στην υλοποίηση του προγράμματος απαλλοτριώσεων και απόδοσης κλήρου σε ακτήμονες σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 1072. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού στην ανταλλάξιμη μουσουλμανική περιουσία και στις υπόλοιπες δημόσιες γαίες αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Η Διεύθυνση της Τοπογραφικής Υπηρεσίας σε συνεργασία με την Τοπογραφική Υπηρεσία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων προχώρησε στην καταμέτρηση των ανταλλάξιμων και δημόσιων γαιών και στη διανομή κλήρων για την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων. Στο αρχείο, μάλιστα, διασώζονται πρωτόκολλα χρεώσεως αξίας προσφυγικών κλήρων. Τα έγγραφα του αρχείου αποτυπώνουν επίσης τις διαμάχες στις σχέσεις προσφύγων και γηγενών όσον αφορά τη διανομή δημοσίων και ανταλλάξιμων γαιών που διεκδικούνταν και από τις δύο πληθυσμιακές ομάδες. Η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας καλούνταν να δώσει λύση στις παραπάνω διαμάχες και σε άλλες που αφορούσαν γαιοκτητικά ζητήματα, αφού ήταν η αρμόδια υπηρεσία για τον ακριβή καθορισμό των κλήρων και τη χορήγηση διαγραμμάτων διανομής που βεβαίωναν τα όρια αυτά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κλήρων.
Μετά τη διάλυση της ΕΑΠ (Δεκέμβριος 1930) , η Τοπογραφική Υπηρεσία ανέλαβε την οριστική διανομή και χρέωση της αξίας των προσφυγικών κλήρων, ενώ συνέχισε την καταμέτρηση γαιών και τη διανομή κλήρων σε ακτήμονες, συνεταιρισμούς ακτημόνων, υπαλλήλων κ.λπ. που προέρχονταν από δημόσιες γαίες ή από απαλλοτριώσεις. Τα συνεχή παράπονα προσφύγων, ντόπιων και τοπικών παραγόντων ανάγκαζαν την Τοπογραφική Υπηρεσία να προχωρά σε αναδιανομή κλήρων, σε συμπλήρωση κλήρων με πρόσθετες εκτάσεις και σε διευκρινίσεις για τα όρια κτημάτων.
Η Τοπογραφική Υπηρεσία συνέχισε να λειτουργεί και κατά την περίοδο της Κατοχής αντιμετωπίζοντας λόγω της εμπόλεμης κατάστασης τεράστιες δυσκολίες στην εκτέλεση τοπογραφικών εργασιών και μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή. Μετά την απελευθέρωση, η Τοπογραφική Υπηρεσία συμμετείχε ενεργά μαζί με άλλες υπηρεσίες στις προσπάθειες ανοικοδόμησης της χώρας καταρτίζοντας κτηματογραφικούς χάρτες, ρυμοτομικά και άλλα τοπογραφικά σχέδια. Στο πλαίσιο αυτό η Τοπογραφική Υπηρεσία ανέλαβε την καταμέτρηση γαιών και τον καθορισμό των κλήρων για την αποκατάσταση των «πολεμοπαθών» και «ανταρτόπληκτων» πληθυσμών, ενώ την ίδια περίοδο κλήθηκε να καταρτίσει τοπογραφικούς χάρτες και να καθορίσει το κτηματολογικό καθεστώς των άρτι ενσωματωμένων στο ελληνικό κράτος Δωδεκανήσων.
Εκτός βέβαια από τη σημασία της Τοπογραφικής Υπηρεσίας για την προώθηση της πολιτικής του ελληνικού κράτους όσον αφορά την αποκατάσταση των προσφύγων, των ακτημόνων και άλλων πληθυσμιακών ομάδων, το αρχειακό υλικό παρέχει πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας, τη διάρθρωση, τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε μια τεχνική υπηρεσία σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής ιστορίας.